Further tags

Ή δίνω πρέσσα.

Κυριολεκτικά, εκφωνείται σε περιπτώσεις όπου ανοίγω την στρόφιγγα του αγωγού για να επιταχύνω τη ροή και να αυξήσω την παροχή του ρευστού, επομένως και την πίεση στη διατομή του αγωγού.

Στην καθομιλουμένη, όμως, μπορεί να έχει πλείστες άλλες χρήσεις, όπως,

  • επιστρατεύω όλες τις εγκεφαλικές δυνάμεις που μου έχουν απομείνει προκειμένου να ολοκληρώσω μία εργασία,
  • επιταχύνω την εργασία μου ώστε να προλάβω το ραπόρτο προ της δεδομένης προθεσμίας,
  • τεντώνομαι προκειμένου να μπορώ να αγγαρειομαχήσω με αξιώσεις, ως φανταρική λειτουργία,
  • πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα ώστε να προλάβω να βγάλω κάποια ύλη μέχρι αύριο που δίνω μάθημα.

    Γενικά, κολλάει σε οριακές καταστάσεις όπου συντρέχουν λόγοι «αύξησης της ροής» εργασίας, πληροφορίας κουλουπού...

- Ρε φίλε; Δε μαζευόμαστε το βραδάκι να δώσουμε λίγη πίεση μπας και βγάλουμε δυο-τρία κεφάλαια μέχρι αύριο; Δε χάνουμε τίποτα... -Πω ρε μαν, νωρίς το θυμηθήκαμε και φέτο... Δε γ...ται; Και τα υπόλοιπα πρωί-πρωί τα χτυπάμε μια σμίκρυνση. Οκ, θα σκάσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Mode αγγλιστί είναι ο τρόπος, η μορφή συμπεριφοράς (<λατ. modus, βλ. modus vivendi, μόδα). Συναντάται συχνότατα στα προγράμματα των υπολογιστών και υποδηλώνει ότι μια εφαρμογή δουλεύει με έναν συγκεκριμένο τρόπο λειτουργίας από τους πολλούς με τους οποίους έχει εφοδιαστεί από τον σχεδιαστή της, με σκοπό να προσαρμοστεί καλύτερα στις συγκεκριμένες περιστάσεις και τις απαιτήσεις του χρήστη και να αποφέρει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα (βλ. safe mode των windows, edit mode στις βιντεοκάμερες κοκ).

Σλανγκικώς, την έκφραση χρησιμοποιούμε για να δηλώσουμε πως έχουμε εισέλθει σε έναν τρόπο συμπεριφοράς και επιλογών διαφορετικό από τον συνηθισμένο μας διότι, είτε οδηγηθήκαμε από εξωτερικά ερεθίσματα, είτε παρακινηθήκαμε από μια εσωτερική παρόρμηση που μας άλλαξε την ψυχολογία. Η καινοφανής αυτή συμπεριφορά μας μάλλον πρέπει να θεωρηθεί προσωρινή και λογικά τερματίζεται όταν οι καταστάσεις ομαλοποιηθούν, όταν μας περάσει το σκάλωμα που φάγαμε ή, αλίμονο, όταν μας κόψουν όλοι από φίλο.

  1. - Καφεδάκι, τσιγαράκι, μάτι τα περαστικά παστάκια... Αυτή είναι ζωή ρε φίλε...
    - Ξέρεις ότι απαγορεύεται γενικώς το κάπνισμα από το καλοκαίρι ε;
    - Τι μου σπας τ' αρχίδια τώρα; Δε βλέπεις που μόλις ρούφηξα την πρώτη γουλιά μπήκα σε μοντ χαλαρουά;
    - Νταξ ρε φιλαράκι, με συγχωρείς...

  2. - Πού είσαι ρε κολλητέ, πού σε βρίσκω;
    - Στο δρόμο, τρέχω, λέγε!
    - Εεε, τίποτα μωρέ, είμαι κέντρο κι έλεγα να βρεθούμε για καφεδάκι...
    - Αποκλείεται, ήρθε η τελική παραγγελία και τρέχω σαν πούστης...
    - Πότε θα σε δούμε επιχειρηματία μου;
    - Όταν τελειώσω. Τώρα είμαι σε μοντ παλαβομάρας, ούτε σπίτι μου πάω, στο εργοστάσιο κοιμάμαι, γάμησέ τα...
    - Καλά ρε συ, θα πάω να βρω τα παιδιά από το προηγούμενο παράδειγμα...

  3. - Ρε συ, τι σλανγκοσπέκουλα παίζει με τα λήμματα στο slang.gr;
    - Δηλαδή;
    - Από 9967 το πρωί έχουν φτάσει 9992 το απόγευμα και έχουν κολλήσει εκεί!
    - Σλανγκοΐντρικα! Νομίζουν ότι ο ρουμάνος θα δώσει κανένα βραβείο στον 10000ό κι έχουν μπει όλοι σε μοντ αναμονής με έτοιμο λήμμα...
    - Εγώ πιστεύω ότι οι σέρνερ του σάιτ δεν είναι έτοιμοι για τόση λημματολάσπη. Θα γίνει Y2K! Ο ουρανός θα πέσει στα κεφάλια μας! Μετανοείτε!
    - Α ρε Αφελίμ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιστημονικότερος ορισμός του μαλάκα... Τον χρησιμοποιούμε συνήθως για να δώσουμε ιδιαίτερη βαρύτητα στις πράξεις του συγκεκριμένου μαλάκα.

- Ο Τάκης ξανάμπλεξε με μια πρώην του που ήξερε ότι έχει μπλέξει με τον Σπύρο Μπουρνάζο τον γνωστό σφίχτερμαν και μπόντυ μπλίντερ ο οποίος τον έκανε τούμπανο μόλις τους είδε.
- Ε, τώρα μου λες για τον Τάκη... Γνωστός ενδοπαλαμικός πεοπαλινδρομητής...

Δες και ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με χρήση λογοπαίγνιου, ταυτίζουμε και καλά τη λέξη ιος με τη λέξη υιός.

Στην παρούσα φάση, υπονοείται και καλά ως πολύτεκνος κάποιος, του οποίου ο Η/Υ, (ως επέκταση του εαυτού του) έχει γεμίσει...ιούς.

Η εκφορά του όρου μπορεί να γίνει είτε από τον ίδιο τον παθόντα, είτε από κάποιον γνωστό του πρός αυτόν ή πρός άλλους (π.χ: στα πλαίσια κουτσομπολιού).

Η δε εκφορά του όρου μπορεί να λεχθεί είτε με χιουμοριστική, είτε με ειρωνική διάθεση για την αμέλεια του παθόντα, για επαρκή προστασία του υπολογιστή του από ιούς (μέσω καλού και πάντα ενημερωμένου αντιϊκού προγράμματος).

- Άσε ρε! Γέμισε με ιούς ο υπολογιστής μου.
- Ώπα ρε! Πολύτεκνος, ε; Ποιος σε πιάνει τώρα ρε με το επίδομα πολυτέκνου που θα πάρεις;
- Κοροϊδεύεις;

(από GATZMAN, 19/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μετροπόντικας είναι ο ειδικός εκσκαφέας που χρησιμεύει για τη διάνοιξη σήραγγας στην κατασκευή του μετρό. Όπως λέει άλλωστε και το Σιδηρό Προσωνύμιο, η λέξη μετροπόντιικας προέρχεται από παράφραση της λέξης τυφλοπόντικας, αφού η υπόγεια κίνηση του παρομοιάζεται με την κίνηση του τυφλοπόντικα που σκαλίζει προκειμένου να κινηθεί. Εδώ λοιπόν αναδεικνύεται η ιδιότητα κλειδί για το συγκεκριμένο ορισμό που είναι η φράση «χαμηλό επίπεδο».

Στη συγκεκριμένη λοιπόν περίπτωση, η φράση του λήμματος, έχει απαξιωτικό χαρακτήρα και εκφράζει το συμπέρασμα κάποιου σχετικά με το επίπεδο κάποιου άλλου (βλ. παραδείγματα 1,2), ή κάποιας ομάδας ατόμων (βλ. παράδειγμα 3) που, κατά τη γνώμη του, είναι χαμηλό. Προκειμένου δε, να δώσει έμφαση στην άποψη του, βρίσκει και καλά... το επίπεδο του θεωρούμενου ατόμου ή της θεωρούμενης ομάδας, χαμηλότερο από το υπόγειο επίπεδο εκσκαφής του μετροπόντικα.

Σημείωση
α) Ως επίπεδο μπορούμε ανάλογα με την περίπτωση να μιλάμε: για νοητικό επίπεδο παραπέμποντας σε άτομο με άι κιού ραδικιού (βλ. παράδειγμα 1), για επίπεδο πνευματικής καλλιέργειας (βλ.παράδειγμα 2), για επίπεδο ευθύνης (βλ. παράδειγμα 3) κ.λπ.
β) Πολλές φορές, μετά τη λέξη «χαμηλότερο», ακολουθεί μικρή παύση για να προετοιμάσει τον άλλον για τη συνέχεια της φράσης (επίπεδο μετροπόντικα).
γ) Στο λήμμα η λέξη «χαμηλότερο» μπορεί να αντικατασταθεί και με τη λέξη «χειρότερο».
δ) πολλές φορές σε μια τέτοια συμπερασματική φράση μπορεί να γενικεύονται κρίσεις ατεκμηρίωτα (βλ.παράδειγμα 1)

  1. - Καλά ρε μαλάκα, πώς σφουγγαρίζεις έτσι; Αχρηστος είσαι. Σκατά! τα 'κανες. Κοίτα να μαθαίνεις (του δείχνει).
    - Α έτσι έπρεπε; Δεν ήξερα.
    - Καλά... Απ' ό,τι φαίνεται... έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Παραδέξου το.
    - Κάτσε ρε... Αυτό δεν το 'ξερα... Οκ. Μη γενικεύεις όμως.

  2. - Είσαι μαλάκας, είσαι μουνόπανο, είσαι αρχίδι, δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο είσαι.
    - Βρίσε, βρίσε, βρίσε. Όσο βρίζεις, τόσο θα ενισχύεις τη γνώμη μου για το επίπεδο σου.
    - Τι εννοείς;
    - Εννοώ πως έχεις επίπεδο χαμηλότερο κι από επίπεδο μετροπόντικα. Αατα

  3. - Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που δουλεύουμε, προκειμένου να 'χουμε λούφεν_ τούφεν, στέλνουμε που και που, δουλειά που μπορούμε να την κάνουμε, σε υποκατασκευάστριες εταιρείες. Δεν υπάρχει άλλος λόγος πέρα απ' τη λούφα μας. Κάτι οι επιδοτήσεις, κάτι οι κρατικές ενισχύσεις, τη βγάζουμε κοτσάνι.
    - Και μπορείτε;
    - E... Λες να μην έχουμε βρει τρόπους;Σαράντα χρόνια...
    Του εξηγεί: μπλα... μπλα... μπλα...
    - Ε, πάει και τελείωσε. Έχετε επίπεδο χαμηλότερο... κι από επίπεδο μετροπόντικα.Νισάφι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Update της φράσης «έχεις δει τη μούρη σου (κατ' άλλους: τα μούτρα σου) στον καθρέφτη;» για την εποχή του φατσοβιβλίου.

Η φράση έχει σα στόχο να προσγειώσει και να μειώσει άτομα με πολλούς μα πάρα πολλούς «φίλους».

- Δουλεύω σε promotion για εταιρείες τσιγάρων...
- Έχεις δει ρε τη μούρη σου στο facebook που κάνεις και προμόσιον;

Όταν η φωτό προφίλ είναι κολακευτική... (από Khan, 23/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η RAM (Random Access Memory) είναι η προσωρινή μνήμη ενός Η/Υ, μέρος ζωτικότατο όσο και απολύτως απαραίτητο για την άρτια λειτουργία του. Όταν χρησιμοποιούμε μεταφορικά την έκφραση «ο τάδε έχει κάψει RAM», θέλουμε να δείξουμε ότι έχει πολύ αδύνατη μνήμη, δεν θυμάται Χριστό, βρίσκεται σε αρχή Αλτσχάιμερ.

- Ρε Μητσάρα, σου έδωκε τελικά ο Ιεροκλής εκείνα τα εκατό που σου χρώσταγε;
- Ποια εκατό ρε Τεό, είκοσι μου χρώσταγε...
- Καλά, έχεις κάψει RAM μου φαίνεται...

(από GATZMAN, 28/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επιτίθεμαι συνοδεία πολλών σε έναν (1) αντίπαλο ή σε ολιγάριθμη αντίπαλη ομάδα, κάνω ντου μαζί με πολλούς άλλους. Εναλλακτικά το παράγωγο ουσιαστικό (ζεργκ ή ελληνιστί ζεργκάρισμα) χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «κοσμοσυρροή».

Προέλευση/ετυμολογία: Το ρήμα προκύπτει από τη φυλή των Ζεργκ στο Starcraft, των οποίων προσφιλής τακτική ήταν να επιτίθενται στον αντίπαλο με πολυάριθμες αδύναμες μονάδες, μην αφήνοντας περιθώρια αντίδρασης.

  1. - Πωπω ρε φίλε εκεί που φάρμαρα έσκασε ένα ρέιντ και με ζέργκαραν. Ούτε που κατάλαβα πως πέθανα.

  2. - 'Αντε άντε πιάσε καμιά θέση γιατί μετά θα πέσει ζεργκάρισμα.

  3. -Κοίτα εδώ να δεις πως ζέργκαραν την κοπελίτσα τα λιγούρια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απειλή νεο-γραφιά έναντι ενοχλητικού συναδέλφου, στον χώρο εργασίας.

Συνώνυμο των «θα πάρω πέτρα», «θα γίνει της Καλλέργαινας», «κρατάω μαχαίρι» κλπ., μόνο που ο νεο-ραγιάς στερείται των απαραίτητων φυσικών πόρων που του παρέχουν τα απαραίτητα εγχειρίδια υλοποίησης της απειλής. Το μόνο που διαθέτει είναι ο μοντέρνος εξοπλισμός γραφείου, ο οποίος και πάλι, είναι χρεωμένος στη δαπάνη του υπουργείου που έχει δανειστεί από την τάδε π***να, ή είναι με λήζινγκ και άλλα κουραφέξαλα που μας βομβαρδίζουν κατακέφαλα και δεν μπορώ να κατανοήσω ο βλάχος. Αλλά έτσι όπως πάμε, εκτός από τις «ιπτάμενες ποντικιές», σε λίγο θα χρεώνονται και οι «δημόσιες, δωρεάν πετριές» της άλλοτε λεβέντισσας ρωμιοσύνης.

Συχνά συνοδεύει το «μη με κοιτάς» ή το «μην επαναληφθεί».

Συνήθως εκστομίζεται με ύφος Φούντα ή Λοβέρδου, ήτοι απλού λαϊκού αγανακτισμένου τίμιου πειραιώτικου αγοριού (χωρίς τα κροκοδείλια δάκρυα του 2ου)...

Μη με κοιτάς μωρή... θα φύγει ποντίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified