Το αγγλοσαξονικό μαν ήρθε κι έδεσε με την έως τα μπούνια ελληνική σλανγκοπροσφώνηση ρε.

Το αποτέλεσμα είναι ένα νέας κοπής «δικέ μου», βαπτισμένο στα τρέντι νάματα της χιπχόπ.

  1. Πω ρε μαν υπαρχουν ακομα νεολαιοι που θα ψηφησουν ΠΑΣΟΚ & ΝΔ..Γελαει ο ντουνιας ζωαααα (τοιουιτάρισμα)

  2. Δημαρχάρα, θεός ρε μαν! Τι κι αν είχε μπλε, κόκκινους, κίτρινους κάδους! Ο Δήμος Πύργου έχει ένα απορριμματοφόρο για όλα τα είδη κάδων! (εδώ)

  3. Σουλεϊμάν σου λέω ρε Μαν! Σουλεϊμάν….
    (εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση μεταξύ Ευρυτάνων νέων, χωρίς πολύ ειδική σημασία. Κυρίως εκφωνείται ως έκπληξη (αν έχω καταλάβει καλά) προς αυτά που μας εξιστόρησε ο άλλος, δηλαδή συντάσσεται ως «α ρε τσοπ, μας κούφανες!», ή «τι λε ρε τσοπ! πρόλαβες και την κουτούπωσες;»...

Γενικά θα μπορούσε να είναι συνώνυμο των «πω ρε μάγκα μου!», «wow, dude!» και «τι λε ρε παιδάκι μου!».

- Άσ' ρε φίλ', ήμουν στον Έβρο 3 μήνς 'μπλοκή. Βγήκα έξ' και πήγ' στο μοναδ'κό μπ'ρδέλ' του χωριού. Έπ'σα σ' τράβελο. Ήταν και μουσλμάν', είχ' περιτ'μή. Αλλά τι να κάν'; Είχαν στραβώσ' τ' αρχίδια μ' τόσους μήν'ς!
- Τι λε ρε τσοπ! Την κ'τούπ'σες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλητική προσφώνηση που χρησιμοποιείται (λ.χ. από Βράστα και Κνάσο) σε συμφραζόμενα ελαφράς επιτίμησης ή συναδελφικής αλληλεγγύης (frappernité).

Vrastaman: By the way, στην Ευροβίζιον Τουρκία! Το είδατε το Λίλιαν που θα κατεβάσουν, ωρε κλεφτόπουλα;;; Εδώ.

Του (α)ιδ(ο)ίου: Knaso που χάθηκες ωρε κλεφτόπουλο; Εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified