(Και να, η προαιώνια ανάγκη του σλάνγκου να πρωτοπορήσει ξαναχτυπά. Στο γούγλε το λήμμα δίνει αραβικά χωριά. Όμως, το γλυκύτατο σκατόπαιδο-μανάβης-του-μπι που ουρλιάζει παίζοντας και το ακούει όλη η πόλη παρά τα κλειστά παντζούρια, δηλαδή έλεος, συνέβαλε στη σλανγκική καταγραφή της ενοχλητικής έκφρασης με την οποία μου ζάλιζε τα αυγά ο ξάδερφός μου ο βαγγελάκης στο δημοτικό. Έχουμε και λέμετε):

Τίκρα: Το κερί του αυτιού, η κυψελίδα που λένε οι ωριλάδες, με τις όξινες αντιβακτηριδιακές ιδιότητες που σκοτώνει τα μικρόβια, μας γλυτώνει από ωτίτιδες και αν μαζευτεί στο πτερύγιο του αυτιού αποτελεί αφορμή για χαρακτηρισμό του ενδιαφερόμενου ως μπίχλερμαν. Ομοιοκαταληκτεί με το πίκρα πράγμα λογικό γιατί, όπως κάθε παιδί που αναγνωρίζει τον κόσμο γύρω του ξέρει, η τίκρα είναι πικρή, αντιθέτως με τη μύξα που είναι αλμυρή.

Συναντάται από όσο γνωρίζει η γράφουσα μόνο στην γνωστή παιδική γείωση απάντηση στην ενοχλητική ερώτηση «τι».
-Τι;
-Τίκρα στ' αυτί.

-...αδφαφί (ψιθυριστά)
-Τι είπες;
-σσσκαμαμφχφ (ψιθυριστά)
-ΤΙ;
-ΤΙΚΡΑ ΣΤ' ΑΥΤΙ ΑΑΧΑΧΑΧ
-Θείααααα πάλι με κοροϊδεύει ο Βαγγελάκηςςς
-Με τρελάνατε, να φύγετε, να πάτε αλλού να παίξετε.
-Και δηλαδή τι είναι τώρα η τίκρα ρε, δεν υπάρχει τέτοια λέξη.
-Το κερί στο αυτί είναι, να, να το βλέπεις αυτό; ααχαχαχ
-Θείαααα μου σκούπισε το αυτί στη μπλούζααα
-Έλα εδώ εσύ, στη μάνα σου, εσένα άμα σε περιλάβω...

(από Galadriel, 05/01/12)Δεν κατάλαβες... ΤΩΡΑ είναι σιχαμερό, το κάνω upload και δεν ξανάρχομαι σε αυτό το λήμμα, τέλος. (από Galadriel, 05/01/12)

Αυτιά και λοιπές πάστες: μαρμελάδα, γράσο, παστελάδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φτυσιά, το φλέγμα, το προϊόν του «χα-Φτού!», συνήθειο το οποίο ακόμα κάποιοι, κυρίως μεγάλης ηλικίας, διατηρούν. Υγιεινό, δε λέμε (δεν κάνει να καταπίνουμε το φλέγμα, ιδιαίτερα άμα είναι πυώδες, πχ από αμυγδαλίτιδα, γιατί το πύον βλάπτει μακροπρόθεσμα τα νεφρά και την καρδιά), αλλά ακόμα κι αν το κάνεις σε χαρτομάντηλο και δεν πετάς τη χλεμπόνα σου στον δρόμο μπροστά στον άλλον που περνάει (πχ επιδεικτικά-φαλλοκρατικά μπροστά σε μια γυναίκα), δεν παύει να είναι μια από τις πιο αηδιαστικές σωματικές εκκενώσεις. Λέω καλύτερα να μην περιγράψω το χρώμα και την υφή της, όλοι τα γνωρίζουμε καλά καθότι, όσο πιο πίσω πάμε στον χρόνο, τόσο θυμόμαστε τα αθηναϊκά (τουλάχιστον) πεζοδρόμια γεμάτα από δαύτες...

Η χλεμπόνα είναι αφιέρωση-στάση ζωής κάποιων που το παίζουν (ή είναι) μάγκες, αλήτρες, περιθωριακοί. Δηλώνει απόρριψη των πάντων. Και πάντως του κατεστημένου και του σαβούρα-βιβρ.

Η λέξη σημαίνει το παραγινωμένο αγγούρι (Τριανταφυλλίδης έφη), αλλά κττμγ δένει με το όλο πράμα καθότι το χλ- θυμίζει τον ήχο που κάνουμε όταν εκ βαθέων φτύνουμε...

Βλ. και χλεμπονιάρης, χλέπα, χλέμπουρας

- Πώς τα πέρασες χθες με τον καινούργιο γκόμενο;
- Τι να σου πω! Όλα πήγαιναν μια χαρά μέχρι που με ανέβασε στη μηχανή του να με πάει σπίτι του. Και πάνω που ξεκινήσαμε αμολάει μια χλεμπόνα που ήρθε καταλάθος ή ξεπίτηδες όλη πάνω μου! Ε, μετά απ' αυτό, όπως κατάλαβες, τον ξέχεσα και τιγκανά με ελαφρά πηδηματάκια...

Ο Λευκορώσσος αμυντικός Alexander Hleb με τη φανέλα της Άρσεναλ. Επί του παρόντος, αγωνίζεται στη Μπουντεσλίγκα με τη Στουτγάρδη. (από allivegp, 23/09/09)χλεμπόν χλεμπόν (από BuBis, 23/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το έμπτυσμα, κατά κόσμον μπίχλα.

Εγώ όταν ήμουνα στο γυμνάσιο θυμάμαι Ιούνιο μήνα με τις εξετάσεις, ρίχναμε χλέπες πηχτές στον ανεμιστήρα, και τον άνοιγε ο καθηγητής και γινότανε Czernobil.

(από xalikoutis, 03/05/14)

βλ. και χλεμπόνα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η σιχαμερή λευκή ουσία, γνωστή επιστημονικά και ως σμήγμα, που πιάνουμε στην πούτσα όταν έχουμε να αλλάξουμε σώβρακο 2 βδομάδες. Χαρακτηριστικό της είναι η λευκή σαν τυρί υφή της και η απαίσια μυρωδιά της.

Το φετέισον προέρχεται από το temptation (μεγάλη επιτυχία του Arash) και την ελληνική φέτα.

  1. Πω ρε μαλάκα, έπιασα φετέισον στην πούτσα μου... Θες λίγο;

  2. - Έχω να κάνω μπάνιο 2 εβδομάδες και όχι μόνο αυτό, την παίζω και χύνω στο σώβρακο.
    - Ω ρε φίλε, θα έχεις πιάσει τρελό φετέισον.

KAVLI dick-cheese spread - το φέρνει και ο Βασιλόπουλος (από Vrastaman, 19/01/09)Φέτα is sexy και δεν πα να λέτε ό,τι θέλετε :-P (από Galadriel, 22/03/09)

Συνώνυμα: τυράκι. Σχετικά: τυρί, ούρδα, αλμυρόπουτσα, μυτζήθρα. Δες και -έισον, -έισιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ατόμων από τη Λάρισα για τη συγκέντρωση βρόμας πίσω από τα αυτιά. Δεδομένου ότι δεν κάνουν συχνά μπάνιο είναι μία σχεδόν καθημερινή λέξη στο λεξιλόγιο τους.

Μήηηηητσου καρκαμάντζα εχς πιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από πολύ σφίξιμο και αποχή απο την τουαλέτα είναι το ανεπιθύμητο υγρό που συνοδεύει μια ηχηρή, συνήθως, κλανιά και επισκέπτεται το σώβρακο.

Πω πω ρε μαλάκα Κώτσο αυτή έβγαλε και ζουμάκι! Πουτάνα τα 'κανα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απόβλητο απ' την στοματική κοιλότητα. Τα 997 τελευταία χρόνια παρατηρείται σε πράσινο, κίτρινο (όχι ταριφέ), κόκκινο χρώμα. Περιέχει 90% μύξα και 10% σάλιο.

- Ρε Μάκη τι είναι αυτό το πράσινο πάνω σου; Κουτσουλιά γλάρου:
- Όχι ρε μ***κα, πλακώθηκα με έναν νταλικέρη και φεύγοντας με έφτυσε.

(ροχάλα ήταν το πράσινο)

Βλ. και τάλιρο, χλέπα, χλεμπόνα, φτύξα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μύξα που αποβάλλουμε κλείνοντας το ένα ρουθούνι και φυσώντας δυνατά από το άλλο, με στόχο συνήθως το πεζοδρόμιο (έδαφος γενικότερα). Αποτελεί συνήθη πρακτική των λεωφορειατζήδων, στα τέρματα. Η μονομιάς αποβολή (εκτόξευση) όλης της φτύξας αποτελεί δείγμα καλής προπόνησης. Ωστόσο αν η φτύξα κρέμεται από το ρουθούνι, συμβάλλει σε maximum effect.

- Κι εκεί που καθόμουν ήρεμα κι ωραία, νιώθω κάτι υγρό στο σβέρκο μου. Ο πισινός μου, είχε ρίξει τη φτύξα του πάνω μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified