Όρος ο οποίος προέκυψε από φίλο, ο οποίος διατηρούσε την δεκαετία του '90 κοσμηματοπωλείο στην Μύκονο.

Πέρα από την στάνταρ πελατεία που προερχόταν είτε από τους ντόπιους είτε από τους τουρίστες, σημαντικό ποσοστό της πελατείας του μαγαζιού ήταν τα ξένα κρουαζιερόπλοια τα οποία έδεναν για λίγες ώρες στο λιμάνι. Οι καταστηματάρχες είχαν τα δρομολόγια των κρουαζιερόπλοιων και, όταν κόντευε κάποιο, όλοι έβγαιναν περιχαρείς στα σοκάκια και φώναζαν για παράδειγμα: Το Queen Elizabeth φτάνει σε τρία τέταρτα!!!Ετοιμαστείτε!!!

Με το πέρασμα του καιρού όμως και με την οικονομική ύφεση, τόσο το επίπεδο των τουριστών, όσο και η συχνότητα των περασμάτων των ξένων κρουαζιερόπλοιων, άρχισαν να φθίνουν. Οι καταστηματάρχες τοποθέτησαν λοιπόν τις ελπίδες τους και στα Ελληνικά πλοία και τουρίστες. Οι ελπίδες όμως αποδείχθησαν φρούδες,καθώς οι περισσότεροι τουρίστες αυτών των πλοίων ήταν συνήθως αδέκαροι ή πολύ μεγάλοι σε ηλικία (groups ΚΑΠΗ), με αποτέλεσμα οι πωλήσεις να μην ήταν αντάξιες των προσδοκιών τους.

Πολλές φορές μάλιστα απασχολούσαν τα μαγαζιά με πολλές ερωτήσεις για πανάκριβα κοσμήματα και για πολύ ώρα, μέχρι τελικά να αγοράσουν κάποιο τσαρμάκι ή «γκρέκα» (τα γνωστά δελφινάκια, Μεγαλέξανδροι, κίονες κ.τ.λ.) ευτελούς αξίας. Έτσι λοιπόν όταν ανακοινώνοταν η άφιξη αντίστοιχου πλοίου, όλοι περιλυπείς αυτήν την φορά φώναζαν: Το «Κούλα Εξπρές» πιάνει σε λίγο, κουράγιο...

Σημ.: Το «Κούλα» μπορεί κάλλιστα να αντικατασταθεί και με άλλα λαϊκά γυναικεία ονόματα, όπως Πίτσα, Τούλα, Πόπη κ.τ.λ.

Στην καθημερινότητα λοιπόν έχει περάσει πιά ο όρος, για να περιγράφει λούμπεν καταστάσεις και ξεπεσμένες/καγκουρέικες ορδές πληθών.

- Ρε μαλάκα σε τι κλάμπ μας έφερες; Τι γκόμενες είναι αυτές που μαζεύει το μαγαζί;
- Έλα ρε μην κάνεις έτσι. Θα έπιασε το Κούλα Εξπρές φαίνεται σήμερα. Αύριο θα είναι καλύτερα...

Κούλα καλεί Χαράλαμπο.... οβερ (από GATZMAN, 26/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

βερεσέ (επίρρημα): με πίστωση. Από το τουρ. veresiye, υπάρχει και ο τύπος της λέξης βερσιγιέ.

Ο βερεσές είναι η αγορά ή η πώληση με πίστωση. Τα βερεσέδια είναι τα οφειλόμενα χρήματα της αγοράς ή πώλησης με πίστωση. Το βερεσέδικο είναι το αντικείμενο που αγοράζεται/πωλείται με πίστωση.

τα ακούω βερεσέ: χωρίς να δίνω σημασία, χωρίς να τα λαμβάνω υπόψη. Απάντηση με έμφαση στο «ότι έχω ήδη πάρει την απόφαση μου και δεν με μεταπείθεις».

τζάμπα και βερεσέ: χωρίς σοβαρή αιτία, άσκοπα, μάταια, άδικος κόπος, πήγε στράφι.

  1. Αυτός, όλο βερεσέ αγοράζει χωρίς να ξεπληρώνει, πότε θα αγριέψουν οι προμηθευτές να του κάνουν κατάσχεση στην περιουσία του, δεν ξέρω… (=με πίστωση)

  2. – Δεν φοβάσαι τι θα ‘πει ο κόσμος αν προχωρήσεις στο διαζύγιο; - Αυτά τα ακούω βερεσέ! Ήδη έκανα την αίτηση διαζυγίου. (=δεν δίνω σημασία)

  3. –Τελικά ο δρόμος θα περάσει από αλλού. - Κρίμα, τόσος κόπος για να φτιάξουμε το εστιατόριο πήγε τζάμπα και βερεσέ. (=μάταιος κόπος)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Αφήνω απλήρωτη επιταγή κατά τη λήξη της.
  2. Εμφανίζω επιταγή για πληρωμή πριν από τη λήξη της.
  1. - Εντάξει με την επιταγή του Πιστολιάδη; Τα πήρες τα λεφτά; - Όχι, την κάρφωσε ο καργιόλης.

  2. Αυτό ακριβώς φαίνεται ότι έκανε η ιδιωτική τράπεζα: λίγα 24ωρα μετά την ανακοίνωση ότι το ΑΛΤΕΡ προσφεύγει στη Δικαιοσύνη για να προστατευθεί από τους πιστωτές του, η τράπεζα ζήτησε την (πρόωρη, 20 ημέρες νωρίτερα!) εξόφληση επιταγής του καναλιού που ήταν κατατεθειμένη σε αλληλόχρεο λογαριασμό επιχείρησης-πελάτη της. Κατά την επικρατέστερη εκδοχή που δίνεται από τραπεζικά στελέχη, η εισπρακτική εταιρεία που «κυνηγούσε» για λογαριασμό της τράπεζας καθυστερούμενες οφειλές διαφημιστικής εταιρείας, βρήκε στο λογαριασμό της επιταγή του ιδιωτικού καναλιού και έσπευσε να την «καρφώσει», υπό το φόβο ότι στη λήξη της θα έμενε ακάλυπτη. εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified