Selected tags

Further tags

Παράφραση του όρου κόζα νόστρα (= δικό μας πράμα, cosa nostra στα ιταλικά, όρος που δηλώνει την ιταλιάνικη μαφία). Η παράφραση στόχο έχει την στηλίτευση των απανταχού καραγκιόζηδων της νύχτας που μεγάλο τους όνειρο είναι να μοιάσουν με κλασικό μαφιόζο. Η εμφάνισή τους στηρίζεται στην αρχή "τα ράσα κάνουν τον παπά". Είναι τύποι της απόλυτης επίδειξης (μόστρα), συνδυάζουν με μοναδικότητα το λούσο με τη μαγκιά, την ντομπροσύνη με το ξεπούλημα, την ευγένεια με το αιματοκύλισμα. Είναι παληκάρια με περήφανες μανάδες, τσούλες γκόμενες, και υψηλούς οικονομικοκοινωνικούς στόχους στη ζωή. Αν δεν κοιτάζονται στον καθρέφτη ή δεν μιλούν στο κινητό την ώρα που πηδάνε, πηδάνε καλά, βάσει κανόνων πάντα.

Η κυρα Ντίνα είναι πολύ περήφανη για τον γιο της. Νιώθει ότι έχει έναν πραγματικό άντρα στο σπίτι της. Πού να ήξερε ότι ο μαλάκας της είναι σκέτη κόζα μόστρα, είναι μπλεγμένος στα σκατά και χρωστάει τον κώλο του σε πρέζες, όπλα, δικηγόρους και δεν ξέρω τι άλλο.

Got a better definition? Add it!

Published

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονορούφι. Το λέμε για ποτά, κυρίως για σφηνάκια.

(ακριβώς πριν πιει η παρέα το σφηνάκι)
- Άντε παιδιά άσπρο πάτο!

Got a better definition? Add it!

Published

Τεχνικός όρος στην διάλεκτο των μπουρδελιάρηδων, για τις δύο βασικές υπηρεσίες που προσφέρει μια κορασίς σε ένα στριπτητζάδικο. Το θέμα έχει περιγραφεί επαρκώς στο λήμμα «χορός, ο». Απλώς, να πω ότι ο τεχνικός όρος του φαινομένου είναι «πουτό-χουρός», όπως το προφέρουν με βαριά ανατολική προφορά οι κορασίδες. Και πως υπάρχει ένα δίλημμα ποια από τις δύο υπηρεσίες θα προτιμήσει ο στριπτητζόφιλος, αν και τις δύο, με ποια σειρά κ.ο.κ. Με λίγα λόγια το «πουτό-χουρός» υπήρξε το μεγάλο δίλημμα του Νεοέλληνα στα '90ς και '00ς, όπως το «Κιθαρίστας ή ντράμερ;» του Γιοκαρίνη το μεγάλο δίλημμα των '80ς.

Γενικά, είναι αξιοσημείωτο ότι ο χουρός είναι πιο φτηνός, και με κάτι εξτρά περιλαμβάνει και το περίφημο φραπέ. Ενώ το πουτό είναι γενικά πολυέξοδο και άχρηστο. Οπότε δεν θα έπρεπε να υπάρχει δίλημμα. Πλην πολλοί το σκέφτονται σύμφωνα με την αρχή του Αριστοτέλους ότι ο σκοπός κάθε όντος είναι η ειδοποιός διαφορά του. Και το πουτό είναι ακριβώς η ειδοποιός διαφορά του στρηπτιτζάδικου απ' το μπορντέλο (που θα μπορούσες εξαρχής να είχες πάει). Οπότε γενικά το δίλημμα παραμένει, ή μπορεί να λυθεί πραγματώνοντας και τα δύο σκέλη, εις βάρος βέβαια της τσέπης.

Συνώνυμα: «Κεράσει πουτό καυλιάρη;» (εντάξει, λέγεται μόνο από τις πλέον χυδαίες και ανένταχτες των κορασίδων, απλώς έχει μείνει ως πάγια έκφραση).

Τα κορίτσια όμορφα αλλά λίγο με υφάκι και σπασαρχίδες για να τις πάρει κάποιος με το ζόρι για χουρό ή πουτό.
(από το γνωστό bourdela.tv)

Λίλιαν! (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά: χρησιμοποιείται για να κάνουμε αντιληπτή στους άλλους την βλακεία που έκανε ένα τρίτο πρόσωπο.

Ειδικά: μπορούμε επίσης να το πούμε αναφερόμενοι (σε αγώνες π.χ. ποδοσφαίρου στο γήπεδο) σε παίκτη που κάνει την μπαπατάτα του είτε μένει άπρακτος στον αγώνα, έτσι ώστε να δείξουμε πως έχει καταντήσει μπαρ!

Παρατήρηση: ο αριθμός αλλάζει ανάλογα με το νούμερο του παίκτη.

- Κοίτα να δεις που θα το χάσει...
- Μπα δεν νομίζω, είναι σχεδόν μόνος του με το τέρμα...
- Άουτ!
- Στο 'πα, αυτός κοιμάται όρθιος σήμερα!
- Μια σαμπάνια στο 4 ρε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ρίμα και ρυθμό που εκστομίζεται (και καλά) από ένα εργαζόμενο κορίτσι προς τον πελάτη της για να του πει πως, την κούρασε μεν με τις απαιτήσεις, τα βίτσια του, τα σέα του και τα μέα του, αλλά στο τέλος την αποζημίωσε με το παραπάνω, κάνοντας όλη την προσπάθεια να αξίζει.

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιεί όποιος, από φιλότιμο ή από υποχρέωση, αναγκάστηκε να κάνει μια υπερπροσπάθεια για να ικανοποιήσει κάποιον και, λίγο πριν οι κόποι του του βγουν ξινοί, ο ευεργετημένος τον επιβράβευσε αρκούντως, επιφέροντας μιας μορφής δικαιοσύνη.

Ρητορική συμβουλή: χρησιμοποιείστε ελαφρώς ξενική προφορά για καλύτερα αποτελέσματα.

- Λοιπόν, σου έχω εδώ τρεις παλιές πτυχιακές με πάνω-κάτω το ίδιο θέμα, τους ισολογισμούς όλου του κλάδου των τελευταίων δύο ετών και δύο γίγκα κλασική μουσική να χαλαρώσεις και να καθήσεις να γράψεις. Τίποτις άλλο;
- Τίποτα ρε αδερφέ, και πολλά έκανες. Κι εγώ όμως ε; Τι σου έχω; Τσίμπα μια πρόσκληση για τον Τερζή που σ' αρέσει με μπουκάλι σπέσιαλ και ξηρακαρπά κομπλέ που κέρδισα στο ραδιόφωνο! Σωστός;
- Σοβαρά μιλάς; Καλά, τώρα μ' έφτιαξες! Με ίδρωσες αλλά με πλήρωσες! Χαλάλι σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινωνικό φαινόμενο που εκφράστηκε επιτέλους με τη δική του λέξη. Πρόκειται για τη γενναιόδωρη συμπεριφορά κάποιου κυρίου ώριμου, σοβαρού, ευκατάστατου και ευχάριστου προς κάποια ή κάποιες πιτσιρίκες λεπτές, εμφανίσιμες και ευγενικές ή, για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, ενός μαλάκα που πληρώνει προς κάποιες τσουλίτσες που συνειδητοποίησαν ότι το νιμού τους είναι το σταθερότερο νόμισμα σ' αυτήν την κωλοκοινωνία.

Η διαφορά με την ορίτζιναλ τσούλα είναι ότι οι επί χορηγία γκαυλίτσες κατά κανόνα δεν φτάνουν στο σεξ με τον χορηγό τους. Αυτό που συμβαίνει είναι πάνω-κάτω το εξής:

Ο χορηγός είναι άνθρωπος στα δεύτερα -άντα, όχι ιδιαίτερα εμφανίσιμος, με ένα σημαντικό εισόδημα, όχι όμως απαραίτητα πλούσιος. Έχει μια δουλειά συνηθέστερα δική του ή είναι ένα medium στέλεχος σε εταιρεία. Μπορεί να είναι παντρεμένος, αλλά συνήθως είναι οικογενειακά και συναισθηματικά μόνος. Γουστάρει την παρέα νέων και όμορφων γυναικών γύρω του (ποιος θα τον κατηγορήσει γι' αυτό άλλωστε) και του αρέσει να την επιδεικνύει στα νυχτερινά μαγαζιά και στον κοινωνικό του περίγυρο. Γι' αυτόν τον σκοπό φέρεται πλουσιοπάροχα και αρχοντικά σε γυναίκες όπως π.χ. σερβιτόρες καλών παραλιακών μαγαζιών, φίλες φίλων, υφισταμένές του, καλώντας τες αγεληδόν για τραπέζια σε πανάκριβα εστιατόρια, πρωτοκλασάτα σκυλάδικα και τα παρόμοια. Εκεί δεν φείδεται εξόδων και πουλάει κιμπαριλίκι. Ωστόσο δεν απλώνει χέρι. Αρκείται στο να καυλαντίζει την θηλυκή του παρέα, να τους πετά λουλούδια, να απολαμβάνει τα απορημένα και ζηλόφθονα βλέμματα των πτωχών πλην τίμιων ψωλαράδων του μαγαζιού και στο τέλος να χώνει βαθιά το χέρι στην τσέπη.

Οι χορηγούμενες, από την άλλη, απολαμβάνουν τα εξής προφανή πλεονεκτήματα:
1. Τρώνε-πίνουνε τζάμπα σε μαγαζιά απλησίαστα για τα οικονομικά τους.
2. Κάνουνε το χαβαλέ μεταξύ τους.
3. Κάνουν το εφέ στα πλήθη.
4. Μπορούν να χτυπήσουνε και κανένα τεκνό, αρκεί να το κάνουν διακριτικά λόγω χορηγού.
5. Ανεβάζουν το κασέ τους για τον γκόμενό τους, τον μελλοντικό ή και τον νυν (ναι, μερικές έχουν και δεύτερο μαλάκα, τον πιο φτωχό, δεμένο στο μουνί τους).
6. Δεν κάνουν σεξ με το μπάζο που τους πληρώνει, συνεπώς ούτε νιώθουν ούτε μπορεί κανείς να τις χαρακτηρίσει πουτάνες τελειωμένες. Άντε να του κάνουν μια τρυφερή αγκαλιά, να του δώσουν δυο φιλάκια παραπάνω στο μάγουλο, να τον χορέψουν λίγο στην πίστα και να του πουλήσουν και έναν θεατρινισμό στο τέλος της βραδιάς για το πόσο καλά πέρασαν και πόσο τους θα τους λείψει μέχρι την επόμενη φορά.

Αν και εύκολα κάποιος (όπως ο γράφων) χαρακτηρίζει ένα τέτοιο άτομο μαλάκα με την έννοια του γελοίου θύματος, είναι ελαφρώς συνταρακτική η απόγνωση που μπορεί να κρύβεται πίσω από τέτοιες συμπεριφορές των ανδρών (για γυναίκες δεν κατέχω). Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι στην επαγγελματική πουτανιά υπάρχει μια υποκατηγορία του call-girl που λέγεται girlfriend και προσφέρει, εκτός βέβαια του σεξ, και όλες τις ανωτέρω υπηρεσίες.

- Χθες στα μπουζούκια πέτυχα τ' αφεντικό σου. Τι ιστορία είναι αυτός;
- Γιατί;
- Έτσι σκατόφατσα και τριαξονικό που τον γνώρισα στο γραφείο, πού να φανταστώ ότι έχει τόση πέραση στις γυναίκες!
- Καααλά.
- Ναι ρε σου λέω! Τέσσερις είχε στο τραπέζι, κι όλες μία και μία. Στην αρχή σκέφτηκα θα πήρε κανένα μπόνους και σήκωσε μισό πρακτορείο call-girl, αλλά μετά στάμπαρα αυτήν την πουτσανάφτρα την Πόπη την μπαργουμάνα.
- Στην χορηγία τα έχει τα τσουλάκια ρε, μην ψαρώνεις. Αυτές κι άλλες τόσες κυκλοφορεί και δεν τον έχει φορέσει σε καμιά. Βίτσια είναι αυτά, τι να πεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Got a better definition? Add it!

Published

Το ποτό που τα σκάει γρήγορα και άγρια.

Βλ. τεκίλα, σαμπούκα-καλούα, βότκα-γιαγκερμάιστερ, τζακ-ντραμπούι κτλ.

- Τι να πιώ να γίνω ρε μαλάκα;

- Ρε, πάρε βοτκα-γιαγκερμάϊστερ, κάνει μια χημική ένωση που δεν τη μεταβολίζει ο οργανισμός και τα σκάει.

- Ποτό με αρχίδια δηλαδή ε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάω να κοιμηθώ.

Πώς νυστάζωωω... πάω να κόψω τούφες...

Δες και τούφα, τούφας, τούφεν σλάφεν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified