Ιδανική κατάσταση για τον στρατιώτη. Τη μία μέρα έχει υπηρεσία, την άλλη είναι εξοδούχος.
- Πως σε πάει η υπηρεσία;
- Πολύ καλά! Μία-μία
Ιδανική κατάσταση για τον στρατιώτη. Τη μία μέρα έχει υπηρεσία, την άλλη είναι εξοδούχος.
- Πως σε πάει η υπηρεσία;
- Πολύ καλά! Μία-μία
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Διάσημο Γαλλικό θέατρο του 20ού αιώνα (1897-1962), γνωστό για τις τρομακτικές, γεμάτες εκπλήξεις και «thriller» παραστάσεις του.
Σήμερα χρησιμοποιείται μεταφορικά για ακραίες και αναπάντεχες καταστάσεις, γεμάτες αγωνία.
- Μαλάκα τι έγινε χθες στο ματς;
- Γάμησέ τα αδερφέ, Γκραν Γκινιόλ εντελώς! Από 2-0 στο 82' μας το γύρισαν στο 2-3 στις καθυστερήσεις, φάγαμε τρελό πακέτο!
Got a better definition? Add it!
πσκ, πουσουκού
Το Παρασκευο-Σαββατο-Κύριακο.
- Θα πάρω άδεια μεθαύριο και θα κάτσω 3 μέρες. - Πουσουκού; Μια χαρά σε βρίσκω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Οι «μύθοι» και ανακριβείς ιστορίες που κυκλοφορούν μεταξυ των φαντάρων.
- Τα έμαθες; Θα γίνει μείωση της θητείας φέτος.
- Έλα ρε αυτά είναι Ράδιο Αρβύλα, μην τα ακούς!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο φευγάτος, ο άλλ' αντ' άλλων.
-Μα τι κάνει αυτός;
-Ας τον, ειναι γεια σου το άτομο...
Got a better definition? Add it!
Στο στρατό μια δύσκολη περίοδος όταν οι άδειες είναι ανύπαρκτες, οι υπηρεσίες πολλές, οι έξοδοι μετρημένες, και παράλληλα η μονάδα είναι σε επιφυλακή, έχει έρθει επίσκεψη κάποιος υψηλόβαθμος και γενικά όλοι τρέχουν πανικόβλητοι.
- Θα πάρεις άδεια αυτόν το μήνα; - Τι άδεια να πάρω, πήραν μετάθεση οι παλιοί, ακόμα δεν έχουν έρθει νέοι, και μεθαύριο έχουμε επιθεώρηση απο τον ταξίαρχο. 'Αστα να πάνε, πίπα-κώλο εμπλοκή...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Άμεσα, απότομα, χωρίς πολλή σκέψη.
Χτές ο Γιάννης πήγε και την έπεσε στη ψύχρα στη barwoman.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να τονίσουμε ότι περνάμε δύσκολες / έντονες στιγμές.
Θα δεις τον Χριστό φαντάρο εκεί που πας!
Got a better definition? Add it!
Ταλαιπωρώ, πρήζω, στριμώχνω.
Δεν πρόκειται να ξαναβγώ με τη Νατάσα, κάθε φορά μου κάνει τα τρία δύο: τη μια δεν της αρέσει το φαγητό, την άλλη το μαγαζί δεν έχει εξαερισμό, δεν πά' να γαμηθεί ν' ασπρίσει, λέω 'γω...
Got a better definition? Add it!
Παλαιομοδίτικη φράση, συνώνυμη με τις εκφράσεις:
κλπ. Εδώ προφανώς υπονοείται το χρώμα του σπέρματος.
Δεν πά' να γαμηθείς ν' ασπρίσεις, λέω 'γω, που ήρθες να μου πεις ότι δεν οδηγώ καλά... Αν δεν σ' αρέσει, να παίρνεις ταρίφα.
Got a better definition? Add it!