Further tags

Η έκφραση αυτή χρησιμοποιείται για να φωτογραφίσουμε τον υπαίτιο που, πρώτος μέσα σε όλη την ομήγυρη, ρωτάει ποιος φταίει, ενώ ο ένοχος είναι ο ίδιος. Το πρώιμο ενδιαφέρον που επιδεικνύει με την παρέμβασή του, δείχνει ότι το ζήτημα τον απασχολούσε από ώρα και απλά περίμενε να έρθει η κατάλληλη στιγμή για να συζητηθεί, οπότε μη μπορώντας άλλο να κρατηθεί, πετάγεται δήθεν από ενδιαφέρον για την επίλυση του προβλήματος, ενώ στην πραγματικότητα υπολογίζει ότι έτσι θα αποσείσει τις υποψίες από πάνω του. Φυσικά, πετυχαίνει το αντίθετο.

Συνώνυμα: «Όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται» και «Συ είπας».

- Δάσκαλε, είπες ότι μέχρι την αυγή, κάποιος από εμάς θα σε έχει προδώσει. Μήπως είμαι εγώ;
- Πρωτομυρίσας πρωτοκλάσας.

Secret dinner (από allivegp, 24/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυπριακή φράση που σημαίνει «χεστήκαμε και τα λερώσαμε». Στη μαρτυρική Μεγαλόνησο το λένε όταν μένουμε άκαρποι μετά από μια προσπάθεια που κάναμε.

- Ίντα νέα ρε; Εγάμησες την μιτσιά, οξά ακόμα;
- Όι, γαμά την άλλος τώρα. Εσιέσαμε τσιε γκρίσαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί ή βυζούνι, ή, επίσης, η κύστη κόκκυγα.

Η έκφραση αποτελεί συνήθως κατάρα ή / και χαρακτηρισμό κάποιου που μας σπάει τ' αρχίδια, που μας γίνεται τσιμπούρι, βδέλλα, κεχαγιάς στ' αρχίδια μας κλπ.

Παραπέμπει δε -πιθανόν- και στο αγγλικό pain in the ass, που λέγεται για τον ενοχλητικό τύπο (έκφραση που περιγράφει μεταξύ άλλων και τις αιμορροΐδες).

  1. - Είδες που στά 'λεγα;
    - Μπα που να βγάλεις κακό σπυρί στον κώλο σου μαλάκα, γρουσούζη, τι ήθελες και το μελέταγες;...

  2. Τι θα γίνει πια με αυτόν τον Στράτο; Κακό σπυρί στον κώλο μου έχει γίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαύρη μάκα που μαζεύεται κάτω από το νύχι έπειτα από διάφορες βρώμικες χειρωνακτικές ασχολίες (σκάψιμο, κωλοδάχτυλα σε άπλυτους κώλους κλπ ), ή απλά λόγω έλλειψης προσωπικής υγιεινής και συσσωρευμένης μπίχλας. Έχει διττή έννοια, αφού η μαυρίλα θυμίζει πένθος και επίσης μπορείς να πεις ότι πενθεί το νύχι για τις παρατεταμένες άσχημες συνθήκες υγιεινής που βιώνει.

  1. - Πάμε εδώ να τσιμπήσουμε κανα γύρο;
    - Άσε ρε με τον μπιχλιάρη, το πένθος στο νυχάκι του βγάζει ολόκληρη μερίδα!

  2. - Καλό το Χριστινάκι χθες;
    - Άσε ρε την κωλοδαχτύλωσα και αηδίασα. Ξεσκάτωμα και πένθος στα νύχια...

Δες και νύχι με μεζέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ανάφυση τρίτου όρχεος, της οποίας τα καταγεγραμμένα περιστατικά και η εν γένει ύπαρξη χάνονται στην αχλύ των γενετικών μύθων, είναι παρ' όλ' αυτά η πιο γνωστή και κυρίως αμφιλεγόμενη μετάλλαξη την οποία μπορεί κάποιος άρρην να εμφανίσει. Τραγωδία ή κωμωδία; Φρίκη της δυσαρμονίας και της στυτικής δυσλειτουργίας, ή ευλογία του σπερματοπαραγωγικού back up;

Μπροστά στο ενδεχόμενο να βγάλουν και τρίτο αρχίδι, τρεμοπουλίζουν τα φυλλοκάρδια των κάθε λογής γκρηνιάρηδων, ενώ οι συμφιλιωμένοι με το γενετικό λιαξ αρακατάνγκ και τη θνητότητά τους μειδιούν στωϊκά και ολίγον ηλίθια.

- Καλά ρε μαλάκα, ερχόμαστε στη φύση για να φάμε κονσέρβες;... κι όχι τίποτα σοφτ, από το LIDL να 'ούμε;
- Το πολύ πολύ να βγάλεις τρίτο αρχίδι...

- Εγώ αυτά δεν τα τρώω... Τον κατάλογο της γκρήνπις δεν το διάβασες ρε μαλάκα... 4 φορές στον έστειλα...
- Σιγά μη βγάλεις τρίτο αρχίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο συγκεκριμένο λήμμα, ούτε βάρκα θα αδειάσουμε από όμβρια ύδατα, ή θαλασσινό νερά, ούτε καν για βάρκα μιλάμε.

Οπότε τι έχει στην γκλάβα του ο ποιητής όταν σπικάρει την ατάκα;

Τα νερά που πρέπει να αδειαστούν είναι τα ούρα και η βάρκα (λόγω κοιλότητας μαζεύει νερά) παραπέμπει στην ουροδόχο κύστη που συλλέγει τα ούρα.

Οπότε το άδειασμα της βάρκας αντιστοιχεί στο άδειασμα της ουροδόχου κύστης μέσω σεϊκερ. Και για να το σπάσουμε σε φραγκοδίφραγκα, εκφέροντας τον όρο εννοούμε πως πάμε να ρίξουμε έναν πέο κάτουρο, πως πάμε για κατούρημα ντε.

Η παλιά αυτή πλακατζίδικη ατάκα μιλάει για κατούρημα, κωδικοποιημένο σε ψαράδικο format. Μιλάμε, δηλαδή, για ένα κατούρημα διανθισμένο με θαλασσινό αγέρα, με αρμύρα, με γλαροπούλια κι άλλα τινά.

- Πού πας ρε Μήτσο τρέχοντας; Κάτσε λίγο να σου πω κάτι ενδιαφέροντα νέα που άκουσα.
- Πάω να αδειάσω τη βάρκα αδελφέ... Αργότερα τα άλλα.
- Καλό βόλι τότενες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να ξεπαρθενευτείτε και όσοι ελάχιστοι (;) ακόμα θεωρείτε τα πάντα γύρω από το σεξ και την γυναίκα να περιβάλλονται με το θερμό κόκκινο χρώμα του πάθους, έχω να σας μιλήσω για «τα καφέ». Ή «τα σκούρα», ή «τα τελευταία».

Είναι το απολειφάδι αίματος που εμφανίζεται στην σερβιέτα ή ακόμα χειρότερα στο βρακί κατά το ξεκίνημα ή το τελείωμα της περιόδου (όταν η ροή δεν είναι κανονική), ή στα μισά του κύκλου (για διάφορους λόγους, ωορρηξία, πρόβλημα, εγκυμοσύνη, άλλα) ή, τέλος, στην φάση της κλιμακτηρίου (εκτός αν πλημμυρίζεις, που είναι η άλλη πιθανή εκδοχή, όσο ξέρω).

Τα καφέ είναι μια απεχθής κατάσταση που μποχάει, που δεν λέει να τελειώσει (μπορεί να κρατήσουν μέεεερες), που αποτελεί δυσάρεστο συναπάντημα για τον άντρα, ο οποίος σα μαλάκας δεν εννοεί να σε πιστέψει ότι δεν έχει τελειώσει η περίοδος και νομίζει ότι κάνεις κορδελάκια γιατί δεν τον θέλεις και τελικά την πατάει όταν δει μπροστά του (στο γλειφομούνι) ή πάνω στον περί πολλού θεωρούμενο πέοντά του τα σιχαμερά μεζεδάκια που θυμίζουν σπληνάντερα (αυτό το τελευταίο: κλόπυράιτ Μες).

  1. – Τι έγινε με τον γυναικολόγο, όλα καλά;
    – Το ανέβαλα, ακόμα δεν μου έχει τελειώσει η περίοδος, πέντε μέρες έχω τα καφέ...

  2. – Αυτή τη φορά η περίοδος με πέθανε στον πόνο, τέσσερεις μέρες τα καφέ... μέχρι να έρθει κανονικά κατάπια ό,τι παυσίπονο είχα και δεν είχα.
    – Δεν το κοιτάς μπας κι έχεις αρχή κλιμακτηρίου;
    – Φάει τη γλώσσα σου μωρή, 32 χρονών είμαι ακόμα!
    – Ε τότε δες μην είναι ψευτοπερίοδος και είσαι έγκυος...
    Απόλλων;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευφημισμός που συνήθως υπονοεί δυσπρόσιτα σημεία του ανθρώπινου σώματος με πρώτο υποψήφιο το εσωτερικό του πρ*κτού. Χρησιμοποιείται κατά κόρον στο πλαίσιο απειλών προκειμένου να αποφευχθεί η βωμολοχία αλλά ταυτοχρόνως να διατυπωθούν σαφώς οι εχθρικές προθέσεις του ομιλούντος.

  1. - Και τι έκανες ρε όταν ο Τζουζέπε Λουγκρατόρε σου προσέφερε χρηματική ανταμοιβή με αντάλλαγμα να του κάνεις παρέα στο κότερο;
    - Του είπα να πάρει τα λεφτά και να τα βάλει εκεί που ξέρει!

  2. - Έλα βρε τζουτζούκο μου, γιατί μου κρατάς κακία, αφού εγώ εσένα αγαπάω...
    - Ίσα μωρή χαμούρα! Όχι απλώς δεν με αγαπάς. Γραμμένο με έχεις, εκεί που ξέρεις!

βλ. και να το βάλεις στον κώλο σου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιφνίδια κατάληψη από ακατάσχετη διάρροια.

Προέρχεται ως προς την εικόνα, από τον παραλληλισμό σοκολατούχου γάλακτος γνωστής μάρκας και του χρώματος και υφής των κοπράνων του ατυχήσαντος.

Συνώνυμα: τσίρλα, τσιρλιπιπί, ζουμί, θόλωσα τα τζάμια, μου φύγανε με πίεση, τα γιόμισα, ευκοίλια, διάρροια, κόψιμο, μ' έχει κόψει, κλάνω φακές, με πήγε σερπαντίνα, έχω ασχημάτιστες κενώσεις.

Αγγλιστί: (I've got the) leak, runs. Ιταλιστί: Ho il cagotto
Ισπανιστί: Tengo la cagalera

- Ρε γαμώτο, δεν έφερα ν' αλλάξω ο μαλάκας, κι έμεινα με το μαγιό και στέγνωσε πάνω μου όλη μέρα.

- Ντάξει μωρέ, καλοκαιράκι είναι ...

- Τί ντάξει ρε παπάρα σου λέω, έχει βάλει και κρύο και μ' έχει πάει μίλκο απ' το πρωί. Έχει εδώ κάνα περίπτερο να πάρω καμιά κόκα-κόλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified