Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Υπάρχουν τουλάστιχον δυο καρακλασικές έννοιες:

  • Κόβω (δηλ. τυπώνω) χρήμα, ασκώ πληθωριστική νομισματική πολιτική με κυρίως λαϊκιστικά ελατήρια τ. «το αφεντικό τρελάθηκε», «Τσοβόλα δώσ' τα όλα», κ.ταλ.
  • Όταν ένα κοφτήριο χέζεται στο παραδάκι, βγάζει τρελά κέρδη (αλλά όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι).

Εκ του Λατινικού moneta, το νομισματοκοπείο.

Εκφέρεται κυρίως από άτομα παλαιάς κοπής. Βλ. επίσης το κλασικό τρίπτυχο τση επιτυχίας: μέσο, μονέδα, μουνί.

  1. - Είχαμε το Χολαργό που έκοβε μονέδα, δραχμή συνεχώς, γι’ αυτό και έφθασε ο πληθωρισμός στο 25%...

- Να επιβεβαιωθεί, δηλαδή, επίσημα η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μην κόβει μονέδα κατά το δοκούν και συνεχιστεί ο αδυσώπητος πληθωρισμός.

  1. - ένα φρικωδώς κακόγουστο πλαστικωμένο εικονοστάσι, που κόβει μονέδα μέσω ενός κηροστασίου, που διαθέτει και τεχνολογία αιχμής για να μην καπνίζονται πολύ οι ασβεστωμένοι τοίχο

- Κόβουν μονέδα οι... παραλίες

"Τσοβόλα δώσ\' τα όλα!" (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσταγμα ή προτροπή που προτρέπει τον πλησίον να αφήσει τα δύσκολα μονοπάτια, και να κάνει κάτι ευκολότερο από αυτό των δυνατοτήτων του. Εμπνευσμένο από το γνωστό παιχνίδι μπουλώ (bouleaux) ή αλλιώς γνωστό ως πιλλότα, όπου το να παίξεις τα κόζια ή αλλιώς ατού, δείχνει την σίγουρη και απλή κίνηση.

- Σήμερα άμα πάμε για μπάλα, θα παίξω στόπερ...
- Ρε παίξε κόζια, που θες να παίξεις στόπερ, μέχρι χτες δεν ήξερες τι σχήμα έχει η μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απ’ το ιταλικό trappola: παγίδα, απάτη.

Στη συντριπτική πλειοψηφία των παιχνιδιών με τράπουλα ακολουθείται στην αρχή κάθε παρτίδας η εξής πασίγνωστη διαδικασία:

α) Ανακατεύεται καλά η τράπουλα (κοινώς, τα χαρτιά / φύλλα) από τη μάνα / κρουπιέρη / ντίλερ,

β) Κάποιος από τους υπόλοιπους παίκτες κόβει την τράπουλα, συνήθως σχεδόν στη μέση, δημιουργώντας δυο δεσμίδες και

γ) Η μάνα ενώνει ξανά, αλλά με αντίστροφη σειρά, τις δεσμίδες σε μία, από την οποία μοιράζει στους παίκτες όσα φύλλα και με όποιο τρόπο απαιτεί το εκάστοτε παιχνίδι.

Η τύχη, τουλάχιστον για τους περισσότερους, δεν είναι κάτι στο οποίο μπορείς να εμπιστεύεσαι κάτι με ασφάλεια. Και τα παιχνίδια με την τράπουλα δεν είναι πάντοτε αθώα, ούτε έχουν πάντα σκοπό τη διασκέδαση. Επειδή υπάρχουν μεγάλα μαστόρια στο ανακάτεμα της τράπουλας, το κόψιμο των χαρτιών είναι ουσιαστικά δήλωση του παίχτη που κόβει πως συμφωνεί στη συνέχεια της παρτίδας, ορίζοντας αυτός κι όχι η μάνα, μαζί με την τελική σειρά των φύλλων, την τύχη όλων της ομήγυρης. Από το σημείο αυτό και μετά, θεωρητικά, οι πιθανότητες νίκης είναι αντίστοιχες των ικανοτήτων του καθενός, όμως υπάρχει κι αυτό το «καμένος από χέρι» που βάζει τα πράγματα στη θέση τους.

Εξού, μακριά από την πράσινη τσόχα, οι εξής φράσεις που όλες κυκλοφορούν συνηθέστερα στο γ’ ενικό:

Ανακατεύω την τράπουλα / ανακατεύω τα χαρτιά

Περιγράφει τη θεσμοθετημένη -ρητά ή όχι- δυνατότητα που έχει ο επικεφαλής (ο πραγματικός κι όχι ο κατ’ επίφαση) μιας ομάδας να την αλλάζει, ανακατατάσσοντας τα μέλη της σε άλλες ή νέες θέσεις, άρα και με διαφορετικές αρμοδιότητες και καθήκοντα. Συχνά αντικαθιστά κάποια απ’ αυτά, -άλλοτε σαν τιμωρία, άλλοτε σαν τακτική- βάζοντας στη θέση τους άλλα, που μπορεί και μέχρι τότε να μην ανήκαν σ’ αυτή. Υπονοούνται αφ’ ενός μεν η προφανής πρωτοβουλία των κινήσεων αλλά και μια αναμενόμενη αυθαιρεσία από τη μεριά του επικεφαλής κι αφετέρου, πως θα υποστεί κριτική για τις επιλογές του από τους υπόλοιπους που του την έχουν στημένη.

Αν δεν αναφέρεται σε κάποιο πρόσωπο αλλά σε κάποιο συμβάν, τότε εννοείται μια συνήθως ανεπιθύμητη αλλαγή που γίνεται από ανάγκη προσαρμογής σε νέα δεδομένα οπότε υπονοείται πως κάποιοι το τρώνε και ζορίζονται.

Κόβω την τράπουλα

Περιγράφει τον απόλυτο έλεγχο που έχει κάποιος, κάνοντας φανερά κι ενεργά κουμάντο κάποιους άλλους που απλώς ακολουθούν ή εκτελούν.

Mοιράζω την τράπουλα / μοιράζω τα χαρτιά

Περιγράφει κάποιον που εν είδει θεού, δρα τελείως αυθαίρετα γιατί μπορεί, έχοντας πλήρη έλεγχο του παιχνιδιού που ο ίδιος έχει στήσει. Ενίοτε δρα παρασκηνιακά από μια θέση οργανωτική, συντονιστική αλλά ίσως όχι ηγετική. Οι υπόλοιποι ουσιαστικά είναι πιόνια ή μαριονέτες.

Σε συνδυασμό, οι εκφράσεις επιτείνουν το αυθαίρετο της δράσης του ατόμου. Χρησιμοποιούνται κατά κόρον από τα ΜΜΕ για πολιτικούς, προπονητές, επιχειρηματίες, managers και παραγκο-παράγοντες κάθε είδους και διαμετρήματος.

1.
Ανακατεύει την τράπουλα ο Χιμένεθ. Στην σημερινή προπόνηση της ΑΕΚ, ο Μανόλο Χιμένεθ, άλλαξε τα σχέδια της Πέμπτης (5/5), δοκιμάζοντας ενδεκάδα τελικού, με Δέλλα στην άμυνα. Συνέχισε φυσιοθεραπεία ο Σκόκο.

2.
Δεν υπάρχει κλίμα προγραμματικής ή πολιτικής σύγκλισης της αριστεράς. Το κάθε κόμμα προσπαθεί απλά να καλλιεργήσει τον κήπο του. Τώρα έχουμε και την καινούργια προσπάθεια του Μπερτινότι, που προσπαθεί να συναντηθεί με τα κινήματα. Αλλά φαίνεται ότι ανακατεύει τα χαρτιά μόνος του. Ο Μπερτινότι αρνείται να διαλύσει το κόμμα του, άρα δεν μπορεί να επανιδρύσει τίποτα. Μέχρι τις εκλογές η αριστερά και η κεντροαριστερά δεν πρόκειται να πούνε τίποτα.

3.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η κρίση, ανατρέποντας κοινωνικές και οικονομικές ισορροπίες, ανακατεύει την τράπουλα και στο πολιτικό επίπεδο. Αυτό είναι ορατό διά γυμνού οφθαλμού και στην ελληνική περίπτωση, έστω κι αν η κατάληξη των σχετικών διεργασιών είναι άδηλη.

4.
Ο Γ. μου λοιπόν αρχηγός, μπροστάρης, κόβει την τράπουλα εκ πρώτης όψεως. Εκείνος αποφασίζει τι παιχνίδι θα παίξουμε, μιλάει πρώτος, ηγείται.

5.
Μοιράζει την «τράπουλα» ο Μαρινάκης με το ρευστό που διαθέτει!! Ο νέος μεγαλομέτοχος του Ολυμπιακού παίζει μόνος του στην «παρτίδα» και μοιράζει φράγκα δεξιά κ αριστερά εκμεταλλευόμενος την έλλειψη διάθεσης αλλά και την ανυπαρξία των υπολοίπων!

6.
Υπάρχει η μαφιοκρατία που θέτει τους δικούς της όρους, οι λέσχες Μπίλντερμπεργκ, οι Σόρος και τα Νταβός. Υπάρχουν και οι ανεξέλεγκτοι μη εκλεγμένοι σύμβουλοι, αυτοί που κρύβονται πίσω από τις κουρτίνες όταν συνεδριάζουν τα υπουργικά συμβούλια, όπως ο Κίσιντζερ – οι ΥΠΕΞ στην Αμερική έρχονται και παρέρχονται, ο Κίσιντζερ όμως εκεί, απέθαντος και κατσικωμένος στις πτέρυγες τού Λευκού Οίκου, μοιράζει τα χαρτιά.

7.
Ποιος είναι ο Πφιτς; Αποτελεί την κλασική μορφή του πιστού υπηρέτη που προοιωνίζεται ωστόσο την έλευση της νέας κοινωνικής τάξης πραγμάτων. Διότι θυμοσοφικά περιπαικτικός, ο υποτακτικός ακόλουθος αναδεικνύεται σε πραγματικό πρωταγωνιστή που κόβει και μοιράζει τα χαρτιά, καθώς κλονίζει με την ανατρεπτική του ματιά την ασφάλεια των παραδεδομένων.

(το 4 από περιοδικό, τα λοιπά από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση προέρχεται κατά βάση από την πόκα, αλλά λέγεται και σε όλα τα παιχνίδια του τζόγου. Σλανγκ τζογαδόρικη, αναφέρεται στο σβήσιμο (ποντάρισμα ολικό) του μεγάλου χαρτονομίσματος ή του κόκαλου. Για παράδειγμα, θέλω να ποντάρω 60 ευρώ, αλλά κρατάω ένα εκατόευρο. Αντί να πάρω τα ρέστα από το εκατόευρο, προτιμάω να αυξήσω το στοίχημα, ποντάροντας και τα 40 ευρώ.

Πιο συγκεκριμένα, το σβήσιμο συμβαίνει για λόγους :

-βαρεμάρας : ποντάρει κάποιος π.χ. 5 ευρώ, και επειδή η μικρότερη μάρκα που έχω είναι δεκάρα, βάζω την δεκάρα, και δηλώνω ότι πάει για 5 ευρώ (όσο είναι το ποντάρισμα). Στην επόμενη γύρα, και ενώ όλοι έχουν πάει ντούκου, δηλώνω «να σβήσει», δλδ ποντάρω άλλα 5 ευρώ και ρίχνω μέσα όλη τη μάρκα (ενώ θα μπορούσα να πάω ντούκου, και να πάρω τα 5 ευρώ ρέστα, που εν τω μεταξύ έχουν μαζευτεί από τα λεφτά των άλλων παικτών).

-ψιπι : ποντάρει κάποιος 5 ευρώ, έχω πάλι μάρκα μεγάλη (π.χ. 25ευρη) και ακολουθώ στα πέντε. Στην επόμενη γύρα ο ίδιος αντίπαλος ποντάρει άλλα πέντε. Αντί να ακολουθήσω, λέω «να σβήσει», κάνοντας ρελάνς, ανεβάζοντας δλδ το ποντάρισμα στα 20 ευρώ. Το σβήσιμο εδώ δείχνει σιγουριά, αλλά μπορεί να κρύβει και την μπλόφα.

-αρρώστιας : ως γνωστόν οι τζογαδόροι δεν υπολογίζουν τα λεφτά, και προτιμάνε πολλές φορές να παίξουν ακόμα και τα ρέστα, για το δικαίωμα στο όνειρο... Αυτό που συμβαίνει είναι ότι άμα βγει το χαρτονόμισμα από την τσέπη, συνήθως σβήνει στο συντομότερο υπάρχον στοιχηματικό γεγονός...

(σε προποτζίδικο)
- Το λοιπόν, γράφε...
- Λέγε...
- Μπραουνσβάϊγκ Χ, τρομσντάλεν 1, Μαγιόρκα 2 και κλείνει το παρολί με το διπλό της Ουντινέζε. 48 ευρώ.
- Έφυγε.
- Άλλο τώρα. 30 ευρώ σε Μπαρτσελόνα, Ρεάλ, Γιουβέντους, Ρόζεμποργκ και Πόρτο. Και καλά είναι για μεσημέρι.
- Σύνολο 78 ευρώ.
- Φτου, κατοστάρικο κρατάω.
- Δίνω ρέστα;
- Γιατί ρε θες να μου χαλάσεις την τύχη μου;
- Με το παρδόν...
- Να σβήσει με τυχαία επιλογή, τρία νούμερα από δύο ευρώ, σε έντεκα κληρώσεις. - Ναι, γιατί τα ρέστα πιάνουν και χώρο στην τσέπη..
- Κοίτα ένα μπούστη ρεεεεε... Ρε θα πηγαίνω στον Καπελάκια ρε να παίζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβλαδόρικη έκφραση, που λέγεται ταυτόχρονα με το κλείσιμο του δικάπακου εξάπορτου, όταν εγκλωβίζονται μέσα σ’ αυτό ένα ή περισσότερα πούλια του αντιπάλου και ο αντίπαλος μένει μαγκωμένος κι ανήμπορος στη γωνίτσα του, ενώ ο εξαπορτούχος του σφίγγει σιγά-σιγά τον κλοιό, ώσπου να τον «φάη» εν τέλει.

Εξηγείται ότι πρόκειται μόνο για δικάπακο (δηλ. πόρτες-πλακωτό όπου χρειάζονται κατ’ ελάχιστον two to tango για να κάνεις «πόρτα», είτε με δικά σου πούλια είτε με ένα τουλάχιστον δικό σου κι ένα του αντιπάλου πιασμένο), διότι στο μονόκουκκο ή μονόπορτο παιγνίδι της «φεύγας», μπορείς να κάνεις εξάπορτο μεν, αλλά δεν μπορείς να «φας» τα πούλια του αντιπάλου.

Προφανώς αποτελεί παρομοίωση προς το στρίμωγμα του συμπαθούς –πλην πονηρού– ζωακίου στην φωλίτσα του, από κανά πιο ζόρικο ζώο. Άλλωστε κι άλλα ζώα π.χ. ο αστακός και το χταπόδι, όταν απειλούνται, χώνονται ολοένα και βαθύτερα στο θαλάμι τους, με αποτέλεσμα πολλές φορές να την πατάνε και να γίνεται ο τάφος τους. Ίσως όμως και να προέρχεται από την παροιμία «ο θάνατος της αλεπούς είναι της κότας ζήση».Ποιος μύτη;

Λέγεται και «θάνατος της αρκούδας», αλλά μάλλον πρόκειται για σύμφυρση με την αργκοτική έκφραση – ομπρέλα της αρκούδας = πάρα πολύ (π.χ. ξύλο, χώσιμο, γαμήσι, κρύο, ύπνος κλπ / βλ. και ιταλ. di brutto).

Έτσι και κάτσει όμως καμιά γκέλα στον εξάπορτο και αναγκαστεί να «τσακίσει» (δηλ. να χαλάσει το φρούριό του – έκφραση δανεική απ’ το βορειολλαδίτικο χαρτοπαίγνιο «μπουρλότ») και ν’ αφήσει δίοδο στον αντίπαλο, τότε ο τελευταίος την πουλεύει ψέλνοντας με χαρά το «Αναστάς ο Ιησούς» κλπ (μέρες που είναι)...

- Τώρα θα φέρω τις εξαιρετικές (Σ.Σ. εξάρες) μου, να την κάνω από δωμέσα!
- Ασσόδυο σου κάνει;
- Ωωωωχχχ! Δε με βλέπω καλάααα!
- Ώπα της, διόδια (Σ.Σ. διπλές)! Δυο στο πεντάρι και δυο στο εξαράκι σου. Ετοιμάσου τώρα για τον θάνατο της αλεπούς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσθήκη στον άλλο ορισμό σχετικά με την προέλευση του όρου.

Προέρχεται από τα διάφορα χαρτοπαίγνια (όπως π.χ. το στούκι) όπου, όταν έρθει η σειρά κάποιου να πάρει φύλλο, έχει δικαίωμα να το κάψει, δηλαδή να μην το χρησιμοποιήσει και να τραβήξει ένα καινούργιο.

  1. Άρα καμένο χαρτί είναι εκ πρώτης το εντελώς άχρηστο φύλλο, αυτό που δεν έχει καμία πιθανότητα να οδηγήσει σε κάτι θετικό.

  2. Επίσης ο τελειωμένος, η ανίατη περίπτωση.

  3. Σχετική έκφραση: καμένος από χέρι

Προέρχεται από την περίπτωση που κάποιοι πολύ χαρντκόρ τζογαδόροι, κυρίως για λόγους εντυπωσιασμού και σπασίματος του τσαμπουκά των συμπαικτών τους, όταν έρθει η σειρά τους να πάρουν φύλλο, καίνε το πρώτο από χέρι, δηλαδή καίνε το φύλλο που θα τους πέταγε η μάνα ενώ βρίσκεται ακόμα στα χέρια της, χωρίς να το δουν.

Σημαίνει λοιπόν ότι κάτι είναι καταδικασμένο εξ' αρχής, πριν ακόμα ξεκινήσει. Να μη συγχέεται με το «καμένος» «από χέρι», που είναι μεν παρεμφερές, αλλά όχι εντελώς ίδιο. Βλ. παράδειγμα 3 για ειδοποιό διαφορά.

  1. Εικοσιμία: Η μάνα μοιράζει πρώτο φύλλο (κλειστό) στον Αντρέα. Ο Αντρέας το κοιτάει. «Το καίω» λέει. Η μάνα το παίρνει κλειστό, το βάζει στην άκρη και του δίνει καινούργιο.

  2. - Ρε, μην ασχολείσαι με τον Κάστορα! Είναι καμένο χαρτί.
    - Τι να κάνω ρε Κώστα; αφού τον λυπάμαι...

  3. Το εγχείρημα ήταν «καμένο από χέρι» (δηλαδή ξέραμε από την αρχή ότι θα αποτύχει).

Ο Μήτσος είναι «καμένος» «από χέρι» (δηλαδή το 'χει κάψει εντελώς).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεγόταν τουλάχιστον τη δεκαετία του '60, τουλάχιστον στην Αθήνα, από τ' αγόρια που έριχναν αμάδα ή χαρτάκια.

Η φράση εξασφάλιζε ότι ο ειπών θα 'παιζε οπωσδήποτε τελευταίος, οπότε, αν οι άλλοι είχαν φέρει την αμάδα ή το χαρτάκι τους πιο κοντά στον τοίχο, θα μπορούσε να κάνει τζαν και το ρίξιμο να ξαναρχίσει. Όταν κάποιος έλεγε την παραπάνω φράση, όποιος προλάβαινε έλεγε «υπολείπων όλους», έριχνε συνεπώς προτελευταίος. Τέλος, όποιος τρίτος προλάβαινε, έλεγε «όλους» κι έπαιζε αντιπροτελευταίος.

Αντίστροφη ήταν η σειρά στο κυρίως πιάτο. Ο πρώτος στο ρίξιμο της αμάδας μάζευε απ΄όλους κι έριχνε και πρώτος τα χαρτάκια. Ό,τι ερχόταν από την καλή πλευρά, δικό του. Όσα μένανε πήγαιναν στο δεύτερο, κλπ.

«Σώνει υπολείπων όλους», φώναξε πρώτος ο Χλέπας.
«Υπολείπων», πρόλαβε να πει ο Τούρκος.
«Όλους», έκλεισε ο Βλαχάδερας.
«Πετράκη, ρίξε πρώτος», ορμήνεψε ο Τούρκος. «Εσύ δεν πρόλαβες να πεις τίποτα».

Δημήτρης Φύσσας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση ολ τάιμ κλάσσικ κατα τα σέβεντις και την ένδοξη δεκαετία, που ακουγόταν στα ουφάδικα και τα ποδοσφαιράκια όταν γίνονται ομηρικές μάχες μεταξύ δύο παικτών ποδοσφαιραq ή τριμπάλου μπιλιάρδου (Γαλλικού).

Στις περιπτώσεις αυτές πλήρωνε μόνον όποιος έχανε και ποτέ ο νικητής. Έτσι μετά από κάθε σετ του παιχνιδιού, ο νικητής με περισσή περηφάνια και με στεντόρια φωνή, και καλούα μονολογούσε: «ο χάνων χύνει».

Υστεριόγραφο: Ολόκληρη η έκφραση ως πρωτοσλανγκίζουσα ήταν: «Ο χάνων χύνει μέταλλο» (κοσάρι). Αφ' ης στιγμής όμως αντικειμενικοποιήθηκε ως αυτόνομος σλανγκισμός, κόπηκε το «μέταλλο» ως ευκόλως εννοούμενον.

- Ρε πστ τι κωλοφαρδία έχεις σήμερα; Κόντρα στο μπανιστήρι και μέσα;
- Χα χα, θα σου περάσει, ο χάνων χύνει!

το μέταλλο (από perkins, 12/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασυζητητί, εγγυημένα, κάτι παραπάνω από σίγουρα (με τη μορφή επιρρήματος ή επίθετου).

Παλαιός ορισμός της χαρτοπαικτικής διαλέκτου που χρησιμοποιείτο αντί του ελληνικού « αβλεπί », προερχόμενο δε απ' το Γαλλικό «sans voir» (=χωρίς να δω).

Στην ορίτζιναλ εκδοχή του, αφορά το πρώτο ποντάρισμα στα παιχνίδια της πόκας, πριν δουν τα φύλλα τους οι παίκτες, αλλά και σαν ψαρωτικό αντίδοτο σε υψηλό ποντάρισμα ενός παίκτη, πριν ανοίξει ο ντίλερ το τελευταίο φύλλο στο ντεκ. Ήταν πιο συνηθισμένο, σαν έκφραση, στα κυριλέ τραπέζια της υψηλής κοινωνίας (και καλά), με την απαιτούμενη αξάν, σιρμάν (sûrement = βεβαίως). Απευθείας εισαγωγή απ' τα καζινό του Μονακό στο δικό μας Mont Parnasse (σε λίγο θα εμφανιστεί κι ο Κωσταντάρας με την Κοντού, καρφώθηκα!).

Αργότερα μεταπήδησε στο χρηματιστήριο για «προοπτικές» και πάρε - δώσε μετοχών. Είναι συνηθέστερο δε σαν απάντηση διαβεβαίωσης, για περιπτώσεις που απαιτείται μια (στοιχειώδης έστω) πρόβλεψη-πρόγνωση.

Συνώνυμα: αβλεπί, γκαραντί, στάνταρ.

  1. - Τέτοια παιχτούρα και να χαραμίζεται στο πρωτάθλημα της ψωρογιώργαινας;
    - Από του χρόνου τον βλέπω σε καμιά πριμέρα και βάλε.
    - Σάνβουαρ!

  2. - Μάστορα, μου τσιμπάει λαδάκια, βγάζει μπλε καπνό απ' την εξάτμιση κι ανεβάζει θερμοκρασίες.. Πάμε για φλάντζα;
    - Σάνβουαρ! Μη σου πω και ρεκτιφιέ...

(από granazis, 27/04/10)(από granazis, 27/04/10)Στο 7:00. (από patsis, 21/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified