Έκφραση ολ τάιμ κλάσσικ κατα τα σέβεντις και την ένδοξη δεκαετία, που ακουγόταν στα ουφάδικα και τα ποδοσφαιράκια όταν γίνονται ομηρικές μάχες μεταξύ δύο παικτών ποδοσφαιραq ή τριμπάλου μπιλιάρδου (Γαλλικού).

Στις περιπτώσεις αυτές πλήρωνε μόνον όποιος έχανε και ποτέ ο νικητής. Έτσι μετά από κάθε σετ του παιχνιδιού, ο νικητής με περισσή περηφάνια και με στεντόρια φωνή, και καλούα μονολογούσε: «ο χάνων χύνει».

Υστεριόγραφο: Ολόκληρη η έκφραση ως πρωτοσλανγκίζουσα ήταν: «Ο χάνων χύνει μέταλλο» (κοσάρι). Αφ' ης στιγμής όμως αντικειμενικοποιήθηκε ως αυτόνομος σλανγκισμός, κόπηκε το «μέταλλο» ως ευκόλως εννοούμενον.

- Ρε πστ τι κωλοφαρδία έχεις σήμερα; Κόντρα στο μπανιστήρι και μέσα;
- Χα χα, θα σου περάσει, ο χάνων χύνει!

το μέταλλο (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάποιος είναι άσχετος στο μπιλιάρδο.

- Πάμε πάγκο, ρε παίχτη;
- Θέλει και πάγκο, ο άχρηστος! Ρε άντε σκίσε καμιά τσόχα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκμεταλλεύομαι κάποιον ή σκαρώνω σκευωρία σε βάρος κάποιου. Δηλαδή, τον βάζω να υποστεί τη δεινοπάθηση, να επωμιστεί το βάρος ή τις κυρώσεις/συνέπειες μιας πράξης ή κατάστασης κι εγώ καρπώνομαι τα οφέλη.

Για παράδειγμα, στον «Κόμη Μοντεχρήστο» του Αλ. Δουμά, οι τρεις συνωμότες Νταγκλάρ, Βιλφόρ και Μορέλο πήγαν να παίξουν μπιλιάρδο στην πλάτη του Εδμόνδου Δαντές και να του φάνε τη μεναγκό, χώνοντάς τον ταυτόχρονα στην ψειρού.

Συνήθως προφέρεται εν είδει ξεσπάσματος αγανάκτησης από τον παθόντα: «Μπιλιάρδο στην πλάτη μου, δεν θα παίξει κανείς!»

  1. από εδώ
    Οικονομολόγος δεν είμαι και, για να είμαι ειλικρινής, δεν καταλαβαίνω και όλους τους όρους που διαβάζω. Εκείνο που μπορώ να καταλάβω είναι ότι παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις του Γιώργου ότι «υπάρχουν λεφτά», τέτοια όχι μόνο δεν υπάρχουν, αλλά οι δανειστές μάς «βάζουν» τα δύο πόδια σε μισό παπούτσι. Και όλοι παίζουν μπιλιάρδο στην πλάτη μας.

  2. κι από εδώ
    Όλοι οι ανίκανοι στο υπουργείο παίζουν μπιλιάρδο στις πλάτες των καπνοπαραγωγών χωρίς ντροπή.

Απαράδεκτοι, "Ποιητική βραδιά". Στο 23:03. (από patsis, 22/08/12)

Δες και δίνει πλάτη για τάβλι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά, η αλληλουχία τυχαίων και ασύνδετων μεταξύ τους περιστατικών που οδηγούν αθροιστικά σε ένα απρόσμενο τελικό αποτέλεσμα. Αντί των περιστατικών μπορεί να εννοούνται μη σχεδιασμένες αλληλεπιδράσεις των ιδιοτήτων και των κονέ των εμπλεκόμενων ανθρώπων.

Συνεκδοχικά, ως κόντρα-καραμπόλα μπορούμε να αποκαλέσουμε το αποτέλεσμα όλου αυτού του ντόμινο.

Και οι δύο συνιστώσες λέξεις έλκουν την προέλευσή τους από το χώρο του μπιλιάρδου. Κόντρα σημαίνει, κάπως απλουστευτικά, σύγκρουση μιας μπάλας (ή μπίλιας) με κάποια άλλη, ενώ καραμπόλα είναι το να καταφέρεις, στο γαλλικό μπιλιάρδο, να χτυπήσεις με την μία μπάλα τις άλλες δύο (από τις τρεις που χρησιμοποιούνται συνολικά) με τη σωστή σειρά, κάτι που σου δίνει πόντο.

- Τά 'μαθες; Έφυγε νύχτα κυριολεκτικά ο πουλ μουρ από το ρετιρέ. Τέσσερα νοίκια του σπιτονοικοκύρη, χασάπηδες, μανάβηδες, προποτζήδες, πουτάνες της γειτονιάς, όλοι φεσωμένοι.
- Α πα πα κωλοφαρδία που την έχω! Εγώ το ψυγείο το πληρώθηκα χθες!
- Πώς αυτό;
- Κόντρα-καραμπόλα φάση, πήγα κέντρο για δουλειές αλλά στο δρόμο με πήραν απ' το γραφείο να τους πάω κάτι λίρες συνάλλαγμα για το γιο του συνεταίρου. Μπήκα στην πρώτη τράπεζα που βρήκα και να τος ο λεγάμενος στο ταμείο, να εισπράττει κάνα-δυο τουβλάκια μαλλί. Εννοείται τον άρπαξα απ' τα πέτα το λαμόγιο.
- Μπράβο ρε φίλε, εσύ καθάρισες, ούτε στον παπά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Παίζω πάγκο» κάποιον: είναι όρος του μπιλιάρδου που σημαίνει πως όποιος χάσει θα πληρώσει για τον χρόνο χρήσης του τραπεζιού.

- Σε παίζω πάγκο ένα εννιάμπαλο.
- Όχι πάγκο ρε φίλε, θα με ξεφτιλίσεις και δεν έχω φράγκα. Μισά μισά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified