Κλασική ατάκα από την ανεπανάληπτη ταινία Αλοίμονο στους νέους με τον Δ. Χορν που έγινε έκφραση. Χρησιμοποιείται από μεσόκοπους ή ώριμους άνδρες όταν αναφέρονται σε σεξουαλικές περιπτύξεις τους με πιπίνι(α).

Στο καφενείο:
- Ρε Θανάση κοίτα αυτό το μικρό που περνάει. Α ρε και να το 'βαζα κάτω.
- Και τι θα του έκανες ρε μάυρε, αφού δε μπορείς να πάρεις τα πόδια σου.
- Μωρε ας μου καθότανε και χράτσα - χρούτσα θα το κανόνιζα.
- Σιγά ρε μη σπάσεις καμιά μασέλα.

(από dimitriosl, 19/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επίρρημα: α. Στην έκφραση «παίζω μονότερμα»: σε παιχνίδι με μπάλλα (πχ ποδόσφαιρο) η αντίπαλη ομάδα ήταν καθόλη τη διάρκεια του αγώνα στην περιοχή της δικής μας, κοντά στο δικό μας τέρμα δηλαδή, άσχετα αν έβαλε δεν έβαλε γκολ τελικά. Ήμασταν δηλαδή διαρκώς στην άμυνα και ποτέ στην επίθεση και όλο το παιχνίδι παίχτηκε δίπλα σε ένα μόνο τέρμα.

β. Στην έκφραση «παίρνω κάποιον μονότερμα», η οποία προέκυψε από την παραπάνω: μιλάω ακατάπαυστα και δεν αφήνω τον συνομιλητή μου να αρθρώσει κουβέντα, κοινώς του τα πρήζω.

  1. Ουσιαστικό:
    α. η πίεση που ασκεί η μία πλευρά πριν καλά-καλά προλάβει η άλλη να αντιδράσει.

β. στο σεξ: η συνεύρεση με έναν μόνο παρτενέρ, δηλ το σεξ για δύο και όχι παρτούζα. Επίσης: το μονοπώλιο στην απόλαυση, πχ μόνο τσιμπούκι ή μόνο γλειφομούνι.

1.α.
Τι να πρωτοθυμηθούμε; Το συγκλονιστικό μονότερμα απέναντι στη Λα Κορούνια στη Καλογρέζα επί Κυράστα (το Νοέμβρη του 1999) που δεν επιβραβεύτηκε ούτε καν με νίκη, μιας και μας ισοφάρισε ο Μακάι στο τέλος (1-1) στη μοναδική επίθεση της πιο φορμαρισμένης ευρωπαϊκής ομάδας, εκείνη την εποχή; (από ιστιοσελίδα)

1.β.
Και εμεις εχουμε δικαιωματα φιλε...αλλα δεν παιρνουμε συνεχεια μονοτερμα τους moderators...αμα δεν μας αρεσει κατι, απλα σηκωνομαστε και φευγουμε.
(από φόρουμ)

2.α.
Τουρκικό μονότερμα στο Αιγαίο με παραβιάσεις
Στο γήπεδο ισοπαλία, στο Αιγαίο, Ελλάδα-Τουρκία 0-35. Η «μάχη» συνεχίζεται σχεδόν καθημερινά την τελευταία εβδομάδα και αφού αποχώρησαν από τον ελληνικό εναέριο χώρο τα ΝΑΤΟϊκά ιπτάμενα ραντάρ που περιπολούσαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. («Ελευθεροτυπία»)

2.β.
Μονο Για Σεχ Απο Θεσσαλονικη Για Μονοτερμα Η Διπλο
επικοινωνήστε με τον καταχωρητή
ΚΟΡΙΤΣΙΑ, ΚΟΠΕΛΕΣ ΚΥΡΙΕΣ.ΜΟΝΕΣ ΤΟΥΣ Η ΜΕ ΠΑΡΕΑ.ΜΟΝΟ ΕΜΦΑΝΙΣΙΜΕΣ ΚΑΙ ΚΟΥΚΛΑΡΕΣ.
(από το διαδίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, και μάλιστα κλασσικό, που χρησιμοποιείται αντί του επιθέτου «γυμνός, -η, -ο». Εκφράζει την έννοια «ξεβράκωτος, χωρίς ρούχα».

Η προέλευση είναι άγνωστη, αλλά κατά πάσα πιθανότητα είναι παράγωγο της νηπιακής λέξη «τσιτσί», που σημαίνει κρέας. Το τσιτσί, με τη σειρά του, προέρχεται από τα ιταλικά [ιταλ., cicci. βυζιά/μαστοί].

Ως επίθετο συναντάται με τη μορφή «τσίτσιδος, -η, -ο».

  1. - Σκάμε μύτη που λες στην Ηρακλειά, βρίσκουμε το κάμπινγκ, και με το που πλησιάζουμε στη σκηνή, εμφανίζονται οι μουνίτσες τσιτσίδι, με κάτι θανατηφόρα κορμιά. Και φυσικά, εμείς μένουμε μαλάκες....

  2. - Αυτή η κατάσταση πρέπει να σταματήσει. Δεν μπορεί το Φαληράκι να γίνει άντρο των Βρετανών τουριστών, που γυρίζουν τσίτσιδοι και μαστουρωμένοι, χωρίς καμία αιδώ!

Τσίτσιδοι (από krepsinis, 14/02/09)Τσιτσίδι ποιότητα (από krepsinis, 14/02/09)(από patsis, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified