Προέκταση κλασικών χαρακτηρισμών όπως «τσου ρε Λάκη» ή «ίσα ρε». Εξαιρετικά υποτιμητική προσφώνηση.

- Πρόσεχε σε παρακαλώ πως μιλάς.
- Ίσα ρε... Λάκη... γλυκούλη...

Υφάρχουν και χειρότερα... (από nasos, 30/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική φράση παρμένη από την ταινία «Οι θαλασσιές οι χάντρες» (Γ. Δαλιανίδης, 1967).

Λέγεται παραδοσιακά σε άντρα ο οποίος, κατά τον ομιλητή, κινδυνεύει να χάσει τον αντρισμό, τη μαγκιά, και κατ' επέκταση το στυλ και την προσωπικότητά του, για χάρη γκόμενας.

Δεν θά 'πρεπε να συγχέεται με τον τύπο του χαμαιλέοντα, ο οποίος ανά γκόμενα αλλάζει και στυλ (συχνότερα ίσως σε γυναίκες). Ξυρίζω το μουστάκι σημαίνει κάνω στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, προς κάτι μάλιστα που πάντοτε κορόιδευα.

Παράβαλε: σήκω-σήκω κάτσε-κάτσε, σούζα

  1. Α πα πα πα... Βέρα στ' αριστερό. Να δεις που αυτή θα σε βάλει να ξυρίσεις το μουστάκι σου! (από ιστολόγιο)

  2. [...] να πω το πικρόχολό μου σχόλιο: Μάστορα, ξεκόλλα: Μια γυναίκα σε φέρνει βόλτα, και σ'έχει κάνει να κλαις [...] Να δεις που θα σε βάλει να ξυρίσεις και το μουστάκι, που είπε κι ο Βογιατζής... Βάστα Μητσάρα... Ένας μας έμεινες. (από φόρουμ)

  3. Ο αυθεντικός διάλογος από την ταινία του Δαλιανίδη, μεταξύ του Μεμά (Βογιατζής) και του Φώτη (Γεωργίτσης) (από ιστολόγιο):
    ΜΕΜΑΣ: Φωτάκι, γιατί 'μαι φίλος σου. Αυτό το κορίτσι θα σε κάνει να βογγήξεις!
    ΦΩΤΗΣ: Ας βογγήξω...
    ΜΕΜΑΣ: Η Μαίρη είναι από άλλο ανέκδοτο, έχει μεγάλο φόρο πολυτελείας!
    ΦΩΤΗΣ: Κι εσένα, ρε, τί σε νοιάζει; Εσύ θα την πληρώσεις;
    ΜΕΜΑΣ: Δεν είναι η Σοφίτσα που της έβαζες τις φωνές και σταμάταγε η ανάσα της ένα εικοσιτετράωρο!
    ΦΩΤΗΣ: Καλά!
    ΜΕΜΑΣ: Ε, όχι και καλά! Αυτή μέχρι και μουστάκι θα σε βάλει να ξυρίσεις. Να μου το θυμηθείς. Αυτή αν δεν σε κάνει φλώρο, εμένα να μην με λένε Μεμά!

(από Khan, 24/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φλώρος, ο μαλθακός, ο καλομαθημένος, που δεν αντέχει σε δύσκολες συνθήκες.

- Είπα και στον Τάκη να 'ρθει στο camping.
- Πφφ, σιγά μην έρθει, αυτός είναι τρυφερό πόδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified