Αυτός που μιλάει όλο για το ίδιο πράγμα και μας σπάει τα νεύρα.
Σταμάτα πια. Μας τα έχεις κάνει τόοοοοοοοοσα, σπαζαρχίδη!!!
Αυτός που μιλάει όλο για το ίδιο πράγμα και μας σπάει τα νεύρα.
Σταμάτα πια. Μας τα έχεις κάνει τόοοοοοοοοσα, σπαζαρχίδη!!!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που δεν κάνει τίποτα στη ζωή του και ζει από τα λεφτά της μαμάς και του μπαμπά. Ασχολείται όλη μέρα με το ξύσιμο των όρχεών του. Αντίστοιχο για τις κοπέλες είναι το ξυσομούνα.
- Καλά, αυτός όλη μέρα σπίτι του είναι! Μιλάμε για μεγάλο ξυσαρχίδα!!!
Σχετικά: καναπές, κοπρίτης, κούννος, βοηθός τεμπέλη, κουπούκι, κουραδομηχανή, μαμκακανανύστας, μεξικάνος, μπάζο, χαραμοφάης
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δηλώνει τον τύπο χαμηλού κοινωνικού επιπέδου, εθισμένο στην κουτοπονηριά και στην «στραβή», που, ενώ σε κανονικές συνθήκες θα τον χαρακτήριζες αρχίδι, επιτακτικά και εμφατικά τον αποκαλείς ψωλαρχίδη! (με μετατροπή του ουδετέρου σε αρσενικό ευγενείας και επικλήσεως).
Υπονοεί τον ικανό ειδικώς μόνο για αναπαραγωγή και γενικώς το άχρηστο υποκείμενο.
Συναντάται και με κατάληξη -ας (ψωλαρχίδας) και δηλώνει πέραν των ανωτέρω και μεγαλοπρέπεια.
- Άχρηστος υδραυλικός ο άντρας σου χρυσή μου, όλοι στην γειτονιά το λένε!
- Ασ' τονα μωρέ, τον ψωλαρχίδα...
Got a better definition? Add it!
Ο κλαψομούνης, ο κλαψούρης, κλάψας (και πάει λέγοντας).
σου το ζήτησα και μου έστειλες το τηλέφωνό σου κλαψαρχίδι ; δεν βαρέθηκες να λες τα ίδια και τα ίδια περί ανωνυμίας ή μη στο ιντερνετ.
Η διαφορα ειναι οτι ο Νιοπλιας ειναι ο κλασικος ελληνας κλαψαρχιδης,ενω ο Ολλανδος ειχε αυτον μαγκικο τροπο ομιλιας και επικοινωνιας.
(Από το διαδίκτυο)
Got a better definition? Add it!