Further tags

Στρατιωτική απειλητική έκφραση ανώτερου (συνήθως σπασαρχίδη υπαξιωματικού, ο οποίος είναι ενδεχομένως τσάτσος του διοικητή λόχου ή και μονάδας σε ακραίες περιπτώσεις) προς στρατιώτη που υπέπεσε σε παράπτωμα, το οποίο και αντελήφθη. Υπονοεί το δώσιμο του εν λόγω στρατιώτη και την έξοδό του στον τάκο της επόμενης ημέρας όπου θα βγει αναφερόμενος και θα αναγκαστεί να χαιρετήσει το διοικητή του, με πιθανότερο αποτέλεσμα τη λήψη καμπάνας.

Επισημαίνεται η χρήση του ενεστώτα παρά του μέλλοντα στην έκφραση, γεγονός το οποίο δίνει μια αίσθηση τετελεσμένου στην απειλή. Το φαινόμενο αυτό συναντάται και σε άλλες (μη σλανγκ) εκφράσεις στον Ε.Σ. (λ.χ. «φεύγεις για μαγειρία-σκουπίδια-οπλοασκήσεις» κλπ)

- Ψωλάρεις νέος; Είπαμε γόπινγκ όλο το προαύλιο μέχρι τις δώδεκα! Και μη δω γόπα κάτω, γιατί αύριο χαιρετάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για έναν πιο καθωσπρέπει τρόπο για να πούμε ότι δεν δίνω σημασία σε κάποιον, τον γειώνω ή, τέλος, τον γράφω στην καραπουτσακλάρα ή μαλαπέρδα ή μπαργαλάτσο μου. Απλά, η διαφορά έγκειται στο ότι χρησιμοποιούμε έναντι άλλου λήμματος τον αποδεκτό -ιατρικό άλλωστε- όρο «πέος», για να δηλώσουμε το ανδρικό αναπαραγωγικό μόριο που, στην περίπτωσή μας, λειτουργεί ως ο καταρράκτης του Νιαγάρα που ξεπλένει όλες μας τις έγνοιες και τις σκοτούρες.

(Από πραγματικό παραλήρημα καραβανά σε πρωινή αναφορά του Έψιλον Σου:)

Γιατί άργησες να κάνεις «Κλίνατε επ' ααα ιιι ου»; Δηλαδή εγώ μιλάω κι εσύ με γράφεις στο πέος σου; Έχεις μεγάλο πέος, ε; Ε, επειδή το δικό μου είναι μεγαλύτερο, πάρε 5 και βγες αναφερόμενος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φανταρίστικες εκφράσεις κατά τις οποίες στην ονομαστική εορτή του πρώτου (γιορτάζει πολλές ή λίγες φορές το χρόνο, αναλόγως το σώμα) είμαι στην τσίτα, ενώ στην εορτή της δεύτερης είμαι χύμα, πολύ ή λίγο και πάλι ανάλογα με το σώμα που υπηρετώ.

βλ. επίσης: χυμαδιό , ρέκλα, χυμείο.

- Σηκωθείτε ρε στραβάδια, ήρθε του Aγίου Εγέρθητου!

- Πλάκα κάνεις ρε μεγάλε; Είμαστε με το παλιό και σήμερα είναι της Αγίας Τανάκας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Απειλή – κυρίως παλιού προς νέο – ότι, αν δεν συμμορφωθεί προς τας σεπτάς οδηγίας του, θα τιμωρηθεί διά του ξηλώματος της τσέπης του πουκαμίσου ή του παντελονιού του. Λέγεται και ως: «Θέλω τσέπη», «Νέος! Σου περισσεύουν τσέπες;», «θα σε ξηλώσω!», «Ξηλώσου μόνος σου και στείλε μου τις τσέπες» (να μην κουράζομαι) κ.α.

Επίσης οι κακοραμμένοι γιακάδες των ναυτικών πουκαμίσων αγγαρείας, δεν αφήνουν ασυγκίνητους τους συλλέκτες, αφού ο παλαίουρας συνήθως θα κρατήσει την τσέπη ή το γιακά ως σουβενίρ!

Βέβαια, η απειλή αυτή έχει περιεχόμενο, μόνον όταν ο παλιός είναι μεγαλύτερος ή χειροδύναμος, αλλιώς η ιστορία μπορεί να καταλήξει σε φιάσκο εις βάρος του... Ένας ναύτης μια φορά στο ΚΕ/Παλάσκας, ήταν τόσο άγριος (αν και νέωψ) που είχε μαζέψει τόσους γιακάδες, που τους έδεσε κόμπο τον έναν με τον άλλον κι έκανε σχοινί που ακουμπούσε το χώμα απ' το παράθυρο στο δεύτερο όροφο του κτηρίου Διοικήσεως (το έχω δει με τα μάτια μου!).

Άλλο αντικείμενο συλλογής είναι τα κουμπιά του ναυτικού επενδύτη ή του πουκαμίσου, τα οποία ο αφαιρών αρχίζει να τα στρίβει δήθεν αθώα ως διακόπτες παλιού ραδιοφώνου «για να δούμε αν πιάνει» κι έπειτα τα τραβάει απότομα.

Εννοείται ότι τέτοιες πρακτικές, κάθε άλλο παρά συναδελφικές είναι μεταξύ ναυτών και εγκυμονούν μπερντάχι: Κάποιος γνωστός μου από την Αυστραλία, νέος ναύτης, διαπληκτίσθηκε (λέει) σε πλοίο με κάποιον παλαιότερο, που φορούσε στολάρα αποχωρών για άλλη υπηρεσία και που επέμενε να του πάρει τσέπη (διότι δεν του είχε δοθεί μέχρι τότε η δυνατότητα, αφού ο νέος τον είχε χεσμένο). Ο παλιός πήρε σβάρνα τον Πειραιά, να ψάχνει μπελαμάνα στο νούμερό του...

Βέβαια, υπάρχει και η οικειοθελής παράδοση τσέπης σε μπάνικο παλιότερο ή κληρούχα τιμής ένεκεν: Αδειάζεις την τσέπη σου, την ξηλώνεις όμορφα - όμορφα (να μη σκιστεί το πουκάμισο), γράφεις στην πίσω όψη τ' όνομα και το Α.Γ.Μ. σου με αφιέρωση και τη δίνεις στον αποχωρούντα ή όταν εσύ την κάνεις γι' αλλού. Η πρακτική αυτή όμως έχει ένα μειονέκτημα: Στερείται ο άλλος τη γλύκα της αρπαγής, οπότε σε προλαβαίνει και τη βουτάει μόνος του, κατά το «τα φιλιά μου θα στα 'δινα - μα ήθελες να τα κλέψεις» (Γαλάνη).

Επιπροσθέτως, υφίσταται και το οικειοθελές και ολοσχερές ξήλωμα / εκτραχηλισμός των απολυομένων, μόνον από κληρούχες τους: Ο απολυόμενος ανοίγει χέρια-πόδια όρθιος ή ξαπλωτός και οι άλλοι με χαρά κα-τα-ξε-σκί-ζουν τη (μισητή) στολή αγγαρείας του φίλου τους, που ωρύεται «απολύομαι και διαλύομαι»!

Υπ’ όψιν, αν σε κάνουν τσακωτό τα πιλάφια, ακομβίωτο, με σκισμένο γιακά, ξηλωμένη τσέπη ή μπλάνκο στο γείσο του τζόκεϊ (με τους μήνες σου), γενικώς την έχεις γαμήσει, εκτός αν:

1) Είσαι στο μήνα σου (εικοστός = σεβαστός / εικοστός πρώτος = ιερός).
2) Προέρχεσαι από πλοίο (οπότε συμπάσχουν και κάνουν τα στραβά μάτια).

Η συνήθεια, προφανώς προέρχεται από το ατιμωτικό ξήλωμα των διακριτικών, σε περίπτωση αιχμαλωσίας ή καταδίκης σε καθαίρεση, που σημαίνει: «Δεν είσαι πλέον στρατιωτικός!». Έτσι, έκαναν στο στρατηγό Χατζηανέστη το '22 (μετά τη δίκη των εξ) πριν τον περάσουν από μουσκέτο, καθώς και στον ρίψασπη Ιάπωνα στρατηγό του πρώτου παγκοσμίου Παράτα – τα - χαρακώματα...

- Μπά-μπά; Εδώ μου μαζευτήκατε όλοι οι ανοιχτομάτηδες;
- Γιατί σε χάλασε;
- Άμα σου πάρω την τσέπη, θα σου πώ εγώ, στραβόγιαννο!
- Εγώ λέω να πάρεις τ' αρχίδια μου να τα κάνεις καπνοσακκούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στρατός ξηράς): Σαδιστική έκφραση, που μεταφορικώς δηλώνει ματαίωση σχεδίων του φανταράκου, μετά από σχετική προσμονή και γενικώς άνωθεν αναίρεση ευχάριστης κατάστασης.

Κυριολεκτικώς, προέρχεται από το την αργκοτική λέξη «τσιμπάω» (= παίρνω - λαβαίνω, ισπαν. pillar / ιταλ. pigliare) και το παράγγελμα «άκυρο» (ναυτ. = στον καιρό), που φωνάζουνε οι καραβανάδες, προκειμένου να καταργηθεί προηγούμενη εντολή τους, την οποίαν είχαν ξεκινήσει να εκτελούν οι φαντάροι π.χ. «Τους ζυγούς λύσατε!» (αρχίζουν να φεύγουν οι φαντάροι) – Άκυρο! Ξαναστοιχηθείτε!.

Πολλές φορές, γίνεται σκόπιμα για σπάσιμο, δηλ. ο καραβανάς «ρίχνει» και ο φαντάρος «τρώει» άκυρα, για να σπάσει πλάκα ο πρώτος!

Υποτίθεται ότι τα ατομικά καψόνια στο στρατό απαγορεύθηκαν, ότι εκδημοκρατίσθηκε η ηγεσία για να μην έχουμε πάλι κανά χουνέρι (δηλ. κάθε κυβέρνηση βάζει τους δικούς της) κ.λπ., κ.λπ., πλην όμως το στράτευμα είναι εγγενώς πηγή αυθαιρεσιών και ευρύτατης διακριτικής ευχέρειας του κάθε καραβανά, περί των μέσων που θα μεταχειρισθεί, προκειμένου να συνετίσει / στρατιωτικοποιήσει / εκπαιδεύσει τους κληρωτούς. (Βλ. σχετικά το μεταχουντικό ντοκυμαντέρ - ταινία ενός Δανού τύπου, με τίτλο «Ο γιός του γείτονά σου», σχετικά με την εκπαίδευση (;) των παλιών ΕΣΑτζήδων).

Ούτω πως, άκυρο κατ' εξέλιξη, πήρε να σημαίνει και βάσανο – ταλαιπωρία, αλλά και την πειθαρχική τιμωρία του φαντάρου, (π.χ. αφού υπολόγιζε να βγει έξω το σουκού και τον έγραψε ποινολόγιο ο δίκας, άραζε χαλαρουίτα στο κα-ψι-μί και τον τσακώσανε και τόνε στείλανε για μπαλάκι κτλ)

Οι καλοθελητές παλιοί τότε, πλησιάζουν τον ακυροφάγο και σαρδόνια προσθέτουν: «Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!».

Το «δεν σε χάλασε)» στον στρατό ξηράς, δεν έχει την έννοια που έχει επικρατήσει στην καθομιλουμένη και στο ναυτικό, δηλ. σου ‘κατσε θετικό αποτέλεσμα, αλλά αντίθετα σου γαμεί την ψυχή, δηλαδή, όχι μόνο τον ήπιες στεγνά, αλλά να μη σε χαλάει και καθόλου, μην παραπονιέσαι, γιατί μπορούσε να ήταν (και θα γίνει) χειρότερα. Στο ναυτικό, ανάλογη έκφραση είναι το «δε γουστάρεις;» (δηλ. πρέπει να πήξεις και να γουστάρεις κι από πάνω)...

Θυμίζει το εκμηδενιστικό αμερικάνικο: «Do it and like it» (=θα κάνεις την αγγαρεία «και θα πεις κι ένα τραγούδι» δηλ. υποχρεούσαι να το ευχαριστηθείς κιόλας!), δηλαδή στερεί απάνθρωπα από τον φανταράκο, ακόμα και τη δυνατότητα να στενάξει...

Κατά συνέπεια, σε «άκυρο» μεταφράζεται κάθε εξέλιξη με αρνητικές επιπτώσεις στη ζωή του φαντάρου (και ήδη και του πολίτη - αφού η έκφραση πέρασε στην καθομιλουμένη).

- Σκοπός!
- Διατάξτε!
- Μόλις τελειώσεις απο 'δώ, να πας να βοηθήσεις στα μαγειρεία! (φεύγει)
- Γαμώ τον Αντίχριστό μου! Είμαι οχτώ ώρες όρθιος σερί, έλεγα να την πέσω και με γάμησε ο πούστης! Θα τελειώσω το βράδυ και μετά πάλι έχω γερμανικό...
(πάλιουρας)
- Τσίμπησες το άκυρο και δεν σε χάλασε κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κινηματογραφογενής έκφραση (από την ομώνυμη ταινία με το Κωνσταντίνου), που λέγεται από τα πιλάφια και δηλώνει με ελαφριά ειρωνεία την παρουσία πολλών ναυτών (πλάκωσε ναφτουργιά που λένε), τους οποίους ψημένοι μάγκες οι ίδιοι (λέει) θεωρούν ανάξιους στη ναυτοσύνη και ψιλοκοροϊδάκια, κάτι σαν τ' αμερικανάκια του έκτου στόλου, που μας γαμήσανε την αδερφή κι εμείς τους παίρναμε κανά δολάριο στον παπά και περνιόμασταν για αλάνια...

- Πάμε για κανά ΣουΚου στον Πόρο;

- Τρελός θα' σαι! Θα' ρθει ο Πρόεδρος Δημοκρατίας για την ορκωμοσία των ναυτών και θα πήξουνε οι δρόμοι από δαύτους. Καλώς ήρθε το δολάριο θα γίνει!

Ντροπαλός Κωνσταντίνου (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άκρως υποτιμητικός χαρακτηρισμός για το ναύτη ή το βυσματωμένο πιλάφι, που δεν έχει κάνει στόλο (στα πλοία). Κατά το άμπαλος («δεν ξέρει από μπάλα).

Στα πολεμικά πλοία λόγω των εξαιρετικά δυσμενών βιοτικών και καιρικών συνθηκών, υφίστανται άγραφοι κανόνες ηθικής, η απειθαρχία τιμωρείται αμείλικτα, παίζει αλληλοσεβασμός ανάμεσα στο πλήρωμα, είναι περήφανοι ναύτες και πιλάφια για «το πλοίο τους» διότι δουλεύουν σκληρά, το επισκευάζουν και ζουν εκεί μέσα και χτίζονται γερές φιλίες αλλά και βαθιές έχθρες.

Ιδίως οι υποβρύχιοι είναι οι πιο σεβαστοί απ' όλους τους ναυτικούς, διότι ούτε που ασχολούνται με ταρατατζούμ, μια ζωή φοράνε φόρμα ακόμα κι οι πλωταρχαίοι, δουλεύουν υπεύθυνα, είναι δεμένα τα (μικρά) πληρώματα και δεν διαφέρουν οι συνθήκες άσκησης από αυτές της μάχης: Αν κάνεις μαλακία «έμεινες κάτω», όπως λένε.

Οι άστολες κουφάλες του ντόκου και των γραφείων, που είναι πολυπληθέστεροι από τα πληρώματα, είναι άλλο ανέκδοτο: Σφηκοφωλιά, τεμπέληδες, οχτάρες-στολάρες χοροί και φιοριτούρες, ποιός θα βγάλει το μάτι του άλλου, βύσματα, σταρχιδισμός, ρουφιανιλίκι, κλοπές, μοιχείες, μικρότητες κλπ-κλπ. Γι' αυτό οι θαλασσοβρεγμένοι τους κοιτάνε με μισό μάτι. Όχι από ζήλεια. Από περιφρόνηση...

Αργκό του Π. Ναυτικού.

- Τράβα μια στο σηματωρείο του Ναυστάθμου, να τους δώσεις ένα επείγον να στείλουνε!

- Μα ύπαρχε, μου είπε ο οπλονόμος τους, να μην πάω τώρα, γιατί κοιμούνται για μεσημέρι λέει...

- Ρε πήγαινε εσύ και πες σ' αυτόν τον άστολο, έτσι και δεν τσακιστούν να το στείλουν αμέσως, θα του πάρω τις τσέπες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Παλιά έκφραση των ναυτών, που έχει και συνέχεια: «...το Πι-Νι για να τελειώσει - το μουνί για να καβλώσει».

Το Πι-Νι στη φράση είναι το Πολεμικό Ναυτικό (Π.Ν.), όπου η θητεία πάντοτε υπερέβαινε χρονικά αυτή των άλλων όπλων, κατά 1-2 μήνες (π.χ. το '50 ήτανε 38 μήνες, μετά 36 κλπ και κατέληξε για ολόκληρη τη δεκαετία '80-'90 21 μήνες, ενώ η αεροπορία ήταν 20 κι ο στρατός ξηράς 18).

Υπ' όψιν δε, οτι μέχρι και το 2002 περίπου, που καταργήθηκε η θητεία σε πολεμικό πλοίο και σιγά-σιγά μέχρι σήμερα και στα βοηθητικά, το ναυτικό όχι μόνον βυσματικό όπλο δεν ήταν, αλλά σε πολλές περιπτώσεις χειρότερο απο την πιο ελεεινή μονάδα του στρατού ξηράς (!)

Είχε πολλές, σκληρές, βαριές κι επικίνδυνες δουλειές, πολλά μακρινά ταξίδια, αβέρτα ασκήσεις κτλ και όλα αυτά κλεισμένος σε ένα σαρδελοκούτι υπό άθλιες καιρικές, βιωτικές (ποινολόγια, κατσαρίδες, αρουραίοι, μπόχα, κλεισούρα, ζέστη, έλλειψη καθαρού νερού/λουτρών) και διατροφικές (βάλαν τον κώλο μάγειρα-σκατά θα μαγειρέψει) συνθήκες.

Για το λόγο αυτό, έλεγαν οι παλιοί ναύτες στους νέους το τραγουδάκι (κατά το «Σαμιώτισσα»):

[i]Στραβόγιαννα-στραβόγιαννα, πότε θ' απολυθείτε; Είκοσι-ένα τα σκαλιά, στραβόγιαννα και πώς θα τ' ανεβείτε;[/i]

Ήθελε υπομονή λοιπόν η κατάκτηση του απολυτηρίου, όπως ακριβώς και της γυναίκας, αφού λέγε-λέγε το κοπέλι, κάνει την κυρά και θέλει!

- Πού υπηρετείς;
- Στο Α/Τ Θεμοστοκλής (αντιτορπιλικό).
- Έχεις πολύ ακόμα;
- 405 και σήμερα είναι πολλές;
- Αμάν! Έχεις να φάς κουραμάνα...
- Τί να κάνουμε; Το Πι-Νι και το μουνί, θέλουνε υπομονή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκοτώνω το θηρίο: (Στρατιωτική αργκό) Καθαρίζω την τουαλέτα (καλλιόπη).

Χρησιμοποιείται και ως παλεύω με το θηρίο (να μην συγχέεται με γνωστό νυκτερινό κατάστημα του Ψειρή) ή κάνω τον Καρνέισον (βγάζω τη Λόλα απ' τη φωτιά)...

Μάλλον η έκφραση ανάγεται στην ιστορία του Καραγκιόζη με το κατηραμένο φίδι.

Συνήθως οι στρατιωτικές τουαλέτες, είναι τούρκικες (χαλές), που βρωμίζουνε και στουμπώνουνε εύκολα, δεδομένου ότι αφενός οι σωλήνες αποχετεύσεως στην Ελλάδα, είναι στενές και βουλώνουνε με το παραμικρό, εξ ου και το παραπλήσιο βρωμερό καλαθάκι για τα κωλόχαρτα (που δεν υπάρχει πουθενά στην Ευρώπη αφού έχουν προβλέψει φαρδιές σωληνώσεις και τα ρίχνουνε στη λεκάνη), αφετέρου τα κωλοφάνταρα αμολάνε άστοχα τις κουράδες τους, παράλληλα με την οπή, σχηματίζοντας το σήμα της Όπελ...

Οι νέοι, λοιπόν, δίκην Μεγάλου Αλεξάνδρου, καλούνται να αποκτείνουν τον κατηραμένο κουραδόφιδο με το δόρυ τους (ένα μακρουλό ματσούκι / βεντούζα / σκούπα κ.τ.λ.), ήτοι να καθαρίσουνε γογγύζοντας τις θηριωδίες των συστρατωτών τους (αδέσποτες κουράδες, λιμνάζοντα κατρουλιά, σκατωμένες δαχτυλιές στα πλακάκια, κωλόχαρτα ατάκτως εριμμένα, αγχωμένα ψωλοχύματα κ.τ.λ).

Την έκφραση αυτή ατόφια, χρησιμοποίησε ο τιμωρημένος Λάμπρου (Κιμούλης) στο «Λούφα και Παραλλαγή», ξεβουλώνοντας μ' ένα στυλιάρι τον απόπατο.

Στις εκστρατείες, ο στρατός παλιά έσκαβε εντός περιμέτρου κάτι γιγάντιους σκατόλακκους, με ξύλινο ψευτο-παραβάν και δυο σανίδια για να πατήσεις και να λάβεις «θέση μάχης», στον οποίον από καιρόν εις καιρόν, φτυαρίζανε οι φαντάροι ασβέστη και όταν πια φράκαρε καλύπτανε με χώμα δια παντός, προκειμένου να μη ζέχνει και να μην μεταδίδονται ασθένειες.

Σημειωτέον, όσον αφορά στη χρήση και την έννοια της έκφρασης με το ρήμα παλεύω, ο Στράτης Μυριβήλης στη «Ζωή εν Τάφω», περιγράφει, πώς ένας ηρωικός φαντάρος του πρώτου παγκοσμίου, πνίγηκε, όταν έπεσε νύχτα κατά λάθος μέσα στο σκατόλακκο εκστρατείας, «ανδρείως μπαλεύων με τα ελληνοσυμμαχικά σκατά»...

- Πού είναι ρε ο Αιγαλεώτης;
- Βούλωσε η Καλλιόπη και τον έστειλε ο επιλοχίας να σκοτώσει το θηρίο!

Κάπως έτσι... (Carpaccio). (από Khan, 23/07/09)Η ιστορία επαναλαμβάνεται (από Khan, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Ναυτικό): Φιλική προσφώνηση, εξέλιξη της έκφρασης μπόι (αγγλ. boy), που είναι με τη σειρά της μεταφρασμένη συνέχεια της προσφώνησης «αγόρι» μεταξύ φίλων, η οποία χρησιμοποιείται κατά κόρον κυρίως στο ναυτικό, μαζί με άλλες ψευτο - αδερφίστικες ανταλλαγές προσωνυμίων - χαρακτηρισμών (π.χ. πού 'σαι μωρή κυρία / κληρού / κοπέλα / μαντάμ κ.τ.λ).

Άλλωστε, η παλιά προσφώνηση αγορίνα, χαρακτηρισμός άρρενος σε θηλυκό γένος, όπως και η περιγραφή νταρντάνας γυναίκας ως τσολιάς, λέει πολλά...

- Πού 'σαι συ ρε μπόιλερ; Μια βδομάδα χάθηκες!
- Ήμασταν ταξίδι με τον «Έβρο» (πλοίο). Χτες ήρθαμε.

Μποϊλεριανή(Αγόριανη) Παρνασσίδος (από GATZMAN, 09/02/11)Φραποστάλ. Βλέπεις κάστρα, ή ότι....  (από GATZMAN, 09/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified