Όταν κάποιος τα δίνει όλα στο φαΐ, ποτό, γλέντι, τρώει τον αγλέουρα, τα κάνει μπάχαλο όλα, αλλά έχει και την οικονομική δυνατότητα για να κάνει όλα τα παραπάνω!

Προφανώς, από τον εμφατικό τρόπο με τον οποίο γιορτάζουμε οι Έλληνες το Πάσχα. Αναφέρεται και σε τσιμπούσια οικονομικά κτλ.

  1. Και νά 'τανε μόνο ο Ρουσόπουλος! Φαίνεται ότι πολλοί πολιτικοί κι απ΄τα δύο μέγαλα κόμματα κάνανε Πάσχα στο Βατοπαίδι!

  2. Εν μέσω οικονομικής στύσης οι απολύσεις, η ανεργία και οι μειώσεις μισθών πάνε σύννεφο, αλλά οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν τα λεφτά των φορολογουμένων για να στηρίξει τα λαμόγια, ώστε να συνεχίζουν να κάνουν Πάσχα! Πάσχα των ρουμάνων! (Κατά το «Πάσχα των Ελλήνων»).

  3. Ευτυχώς που υπάρχουν λήμματα «Λερναία Ύδρα» σαν το σύσκεψη της Ιρονίκ, κι έτσι οι καβουροσλανγκόσαυροι θα κάνουν Πάσχα και φέτο!

(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα ωραιότερα χαρακτηριστικά της φυλής μας, είναι η γκρίνια και η μουρτζουφλοσύνη. Γενικά παρότι ζούμε σε έναν παράδεισο (για το κλίμα λέω), είμαστε λίγο στραβοί.

Κάποιοι αυτό το χαρακτηριστικό το βρίσκουν αντιεπαγγελματικό, αντιτουριστικό κλπ. Αλλά έχει και την ομορφιά του. Στο κλίμα αυτής της μουρτζουφλοσύνης, εντάσσεται και η παραπάνω έκφραση. Δηλαδή, είμαστε λίγο τσατισμένοι, και πριν (ή κατά την διάρκεια) από τα μπινελίκια, κολλάμε το «...μέρες που 'ναι...». Και δεν θα ήταν σλανγκ, αν λεγόταν μόνο το δεκαπενταύγουστο, ή το Πάσχα ή τα Χριστούγεννα. Έλα όμως που το κολλάμε και κάτι τσαγκαροδευτέρες...

- Ρε Μάστρο-Νίκο, θα βγεις να ρίξεις μια ματιά στο αυτοκίνητο
- Χθες στο παρέδωσα και ήταν ΟΚ!!
- Κάτι ακούγεται από τη μηχανή.
- (μουρμουρίζοντας) Θα μου ζαλίσεις τ' αρχίδια ρε μπινέ, μέρες που ναι...

- Έλα Γιώργο, έφυγε η παραγγελία για Καρδίτσα;
- Το 'παμε και χθες Μαράκι. Με κούριερ.
- Γαμώτη, κι ήθελα να προσθέσεις κάτι φλάντζες για το Κασκάϊ.
- Σου είχα πει να περιμένεις, αλλά δεν ήθελες. - Ναι, αλλά μέρες που 'ναι, παρασύρθηκα η χριστιανή (το Μαράκι είναι τόσο τριβίδι, που δουλεύει μηχανικάτζα σε συνεργείο αυτοκινήτων).
-Δεν μου λες, τι μέρες είναι ρε Μαράκι; - Δύσκολες.....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που ακούγεται μόνο κατά το Πάσχα (και τις επόμενες μέρες ίσως), όταν τσουγκρίζουμε τα χρωματιστά αυγά, τα οποία συνήθως έχουν ένα στενό άκρο («μύτη») και ένα πιο φαρδύ («κώλος»). Είθισται να επιλέγουμε το ίδιο με του αντιπάλου μας, για το ξεκίνημα. Τον ρωτάμε τι προτιμάει, μύτη ή κώλο και αναλόγως τσουγκρίζουμε το αυγό. Μετά, χτυπάμε με ό,τι μας έχει απομείνει.

Ορισμένοι λασκολόγοι διατείνονται ότι από κει βγαίνει το κωλόφαρδος.

- Μύτη ή κώλο;
- Μύτη.
ΤΣΑΚ!
- Νίκησα!
- Τι νίκησες, μου το ξεκώλιασες ρε μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πλέον βλακώδης, η πιο ανούσια, η βλακιστάτη ευχή στα όρια της ευκοίλιας, της τσίρλας και του εμετού μετά από κατάποση πατσά ανάμικτου χοντροκομμένου με ταμπάσκο και σκορδοστούμπι. Εκστομίζεται πρωτίστως στο facebook από άτομα στερούμενα εγκεφάλου που ξύνουν τη μύτη τους με το δαχτυλάκι του «like» και αν τους υποχρέωναν να γράψουν αφιέρωση στο εμπροσθόφυλλο βιβλίου θα έψαχναν για wall. Κατά ριπάς εκτελούμενη βρωμίζει κατ εμέ τον εορτάζοντα και τον προσβάλλει. Τί έχει να χαρεί ο εν εορτή ων ρε μαλακισμένο βούρλο απ' το όνομά του; Να χαρείς με λίγο καλό μπακλαβά δεκτόν. Αλλά να χαρείς το όνομά σου... πώς ακριβώς; Δώσε καμιά οδηγία, έστω σε pdf ρε γαμώτο! Εκεί που νομίζεις πως η βλακεία έπιασε peak εκεί και ξεπροβάλλει σε νέα δυσθεώρητα ύψη.

Σκηνικό: Ντουβάρι φρεσκοσοβατισμένο, που στην μια γωνιά κατούρησε κόπρος.
Ανίδεος βλαξ παίρνει μπογιά και αναρτά κοτσάνα:
«Χρόνια πολλά Μαριέττα-Λωξάντρα-Μελπομένη μου, να χαίρεσαι το ονοματάκι σου».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανηγυριώτικα ή πανηγυρτζίδικα αποκαλούνται απ' «αυτούς που ξέρουν» εκείνα τα λαϊκά άσματα που αποτελούν μίγμα δημοτικού (καγκέλλι κατά προτίμηση), γύφτικου και καθαρού σκυλάδικου.

Οι στίχοι είναι συχνά χειρότεροι και από το σοζέμι, καθώς αποτελούν αληθινά συναξάρια του βίου φορτηγατζήδων, νταβατζήδων, ταξιτζήδων, σουβλατζήδων, σαματατζήδων, αεριτζήδων, μπανιστηρτζήδων κ.ο.κ. Τυπικοί εκπρόσωποι μπορούν να θεωρηθούν καλλιτέχνες όπως οι: Γιωργάκης Τρομάρας, Γιαννάκης Καψάλης, Σοφούλα Βόττα, Τασούλα Βέρρα κ. (άπειροι) ά.

Πήραν την ονομασία τους από το ότι ακούγονται κατά κόρον στα πανηγύρια, όπου αντικατέστησαν τα παραδοσιακά δημοτικά. Ακούγονται επίσης σε σκυλοκαταγώγια της Ομόνοιας, του Μεταξουργείου κ.τ.λ.

Κύρια όργανα: α) σόλο κλαρίνο, β) συνθεζάιζερ κινέζικο για γέμισμα, γ) ηλεκτρική κιθάρα για ρυθμό, αλλά με άθλιο ενισχυτή και άσχετες ρυθμίσεις, δ) ντραμ(ι)ς για φραμπαλά και κέφι, που το χτυπάνε σα γκαζοτενεκέ με κατσαρόλες μαζί.

Κλασικές εταιρείες που εξέδιδαν τέτοια τεχνουργήματα ήταν: ΣΥΜΠΑΝ SOUND, PANIVAR κ.ά.

— Θα 'ρθεις σπίτι τ' απόγε(υ)μα;
— Θα 'ναι κι ο πατέρας σου;
— Ναι, αλλά δεν έχει πρόβλημα.
— Έχω εγώ, όμως! Ακούει όλη μέρα εκείνα τα πανηγυριώτικα και φεύγω με το κεφάλι καζάνι!

Βλέπε και ντηλέυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified