Further tags

Ο παχύς άνθρωπος που μοιάζει σαν να έχει λάβει τη μορφή σφαίρας.

Μη τρως άλλο ρε! Μπαλόνι έχεις καταντήσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και μαλθακός άνθρωπος, ο μούσχαρος, το μοσχάρι.

Άντε να βγει να δουλέψει λίγο το δαμάλι που κάθεται και τρώει όλη μέρα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο κοιλαράς εκ της αλβανικής λέξης baka = κοιλιά.

Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς σαν μπάλα από το πάχος και νωθρός άνθρωπος

Σήκω ρε κεφτέ να πας να δουλέψεις!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος.

  1. Το παιδοβούβαλο μίλησε. Το τιμώμενο πρόσωπο ήταν φυσικά ο νέος ηγέτης της, αυτός ο βουτυρομπεμπές με τα τροφαντά μαγουλάκια, ο μελανθιο-αναθρεμένος γιος του πρόσφατα θανόντος ηγέτη. (Εδώ).
  2. Πήξαμε στο παιδοβούβαλο. Τις μούρες τις ξέρετε, είμαι σίγουρος. Είναι η εμπροσθοφυλακή των παιδοβούβαλων που κρατάνε τα ηνία του ελληνικού ποδοσφαίρου, το οποίο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν λογοδοτεί τόσο στην πολιτεία όπως ίσως φαντάζεστε, αλλά στις παντοδύναμες UEFA και FIFA οι οποίες έχουν κάνει ξεκάθαρους τους τρόπους λειτουργίας των ομοσπονδιών παγκοσμίως, αρέσει δεν αρέσει αυτό στην οποιαδήποτε κυβέρνηση κάθε χώρας. (Εδώ).
  3. Το ρομαντικό παιδοβούβαλο. (Εδώ).
  4. Την κακιά συνήθεια της κολοτούμπας δεν έχει ξεχάσει το όψιμο και μοιραίο παιδοβούβαλο του δήμου μας. (Εδώ).
  5. Β. Κορέα: Μαζέψτε το παιδοβούβαλο… γιατί παρανόησε! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς και ογκώδης άνθρωπος.

Πού να κουνηθεί και να τρέξει ο βίσονας!

Got a better definition? Add it!

Published

Η κοπριά και μεταφορικά ο άχρηστος άνθρωπος, ο παχύς, καθώς και το άχρηστο αντικείμενο. Ετυμολογία: φουσκίον < φυσκίον: υποκοριστικό του φύσκη.

Φουσκί έχει καταντήσει από το πολύ φαγητό.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ανώμαλος, αυτός που έχει παρεκκλίσεις.

  1. Απίστευτος πλέιερ, ελέγχει τον μισό νομό. Σκοτεινούλης, επίσης, Ανωμαλάκιας. Απαγορευμένα πάρτι, σαδομαζό, τέτοιες φάσεις. (Μάκης Μαλαφέκας, Deep Fake, Αντίποδες, Αθήνα 2024, σ. 82).
  2. Λίγο ανωμαλάκηδες. Λίγο ημιεπαγγελματίες φαφλατάδες. Και γενικά. Λίγο λίγοι· Αλλά στην τελική με γεια σας με χαράς σας. Ρε γαμημένοι. Δεν πειράζει, μπράβο σας. (Εδώ).
  3. Ο ανωμαλάκιας ό διπολικά διαταραγμένος Βασιλακόπουλος πρέπει νά έχει γραφείο τελετών αυτός ή ή γυναικα του ή άλλο στενό συγγενικό του πρόσωπο,αλλιώς δέν εξηγείται ή εμμονή του γιά τόν θάνατο.”θεωρούμε ότι 40 νεκροί είναι οκ”.Κανονικά δέν χαίρεται κανείς όταν πεθαίνει άνθρωπος. Εκτός άν πρόκειται γιά πολύ μισητό πρόσωπο όπως τόν γουρλομάτη,οπότε δικαιολογείται ή φράση “κακό ψόφο νά ‘χει”. (Μακελειό).
  4. Δε το'πιασα.Τι υπονοείς με τις παραπάνω φωτογραφίες;Ότι το μέρος το'καναν μπουρδέλο ή ότι κάποιος ανωμαλάκιας αρέσκεται να..."παίζει" με τα προφυλακτικά;Με δαυτές ζητάς κιόλας την επέμβαση εισαγγελέα; Πες μου,διότι κτυπάω το κεφάλι μου στον τοίχο,για να καταλάβω γρυ.. (Athens Indymedia).
  5. Ένας ανωμαλακιας εδώ μέσα θέλει να φιλάει πόρνες..... Ρε μπαγασες μπας και τις πάτε και για κάνα φαγητό μετά ?? (Μπου).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο Αργίτης. λόγω καλλιέργειας πράσου στην περιοχή. (Δες).

Το Άργος και το Ναύπλιο ανέκαθεν ανταγωνίζονταν μεταξύ τους. Μάλιστα περιπαιχτικά οι Αργείτες αποκαλούν τους Ναυπλιώτες «Κωλοπλένηδες», και οι Ναυπλιώτες τους Αργείτες «Πρασάδες».

Πως βγήκαν όμως αυτά τα παρατσούκλια;

Σύμφωνα με την παράδοση οι μουσουλμάνοι θεωρούσαν βρωμιάρηδες τους «Φράγκους» για μερικούς λόγους, εκ των οποίων οι κυριότεροι ήταν, το ότι έτρωγαν χοιρινό και το ότι δεν καθάριζαν τον κώλο τους όταν πήγαιναν στην τουαλέτα. Το περσικό παρατσούκλι για τους «Φράγκους» γενικά είναι (kun nashu)· κυριολεκτικά «αυτός που δεν πλένει τον κώλο του», δηλαδή ο «μη κωλοπλένης». Οι Aργείτες αποκαλούσαν «κωλοπλένηδες» τους Ναυπλιώτες, λόγω του ότι επισκέπτονταν τα τουρκικά λουτρά και πλένονταν σε αυτά.

Ως αντίποινα οι Ναυπλιώτες αποκαλούσαν τους Αργείτες «πρασάδες», αφ’ ενός γιατί καλλιεργούσαν πολλά πράσα κι αφ’ ετέρου, διότι έτρωγαν το πράσο με το οποίο χτυπούσαν το γαϊδούρι τους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published