Το υπερβολικό και ιδιαίτερα προσεγμένο μανικιούρ που ανακαλεί μνήμες μανδαρίνων της αυτοκρατορικής Κίνας, ασφαλώς δεν ταιριάζει σε εργαζόμενη αφού δεν της επιτρέπει να χρησιμοποιεί αποδοτικά τα χέρια της, τουλάχιστον στα περισσότερα επαγγέλματα.

Εξ' ου η απαξιωτική μομφή της έκφρασης που στόχο έχει συνήθως φυγόπονες που την είδαν πολύ μα πολύ Κυρίες και πέραν της εμφάνισής τους δεν ασχολούνται και με πολλά πράγματα, έχοντας μια στάση ζωής που δυστυχώς μεταλαμπαδεύουν στις απογόνους τους. Χαρακτηριστικό είναι πως εκτοξεύεται συχνότατα από άλλες γυναίκες αλλεργικές στο φαινόμενο μπάρμπι που βάζουν τα πράγματα στη θέση τους, χωρίς να κωλύονται από ανδρικά ταμπού ως προς τη συμπεριφορά προς το αδύνατο φύλλο.

Παίρνει ακόμη προσβλητικότερη χροιά όταν απευθύνεται σε άντρες, αφού θίγει τον ανδρισμό τους σε πολλά επίπεδα μια και τόσο η τεμπελιά, όσο κι η φροντίδα της εμφάνισης δεν ταιριάζουν σε αρσενικό με τα όλα του, ακόμη και σήμερα που πολλοί προσπαθούν να επιβάλλουν το βαμμένο νυχάκι σαν αθώα μόδα.

  1. - Πείτε καλύτερα στις κυράδες σας να πιάσουν το σφουγγαρόπανο από το να δίνουν για πλάκα το 50ευρo στην αλβανίδα καθαρίστρια για να μη χαλάσει το μανικιούρ και φεύγει τσάμπα συνάλλαγμα.

  2. - Για τα χιόνια, τοπ επιλογή το δερμάτινο μπουφάν που δεν λερώνει! Τα γάντια που έρχονται με τις κουβέρτες, είναι απαραίτητα σε όσους δεν έχουν χώρο στον θόλο για κανονικό γάντι σαν κι εμένα!
    -Α, εγώ σηκώνω το μανίκι, δεν φοβάμαι μη χαλάσει το μανικιούρ μου και βρωμιστεί ο πήχης μου.

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιά ιαχή της μαρίδας κατά αγριοπουστάρας στην παλιά Αθήνα.

Βέβαια, η Φτερού κι η Πάολα, που σύχναζαν στο «Καφέ Σπορ» κοντά στην Ομόνοια (όπως κι ο «Σωτηράκης» Μπέλλου), έβαζαν στη θέση τους τυχόν κουραδόμαγκες και τους βλάχους που τις έκραζαν.

Κάποιος θηλυπρεπής ντιστεγκές, καλούμενος από τον Φωτόπουλο να πάρει παραγγελία, αφού τον πέρασε για γκαρσόνι (φορούσε άσπρο κοστούμι με μαύρο παντελόνι), απήντησε με χάρη: Δεν θα μπορέσωωω!

Οι νεοέλληνες (όπως κι οι νεότουρκοι) αυτο-θεωρούνται πολύ άντρηδοι και σκώπτουν ανηλεώς τις αδερφές, αλλά τα φαινόμενα απατούν.

Αποκαλούν με θυμηδία «πούστηδες» τους Εγγλέζους, επειδή οι αδερφές στην Αλβιόνα κυκλοφορούν ελεύθερα, αλλά όλο σ’ αυτούς τρέχουνε για να σπουδάσουνε. Κατά την ίδια λογική, οι Εγγλέζοι θα πρέπει να είναι και ανάπηροι, αφού τα καροτσάκια μηδαμώς εμποδίζονται να κυκλοφορούν ισότιμα.

Καλύτερα να μην κατεβάσουμε κανα σεντόνι, με παράξενες ιστορίες για κωλοχανεία (τουρκ. κιουλ-χανέδες), τα κιοστέκια, τα ιτς ογλάνια, τα τσιμπούκ τσογλάνια των καπετανέων του βουνού (από Αντρούτσο μέχρι Βελουχιώτη), την μύηση στα επαγγελματικά ινσάφια (σινάφια) της καθ’ ημάς Ανατολής, ούτε και στα καφέ-πουστ της Ευρώπης, όπου μόνιμοι θαμώνες ήταν (και είναι) Ρωμηοί, Άραβες και Τούρκοι...

Εξ άλλου, οι εν Ελλάδι τραβεστί ιερόδουλες πολλαπλασιάζονται σήμερα σαν τα μανιτάρια, ενώ ο Άνταμ Σμίθ διετύπωσε την θεωρία προσφοράς – ζήτησης εδώ και τρεις αιώνες...

- Μαλάκες! Πουστράκι!
- Όοοοοοοοοοοααααααααααα! Πνίχτε τον με λουκουμόσκονη!

Ν. Ασιμος - Όλοι Δηλώνετε Ιδιότητα (από johnblack, 11/09/09)ο Ανδρέας, "η Φτερού" (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)ALOMA (από ΠΡΩΤΕΥΣ, 16/07/10)...έγραφε η "Αυριανή" για τον Μάνο Χατζιδάκι (από σφυρίζων, 04/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified