Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Όταν την έχεις ακούσει πολύ με ναρκωτικά ή αλκοόλ και είσαι «αλλού».
Ένα μπουκάλι έχω πιει μόνος μου και έχω κλάσει μέντες.
Got a better definition? Add it!
Ο κατεστραμμένος, συνήθως από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ. Αυτός που έχει κάψει πάρα πολλά εγκεφαλικά κύτταρα με τις παραπάνω καταχρήσεις και φαίνεται στον τρόπο που μιλάει και φέρεται.
Κοίτα ρε τον καμένο! Μόνος του μιλάει, μόνος του γελάει, μόνος του χορεύει. Τι έχει πάρει και κάνει έτσι άραγε;
Δες και κάρβουνο.
Got a better definition? Add it!
Ίδια σημασία με τον καμένο. Ο κατεστραμμένος από τα ναρκωτικά ή το αλκοόλ.
-Εγώ πλέον δεν μπορώ να συνεννοηθώ με τον Κώστα. Αφού είναι καΐλας, άλλα του λέω και άλλα καταλαβαίνει. Δεν του 'χει μείνει κύτταρο για κύτταρο.
Got a better definition? Add it!
Η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ ή ναρκωτικών ουσιών με αποτέλεσμα να υπολειτουργείς.
Σχετικά λήμματα: μπαφοκατάσταση, άραγμα.
-Θα μαζευτούμε απόψε το βράδυ να δούμε τον αγώνα και να λιώσουμε. Είσαι μέσα;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο καμένος, αυτός που έχει καταστραφεί από τις καταχρήσεις (αλκοόλ, ναρκωτικά, τζόγος, ξενύχτια, κτλ)
- Πήρε τηλέφωνο ο Σταύρος 5 φορές όσο έλειπες.
- Τίποτα δανεικά θα θέλει πάλι ο Κατεστραμμενίδης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, που σερβίρει ιδιαίτερα αμφισβητούμενης ποιότητας αλκοόλ. Την επόμενη μέρα δεν προλαβαίνεις να δεις το χάρο με τα μάτια σου, γιατί ξυπνάς τυφλός.
Μη μιλάς δυνατά... Πήγαμε χθες σ'ένα χαροστάσιο... και τώρα είμαι χάλια.
Got a better definition? Add it!
Ονομάζεται ο μεθυσμένος ως «χεσμένος απ' το αλκοόλ».
Πάλι ξέρναγες χθες το βράδι βρε χεζμεντέν!
Got a better definition? Add it!
Πίνω αρκετές ποσότητες αλκοόλ.
- Γκλαγκανίσαμε το πρώτο μπουκάλι και μετά χτυπήσαμε και δεύτερο.
Got a better definition? Add it!
Η κένωση μετά από μεθύσι, νερουλή και με χαρακτηριστική μυρωδιά.
- Φίλε μετά τα χθεσινοβραδινά έχω πάει σήμερα 3 φορές στην τουαλέτα.
- Μπεκροχέσα;
- Άστα να πάνε...
Βλ. και Bud Mud.
Got a better definition? Add it!