Το αυτί στα καλιαρντά.
Εξ ου και οκιάζω.
Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!
Επίσης λέγεται και λούπαρα.
Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!
Το αυτί στα καλιαρντά.
Εξ ου και οκιάζω.
Η ετυμολογία είναι παράξενη, μιας και occhio (όκιο) στα Ιταλικά είναι το μάτι!!!
Επίσης λέγεται και λούπαρα.
Καλέ! Τι λουπάρανε τα ιμάντες όκια!!
Got a better definition? Add it!
Το να βάζουμε τα γυαλιά ηλίου, όχι στα μάτια, αλλά στο πάνω μέρος του κεφαλιού μας, πάνω από μαλλιά (ή φαλάκρα), έτσι ώστε να κοιτάζουν στον ήλιο, σαν να είναι ηλιακός θερμοσίφωνας σε ταράτσα σπιτιού.
Αγαπημένη έκφραση Ανίτας Πάνια.
-Εσύ αρχηγόπουλο τι τον θες τον ηλιακό θερμοσίφωνα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επειδή τα μάτια του ροφού είναι χαρακτηριστικά μεγάλα, συνηθίζεται κατά δημώδη έκφραση ως ροφοί να χαρακτηρίζονται ομοίως άτομα με σακουλιασμένα, μεγάλα μάτια και γουρλωτά. Άτομα με αίσθηση μοσχαρίσιας απλανησιάς βλέμματος.
Παράδειγμα: Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, «το μετέωρο βλέμμα του ροφού».
Clopy paste Wikipedia, Mes, Hank, GATZMAN.
- Πώς να δεις το φως, όταν κυβερνά ροφός... (για την περίοδο 90-93, ο λόγος)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified