Further tags

Τα φαγητά στα καλιαρντά, απαντά στον πληθυντικό, από το hal που σημαίνει το ίδιο στην ρομανί.

Σας αβέλω λατσαβαλέ, αφρακιάζομαι η γκουργκουτσελού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερτερομπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο να έχουν αρπάξει την ζωμοσακούλα και να δένουν μπαλόμπα και καλιαρντά χαλέματα. Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη κοντόχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γεροδιακονάρισμα. (Αποκατέ).

"Δεν βγαίνει ένας πούστης να μιλήσει", του Χάρρυ Κλυνν. (από Khan, 20/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή εις -άδικο λέξη χριστιανοσλάνγκ προέλευσης, που διασώζει ο Ηλίας Πετρόπουλος, είναι το Υπουργείο Δημοσίας Τάξης, εκ του γιούδας, που είναι ο ρουφιάνος, ο προδότης, ο καταδότης, ο σπιούνος, αλλά και ο αστυνομικός, από τον Ιούδα Ισκαριώτη.

Αριβάρανε οι γιούδες και οι ρούνες και με αβέλανε στο γιουδάδικο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νηστεία στα καλιαρντά, εκ του α΄ συστατικού γκόντο- που δηλώνει τα σχετικά με τον Θεό (< αγγλικό God), το στερητικό άλφα και το χάλω που σημαίνει τρώω (ρομανί προέλευσης), εν ολίγοις η αφαγία για θρησκευτικούς λόγους.

Ενώ ο λαός λιγδομπερντές βικιολοβουρδιασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στην γκοντάχαλη, αβέλει διακονά στο μπερντέ κι έχει πέσει στην αχαλού και στο γυροδιακονιάρισμα. (Από σκετσάκι του Χάρρυ Κλυνν)

(από Khan, 18/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει εις το επανιδείν, au revoir γαλλιστί, στο ξαναντάμωμα, καλώς να ξαναειδωθούμε. Προκύπτει από το λατσός = όμορφος < lačho της ρομανί με την ίδια σημασία, και του δικέλω = βλέπω < dikhel της ρομανί με την ίδια σημασία. Επομένως, σημαίνει κατ' ακρίβεια όμορφα να ξαναειδωθούμε. Συχνά μπαίνει μπροστά το ούψα που ο Ηλίας Πετρόπουλος το έχει αγνώστου ετύμου και σημαίνει γεια. Είναι δηλαδή πάγια έκφραση ούψα και στο λατσοδίκελμα. Ασφαλώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί και επιθετικά σε φάση άντε γεια.

"Ούψα και στο λατσοδίκελμα", στο τέλος.

  1. Λάκης Γαβαλάς: Είμαι άντρας με balls. Σχόλιο: ΤΡΙΑ ΚΑΚΝΑ ΤΗΣ ΚΑΚΝΗΣ.. ΚΑΛΕ ΓΚΑΡΣΟΝ ΑΒΕΛΕ ΜΟΥΤΖΑ. ΜΩΡΗ ΓΑΒΑΛΟΥ ΟΥΨΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΛΑΤΣΟΔΙΚΕΛΜΑ... (Από κράξιμο στο Φέισμπουκ).
  2. Σου αβέλω λατσαβαλέ καλέ Γκοντορελιά. Αβέλω να σε δικέλουμε αποκατέ με τα ισάντες λέτρα. Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Καλιαρντά και λετριστική ποίηση).
  3. Μάλλον χρειάζεται περισσότερη ευελιξία και αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας, γιατί μπορεί να τα βρεις μπροστά σου όλα αυτά. Μπαρδόν άμα μπενάβω ανθυγιεινά αλλά εγώ για το καλό σου τα λέω, κι ας θα με πεις λούγκρα, γραφική, λαϊκιά και ανάξια απάντησης. Ορεβουάρ, και στο λατσοδίκελμα! (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,

Όλα γύρω μου γυρίζουν

είμαι δικελοσβουριασμένος.

Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά καπνολεκές σημαίνει μουντζούρα, αλλά μπενάβω καπνολεκέδες σημαίνει κουτσομπολεύω, κάνω κους κους, με την έννοια λέω βρωμιές.

Μπενάβω καπνολεκέδες στο φόνι τώρα,αβέλω τζαστικό. (Κλείσιμο σε συμβουλές μπενάβοντος σε γυναίκα εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τη βρώμα στα καλιαρντά. Μάλλον από το τυρί γοργοντζόλα (βλ. εδώ για ετυμολογία) που έχει μια χαρακτηριστική οξεία οσμή.

Λοιπόν νάμαι κι εγώ εδώ η δειλή!!! Εξκιούσμι Λουκίες μου αλλά τέτοιο ξεκατίνιασμα δεν έχω δικέλει ποτές !!! τέτοια γοργόντζα πια, να βγάνετε τα άπλυτά σας στη φόρα και να καταριόσαστε μεταξύ σας, εσείς πρώην φιλινάδες και συναγωνίστριες, σα τις σαρμούτες για τα τσέτουλα, λυσσαγμάν πια!!!! (Αποκατέ).

-ΤΑ ΕΒΑΛΑ στο φαι που τρως μαν.
-Καλη σας ορεξη.
-Μπά μωρή γοργόντζα... Που να βουέλετε πιασμαντό σε μουτζό και φακιροπίπιζα να γίνεται... (Από το μπου)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη που σημαίνει την κόρη, τη θυγατέρα, ετυμολογούμενη από το ηράκλω (<rakli, rakhli = κοπέλα, κόρη ξένη στη ρομανί) και το μουτζό (<mindž = αιδοίο στη ρομανί). Βλ. και ηρακλοβιρτζίνω.

Αβέλετε τζαστικό μωρή γκαζοζού, που μου μου θέλετε και κουραβέλτες με την ηρακλομουτζού. (Από το μπου).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified