Further tags

Το ρήμα "ξεκουλάρω" <ξε+ cool + άρω> σημαίνει ξε-χαλαρώνω. Χρησιμοποιείται για την ανατροπή υπερβολικά "cool", χαλαρών καταστάσεων, προκειμένου να μπει ένα μέτρο, για την αποτροπή ακραίων καταστάσεων χαλαρότητας, που μπορεί να επιφέρουν ακόμη και το θάνατο.

1.Είσαι έξι μέρες μέσα στο σπίτι και μπαφιάζεις. Ξεκούλαρε λίγο, γιατί θα το κάψεις.
2. "Πάμε να κάνουμε μια παρτούζα, να πιούμε 10 ουίσκια, να ρουφήξουμε 3 κοκίτσες, να στανιάρουμε λιγάκι!" "Ξεκούλαρε ρε φίλε, εσύ πριν 2 μέρες ούτε τσιγάρο δεν έκανες"
3. "Γεια σου κούκλα! Και γαμώ τα βυζάκια έχεις! Θες να πάμε μία μέσα.." "Για ΞΕΚΟΥΛΑΡΕ λιγο"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

  1. Έφαγα μπαν γιατι απο μαλακιες στα νιατα μου τελειωσα τη σχολη σε μεγαλη ηλικια (μολις 42) και μετα απλα ηθελα να συνεχίσω να σκατοποστάρω. (Εδώ).
  2. Σκατοποστάρω, αλλά με βίγκαν περιεχόμενο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του σκατοποστάρω, από το αγγλικό shitposting, σημαίνει τη συστηματική ανάρτηση στο διαδίκτυο ποστ με σαχλό, ηλίθιο ή προκλητικό και τρολ περιεχόμενο, προκειμένου μεταξύ άλλων να προκληθούν αντιδράσεις, όπως χαβαλές ή και πολιτικά αποτελέσματα.

Σιτποστάρω ακούγοντας μπλίνκ και βλέποντας αμέρικαν πάι. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ της αγγλικής λέξης negging εκ του negative. Σημαίνει το να χειραγωγώ συναισθηματικά μέσω του να κάνω αρνητικά και υπονομευτικά σχόλια συνεχώς, στο οποίο κολλάνε άτομα με χαμηλή αυτοεκτίμηση, προκειμένου να αποδείξουν την αξία τους.

Τα ρεντ φλαγκς υπήρχαν από την αρχή της σχέσης, ειδικά το πώς σε νέγκαρε, αλλά εσύ δεν τα έβλεπες, γιατί τότε δεν ήσουν ώριμος.

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος της ραπ, από το αγγλικό diss εκ του disrespect, σημαίνει την επιδεικτική επίδειξη ασέβειας (συχνά προς ομότεχνο ράπερ/ τράπερ στο πλαίσιο μπιφ).

Καιρό είχαμε να ασχοληθούμε με κάποιο beef στα της τραπ σκηνής και μας είχε πιάσει μια αγωνία μήπως ξαφνικά έγιναν όλα αγγελικά πλασμένα. Τελικά, τίποτα το αγγελικά πλασμένο δεν υπάρχει, πολλώ δε στην τραπ, όπου μετά την κόντρα του Light με τον Snik, έχουμε μια νέα κόντρα που ξεκίνησε μόνος του ο Light. Ο Sin Boy απάντησε και αφήνει αιχμές για την πορεία του Nerogreco προς την κορυφή.[...] Για το φινάλε, είχε ένα ακόμα πιο επιθετικό στόρι: «Καλά, ο τύπος με ντισάρει στα κομμάτια του και με λέει που…α στα lives του όταν δεν ασχολούμαι μαζί του. Κι όταν βάζω το focus πάνω του κι έρχεται η ώρα να τεσταριστεί γι΄αυτά που είπε, κάνει ότι δε με ξέρει. Είσαι μεγάλη λ…κρα παλιοσκουπίδι». (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αντίδραση σε κάτι που είναι creepy, δηλαδή ύπουλα αηδιαστικό και σιχαμερό.

Έχει κρηπουλιάσει τελείως με το επιθετικό φλερτ του εργοδότη της.

Got a better definition? Add it!

Published

Κάνω full στην πόκα. (Δες).

Φούλιασε κανείς;

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού spooning. Είναι σεξουαλική στάση κατά την οποία ο ερών πηγαίνει πίσω από τον ερώμενο και τον αγκαλιάζει, ενώ βρίσκονται και οι δύο σε πλαγιαστή στάση στο κρεβάτι και διεισδύει από πίσω. Θεωρείται τρυφερή και χαλαρή στάση. Μπορεί να σημάνει και στάση απλής εγκοιμήσεως χωρίς διείσδυση. Η μεταφορική εικόνα είναι από κουτάλια που είναι το ένα πίσω από το άλλο "κουταλιαστά" σε μια κουταλοθήκη.

Την κουτάλιασα για να μπορώ να χαϊδεύω τρυφερά το υπέροχο σώμα της.

Got a better definition? Add it!

Published

Σύνθεση των λέξεων play + παίξε. Έχει τη σημασία του «παίξε».

(Δύο φίλοι παίζουν σκάκι)

-Φίλε,αυτή η κίνηση θέλει πολλή σκέψη...
-Έλα μην αργείς. Πλέξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα που αποδίδει έκφραση του προσώπου, έναν συνδυασμό απογοήτευσης και ειρωνείας, εμπνευσμένη από χαρακτηριστική φωτογραφία του γνωστού βατράχου κέρμιτ από το Muppet Show, την οποία παίρνει κάποιος όταν ακούει κάτι εντελώς άσχετο, χαζό ή ενοχλητικά απροσδόκητο. Χρησιμοποείται κυρίως από άνδρες σε περιπτώσεις χιλόπιτας ενώ όλα δείχναν θετικά.

Χθες το βράδυ γνώρισα μια κοπέλα και μιλάγαμε δύο ώρες, όλα πήγαιναν μια χαρά και την έβλεπα ότι γούσταρε κι αυτή, αλλά όταν της είπα να μου δώσει το τηλέφωνο της μου είπε «έχω αγόρι» και κερμίτιασα άσχημα.

Jim Henson, Kermit the Frog. (από patsis, 15/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified