Further tags

Τρανσφεμινισμός (ή και τρανς φεμινισμός) ονομάζεται ο όρος που έχει αποδώσει η ακτιβιστής και ακαδημαϊκός Έμι Κογιάμα "στο κίνημα των τρανς γυναικών, για την ελευθερία όλων των γυναικών και παραπέρα". Η Κογιάμα αναφέρει ότι το εν λόγω κίνημα είναι ανοιχτό και για άλλα queer και ίντερσεξ άτομα, καθώς και για τρανς άνδρες, μη τρανς άνδρες (cisgender), μη τρανς γυναίκες (cisgender), όπως επίσης και σε όλα τα άτομα που υποστηρίζουν την ανάγκη των τρανς γυναικών ή ατόμων, όπου η υποστήριξη αυτών των δικαιωμάτων τους βοηθά και για τη δική τους απελευθέρωση. Ο τρανσφεμινισμός ορίζεται γενικότερα ως «μία προσέγγιση του φεμινισμού, η οποία προέρχεται από τρανς πολιτικούς». (Εδώ).

Ο τρανς-φεμινισμός (δηλαδή οι τρανς προσεγγίσεις στα φεμινιστικά ζητήματα, ή οι φεμινιστικές προσεγγίσεις στα τρανς ζητήματα) είναι μια από τις πολλές υποκατηγορίες του Τρίτου Κύματος του φεμινισμού. Οι απαρχές του είναι άμεσα συνδεδεμένες με αρκετά από τα υποκινήματα μέσα στον φεμινισμό, ιδιαίτερα τον sex-positive φεμινισμό, τον μεταμοντέρνο / μετα-στρουκτουραλιστικό φεμινισμό, την queer θεωρία και τη διαθεματικότητα. Αυτά τα νήματα του φεμινισμού απομακρύνονται από τη θέαση του σεξισμού ως μια μονοδιάστατη υπεραπλουστευμένη μορφή καταπίεσης όπου απλώς οι άντρες είναι οι τύραννοι και οι γυναίκες οι καταπιεσμένες.

Αντίθετα, αυτοί οι φεμινισμοί αναγνωρίζουν τις πολλές και διαφορετικές μορφές του σεξισμού -τις διακρίσεις που βασίζονται στο βιολογικό ή το κοινωνικό φύλο ή τη σεξουαλικότητα. Παράλληλα με τον παραδοσιακό σεξισμό (όπου οι άντρες θεωρούνται πιο αποδεκτοί από τις γυναίκες) υπάρχει και ο ετεροσεξισμός (όπου οι ετεροφυλόφιλοι θεωρούνται πιο αποδεκτοί από τους ομοφυλόφιλους) και ο μονοσεξισμός (όπου οι άνθρωποι που έλκονται ερωτικά μόνο σε ένα φύλο θεωρούνται πιο αποδεκτοί από τους ανθρώπους που έλκονται ερωτικά σε πάνω από ένα φύλο), και ο ανδροκεντρισμός (όπου οι εκφράσεις αρρενωπότητας θεωρούνται πιο αποδεκτές από τις εκφράσεις θηλυκότητας) κ.ο.κ.

Υπάρχουν κι άλλες μορφές περιθωριοποίησης στην κοινωνία μας, όπως ο ρατσισμός, οι ταξικές διακρίσεις και οι διακρίσεις βάσει αναπηρίας. Όπως έχουν επισημάνει και μη-λευκές φεμινίστριες*, αυτές οι μορφές διακρίσεων όχι μόνο δεν δρουν ανεξάρτητα, αλλά τέμνονται σε διάφορα σημεία και οξύνουν η μία την άλλη. Μια μη-λευκή γυναίκα δεν αντιμετωπίζει τον ρατσισμό και τον σεξισμό ανεξάρτητα. Ο σεξισμός που αντιμετωπίζει είναι συχνά ρατσιστικός και ο ρατσισμός που εισπράττει είναι συχνά σεξιστικός. Αυτή η έννοια της διαθεματικότητας είναι πλέον πολύ αποδεκτή ανάμεσα στ@ς σύχρον@ς φεμινιστ@ς, αν και δεν τη συναντάμε ανάμεσα σ’ εκείν@ς που προσεγγίζουν τον φεμινισμό μονοδιάστατα).

Ο τρανς-φεμινισμός έχει στον πυρήνα του την ιδέα ότι υπάρχουν πολλαπλές μορφές έκφρασης του σεξισμού που τέμνονται μεταξύ τους και με άλλες μορφές κοινωνικής καταπίεσης. (Καμένα Σουτιέν).

Got a better definition? Add it!

Published

Αρχαιόκαυλος τρόπος να αναφερθείς σε δονητή- ντίλντο, καθώς πρόκειται για αρχαία λέξη που σημαίνει δερμάτινο ομοίωμα πέους. Στο ιδίωμα της λεσβιακής κοινότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί, -εκτός από αρχαία και βίντατζ ορολογία-, και ως ένας πολιτικώς ορθός όρος, καθώς θεωρείται ότι ετυμολογείται από το ρήμα ολισθαίνω, οπότε τονίζεται η απαλή και μη κυριαρχική διολίσθηση αντί για την πατριαρχική βίαια διείσδυση σε ένα πλαίσιο που θέλει τη σεξουαλικότητα να απελευθερώνεται από το πατριαρχικό δίπολο διεισδύοντος και διεισδυομένου.

Ο όλισβος επικρατεί ότι προέρχεται από το ρήμα ολισθαίνω. Μια συνειρμική σκέψη. Άμα από την πολύ αρχή η έμφαση ήταν στη διολίσθηση, πώς έφτασε να ξεχαστεί και να επικρατήσει η διείσδυση; Μήπως ο κόσμος βρει ξανά την ισορροπία του όταν επικρατήσει ξανά η διολίσθηση και πάει η διείσδυση από κει που ‘ρθε με ό,τι έχει στοιχίσει στη γυναίκα μέχρι τώρα σε βία. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός τρόπος για να χαρακτηριστεί το κορίτσι με αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου τομ μπόι, το οποίο έχει στερεοτυπικά "αγορίστικη" συμπεριφορά. Θεωρείται πλέον παλαιός κακοποιητικός τρόπος για να χαρακτηριστεί μια λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά.

Τι γυρίζεις όρη σα το σερνικοθήλυκο? Βάλε μια βέστα απάνω σου μια....να νοστιμίσεις τότσο!! (Κερκυραϊκή ποικιλία στο Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, τύπου νταλίκα ή μπουτς, λαχαναγορίτης, νταλικιέρης κ.τ.ό., ενώ από τον 21ο αιώνα η αντίληψη αυτή έχει δώσει τη θέση της στην αναζήτηση πιο εναλλακτικών προς τους αμιγείς πατριαρχικούς ρόλους και εναλλασσόμενων επιτελέσεων με μεγαλύτερη αμοιβαιότητα.

Μην περιμένεις να δεις κάνα ντουβάρι λιμενεργάτη, η Μαρία είναι stylish butch.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γκέι ή λεσβία που δεν έχει βγει από τη ντουλάπα, δεν έχει κάνει άουτινγκ και παραμένει κρυφός/ή, δηλαδή μη ορατός δημοσίως ως γκέι ή λεσβία, με αποτέλεσμα να χρειάζεται ναφθαλίνη, για να μην τον/ην φάει ο σκόρος.

Έκανε ένα ατελές άουτινγκ και τώρα πάλι ναφθαλίνη.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία παλαιάς κοπής τύπου μπουτς ή νταλίκα η οποία αναπαράγει πατριαρχικά στοιχεία αρρενωπότητας, που συνδέονται με συναισθηματική αναισθησία έναντι της στερεοτυπικά θεωρούμενης θηλυκής ευαισθησίας, που μπορεί να έχει η φαμ σύντροφός της, ενώ και στην εμφάνιση έχει χαρακτηριστικά αρρενωπής μυώδους δύναμης και ακαμψίας. Ο όρος αντιπαρατίθεται με πιο σύγχρονες εξελίξεις, όπου οι λεσβίες δεν αναπαράγουν τα πατριαρχικά στερεότυπα, ούτε έχουν σαφείς και πάγιους ρόλους, αλλά πιο εναλλακτικούς, εναλλασσόμενους και με αμοιβαία ευαισθησία.

Σημειωτέον ότι ενώ οι όροι μπουτς και νταλίκα είναι γενικά συνώνυμοι, η νταλίκα δηλώνει μια πιο ελληνική παλαιακή κατάσταση, συνδεόμενη με πιο ακραία αναισθησία και αρρενωπότητα, ενώ η μπουτς, εισαγόμενος όρος από τον αγγλοσαξονικό κόσμο, μπορεί να συνδεθεί με συγκριτικά περισσότερο στυλ και ευαισθησία, ειδικά από τη δεκαετία του 1990. Επίσης, η μπουτς, αν και έχει στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά στην εμφάνιση, δύναται να τα επιτελέσει τον ρόλο της με στυλάτο τρόπο, ενίοτε ακόμη και με λίγες "θηλυκές" πινελιές, καθιστάμενη stylish butch, ενώ η νταλίκα όχι, οπότε η νταλίκα είναι που χαρακτηρίζεται συνήθως ως ντουβάρι.

  1. Η Πέρσα και η Λένα, αυτοπροσδιοριζόμενες ως μπουτς, κατηγορούν τον ανδρισμό της νταλίκας ως ψεύτικο και ανέφικτο. Εδώ η μπουτς διαφοροποιείται καθώς η πρώτη «έχει περισσότερο συναίσθημα» ενώ η νταλίκα «είναι ντουβάρι». — Υπήρχε άτομο, γυναίκα, η οποία ήτανε ντυμένη νταλικέρης με Harley, με αλυσίδες και τέτοια, της έκανες έτσι και σου ‘ριχνε σφαλιάρα χωρίς να κοιτάξει να δει ποιος είναι και στο κρεβάτι ήτανε κοτούλα, πάρε με, μωρό μου, πάρε με. [...] Υπήρχανε κάποιες στιγμές με κάποια ζευγάρια που λέγαμε, ρε μαλάκα, τι είναι αυτό; Και κουβέντα στην κουβέντα πέφταμε σε άτομο, γιατί ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον υπήρχε κάποιος που θα πει, αυτή, αφού πήδηξα την δικιά της και μου είπε ότι την πηδάει και λέω δεν μπορώ να το πιστέψω, να το φέρω σαν εικόνα, να βλέπεις έναν άντρα, τι κάνεις, τι να σε κεράσω, αγάπη και το βράδυ να είναι πάρε με, μωρό μου, πάρε με. Δεν σου κολλάει σαν εικόνα, είναι τα δυο άκρα. (Λένα, 46 χρονών)
  2. Η νταλίκα είναι νταλίκα στο φαίνεσθαι και στο γίγνεσθαι. Ντύσιμο, συμπεριφορά, ομιλία είναι καλούπι. Το μπουτς είναι πιο κάζουαλ, στο κρεβάτι έχει τον αντρικό ρόλο αλλά δεν είναι δεν αγγίζεται. Έχει πιο πολύ συναίσθημα, το άλλο είναι ντουβάρι.
  3. «Παλιότερα ήταν όλες σαν άντρες» ενώ τώρα «δεν φαίνονται», ενώ οι νταλίκες εμφανίζονται τη δεκαετία του 1990 μαζί με τα γυναικάκια τους για να αντιπαρατεθούν με τα «παιδιά», τα πιο απελευθερωμένα και κάζουαλ, που δεν είναι «ντουβάρια» και δεν διαχωρίζονται έμφυλα μεταξύ τους.
  4. Η κυρίαρχη στην πρώτη μεταπολιτευτική φάση αριστερή κουλτούρα δίνει στα τέλη της δεκαετίας του 1980 τη θέση της σε ένα νέο ιδεολογικό πλαίσιο που σηματοδοτούσε την αποδοχή μιας φιλελεύθερης εκδοχής του εκσυγχρονισμού και την προσαρμογή των μαζικών συμπεριφορών σε αυτή. Η στροφή αυτή ήταν περισσότερο έντονη στα αστικά μεσαία-ανώτερα στρώματα και στις νεαρότερες ηλικίες (Βούλγαρης 2008:282), και είναι τα ιδανικά αυτών των τάξεων που κυριαρχούν πλέον στο δημόσιο χώρο. Οι λεσβίες, λοιπόν, οφείλουν να μην είναι «ντουβάρια» όπως οι σύγχρονοί τους άντρες για να προσεγγίσουν ερωτικά μια γυναίκα και να προβάλλουν μια πιο απαλή αρρενωπότητα, δηλαδή περισσότερο πολιτισμένη, συναισθηματική, με καλούς τρόπους, αστική (Γιαννακόπουλος 2006). Με άλλα λόγια τα σύγχρονα ελληνικά, κοινωνικά, ταξικά και πολιτισμικά ιδανικά συνδιαμορφώνονται με την έμφυλη έκφραση των πολιτών της χώρας. Πιο συγκεκριμένα οι αλλαγές στους ελληνικούς ανδρισμούς αντικατοπτρίζουν τις επιθυμητές αλλαγές στην ελληνική κοινωνία.(Όλα τα παραδείγματα από το: Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022).

Got a better definition? Add it!

Published

Άτομο που δεν είναι σαφώς ομοφυλόφιλο, αλλά ψάχνει τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και είναι περίεργο για αποκλίνουσες εμπειρίες. Από την αγγλική λέξη inquisitive.

Το μπαρ μάζευε γκέι, λεσβίες και ινκουίζιτιβ άτομα.

Got a better definition? Add it!

Published

Παλαιακός χαρακτηρισμός για λεσβία τύπου μπουτς με στερεοτυπικά αρρενωπά χαρακτηριστικά, που φέρεται με ιπποτικό τρόπο προς τη θηλυπρεπή παρτενέρ, τύπου γυναικάκι ή φαμ ή μούτζα. Η εν λόγω διάκριση θεωρείται πλέον ξεπερασμένη και του προηγούμενου (20ού) αιώνα, ενώ η επιτέλεση έμφυλων ρόλων σήμερα κρίνεται κάθε στιγμή με περισσότερο απρόβλεπτους, εναλλακτικούς και εναλλασσόμενους τρόπους.

Είναι τζέντλεμαν με το γυναικάκι, στα όπα όπα το έχει.

Got a better definition? Add it!

Published

Η λεσβία, η πλακομούνα, η οποία επιδίδεται στο πλακομούνι.

Άλλοι μας ονομάζουν «πλακωμουνούδες», άλλοι μας χωρίζουν σε «παθητικές» και «ενεργητικές», άλλοι λένε ότι, τουλάχιστον οι «ενεργητικές», έχουν ανεπτυγμένη κλειτορίδα και άλλα πολλά και διάφορα. [...] Το βασικό πάντως στο δεσμό των 213λεσβιών δεν είναι το «κρεβάτι» ο έρωτας ο σαρκικός! Βασικά είναι η ψυχική επαφή, η τρυφερότητα και μετά όλα τα άλλα. Οι λεσβίες έχουν ένα διαχωρισμό: άλλες είναι «κλειτοριδικές» [...] κι άλλες είναι «κολπικές» [...] Φτάνουμε στον οργασμό με τα χάδια, το «γλείψιμο», ακόμα και με την συναίσθηση ότι η μία από εμάς έφτασε ήδη στον οργασμό. (Άννη Σιμάτη, Οι νταλίκες και τα γυναικάκια τους. Θηλυκοί ανδρισμοί και πολιτικές της γυναικείας ομοερωτικής επιθυμίας, Futura, Αθήνα 2022, σ. 154).

Got a better definition? Add it!

Published

Το μπαρ ή μαγαζί όπου γίνονται τζιβιτζιλίκια, δηλαδή φασώματα κυρίως (αλλά όχι οπωσδήποτε αποκλειστικά) μεταξύ γυναικών τζιβιτζιλούδων, με άλλα λόγια το λεσβιάδικο, το λεσβιόμπαρο.

Τζιβιτζιλάδικα, μπορντέλα, στριπτιτζάδικα και λοιπά καταγώγια αλλά και πτυχιούχοι που τους κέρδισε το σανίδι πάνω στο οποίο προσπαθούσαν να τελειοποιήσουν την απόδοση του οργασμού για να την προσφέρουν σε ένα κοινό αποτελούμενο. (Από το Χ).

Got a better definition? Add it!

Published