Εκ του αγγλικού own (έχω στην κυριότητά μου, «έχω», κατέχω). Κατά τη γρήγορη πληκτρολόγηση, παραπληκτρολογείται ως pwn (o -> p).

Χρησιμοποιείται ευρέως για να τονίσει την καθαρή υπεροχή κάποιου σε κάποιο βιντεοπαίγνιο.

Ο Τάκης χαλαρά σε ποουνάρει στο ντότα πάντως...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεκίνησε ως αργκό του παιχνιδιού CounterStrike και γενικέυτηκε.

Προέρχεται από το εγγλέζικο OMG (Oh My God) και αναφέρεται σε επίτευγμα κάποιου που οφείλεται κυρίως στην τύχη (ενώ συνήθως ο δρων το αποδίδει στην ικανότητά του).

  1. CounterStrike: Ο Α σκοτώνει τον Β, μονόσφαιρο, μέσα από τοίχο. B: - Ε ρε μαλάκα Α, είσαι ομιτζής.

  2. Ο ομιτζής τα κατάφερε και την έριξε τη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η δεύτερη συλλαβή της Αγγλικής λέξης grenade. Χρησιμοποιείται χάριν συντομογραφίας γραπτά (και προφορικά) κατά τη διάρκεια πολεμικών παιχνιδιών on-line. (Προφανώς αφορά τα FPS)

- 'Ωπα! Τι έγινε, πώς πέθανα; (κλασική απορία noob)
- Nade...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιντερνετικός όρος από το αγγλογενές ρήμα μπανάρω, δηλαδή απαγορεύω. «Κάνω μπανάκι» σημαίνει τρώω πόρτα από ένα διαδικτυακό forum ή άλλη παρόμοια μορφή ιντερνετικής επικοινωνίας, επειδή έχω υπερβεί κατάφωρα τους κανόνες λειτουργίας του κι ο mod ή admin με πετάει όξω. Η πρόσκληση «πάμε για μπανάκι;» λέγεται σε μια σπάνια στιγμή ευγενούς διαδικτυακής ανδρείας, όταν ο γράφων σε forum αποφασίσει να γράψει τον αντμιν στην πούτσα του, επειδή νιώθει ότι πρέπει οπωσδήποτε να πει αυτό που θέλει να πει. Η έκφραση «πάμε για μπανάκι» είναι ένα σύγχρονο «Μολών λαβέ!».

- Ρε φίλε, η παροιμία που καταχώρισες στο slang.gr υπάρχει απ' την Τουρκοκρατία, και την ξέρει κι η κουτσή Μαρία! Ο Τριανταφυλλίδης έχει πέντε σελίδες για πάρτη της! Άσε που δεν έχει κανένα στοιχείο αργκό! Τι το πέρασες εδώ; Μπαμπινιώτη; Ή σου αρέσει να κάνεις μπανάκι;

(από Vrastaman, 10/09/10)

Σχετικά: μπανάνα / banάνα, μπάνιο, μπανιστάν

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης κάποιου ηλεκτρονικού παιχνιδιού που χρησιμοποιεί συστηματικά τσητς (αγγλ. cheats).

Συνήθως απαξιωτικός χαρακτηρισμός, ιδίως όταν γίνεται σε διαδικτυακά παιχνίδια, σπάζοντας τα νεύρα των νομοταγών και κιμπάρηδων παικτών.

- Αν δεν κάνουν update στο νετκαφέ δεν ξαναπατάω, να ξέρεις.
- Γιατί ρε, τι έγινε;
- Έχουν πλακώσει τσητεράδες και τα παιχνίδια είναι GTP. Άσε που πειράζουν τα σκορ. Εγώ να γαμιέμαι να πάρω μια καλή θέση στον σέρβερ κι αυτοί να με πετάνε σε μια νύχτα τριάντα θέσεις κάτω από το υπόγειο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεξία: είμαι ιντερνετικώς πώς συνδεδεμένος με τον άλλον (σε παιχνίδι, σε τσατ, σε μπλογκ, σε ό,τι).

Μεταφορικά: η σκέψη μου συμπίπτει με του άλλου ως δια μαγείας, σα να λέμε τηλεπάθεια ένα πράμα. Είμαι «στο ίδιο μήκος κύματος» με αυτόν, χωρίς να έχει προηγηθεί καμία συνεννόηση, απολύτως τυχαία.

Αντίθετο: είμαι είμαι οφλάιν, οφ (σημασία 1δ).

Από το αγγλικό on line.

  1. - Ρε φίλο, όλη μέρα σε έβλεπα ονλάιν, γιατί δεν απαντούσες;

  2. - Δε μπάμε να χτυπήσουμε κανα μπυρόνι λέω γω;
    - Καλά ε, είμαστε ονλάιν, αυτό ακριβώς πήγα να σου πω και γω τώρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναβαθμίζομαι. Ανεβαίνω επίπεδο (level στα αγγλικά).

Όπως αναπτύσσει ο ορισμός του συνώνυμου λεβελιάζω, προέρχεται από τα διάφορα ηλεκτρονικά παιχνίδια και, πριν από αυτά, τα επιτραπέζια παιχνίδια ρόλων που προβλέπουν επίπεδα στις ιδιότητες των παικτών. Ένας παίκτης έχει διάφορες ιδιότητες: invisibility (το να είσαι αόρατος), ταχύτητα, θωράκιση κλπ. Με διάφορους τρόπους όπως μαζεύοντας ειδικά αντικείμενα ή επιφέροντας χτυπήματα κατά αντιπάλων, οι ιδιότητες αυτές βελτιώνονται, παίρνουν λέβελ. Λέβελ παίρνει και ολόκληρος ο παίκτης, χάριν μετρησιμότητας της αξίας του.

Σε άλλα συμφραζόμενα, παίρνει λέβελ ό,τι καλυτερεύει, ό,τι αναβαθμίζεται λίγο αλλά διακριτά από την μία στιγμή στην άλλη. Μια μικροκοινωνία, μια συνεχιζόμενη προσπάθεια κάποιου ή κάποιων, μια εταιρεία, ένας άνθρωπος.

Χρησιμοποιείται και σοβαρά και περιπαικτικά.

  1. Από εδώ:
    Και τώρα που το post πήρε level και ελέγχθηκε και η ορθογραφία του, ξαφνικά αποκρυπτογραφήθηκε το κρυφό του μήνυμα και τα μιλιούνια των ανθρώπων που προηγουμένως δεν καταλαβαίνανε, ώ, τι θαύμα, διαφωτίστηκαν...

  2. Από εδώ:
    σκληρό chapter. tr00. ο μαντάρα τελικά μοιάζει λίγο με τον oobito; :Ο βλέπω δεν είμαι ο μονος που βλέπει την ομοιότητα. η κόναν είναι σκέτη πώρωση. μου άρεσε και πριν αλλα τώρα πήρε level

  3. Από εδώ:
    ρε μλκ ήξερα ότι είσαι βρώμικο μυαλό, αλλά τί να πω, πλέον έχεις πάρει level

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος είναι παραποίηση της Κορεάτικης λέξης «gosu» (고수) που σημαίνει δεξιοτέχνης, άνθρωπος με ανεπτυγμένες ικανότητες. Οι Άγγλοι την χρησιμοποιούν αυτούσια.

Η ετυμολογία προέρχεται από το αρχαίο επιτραπέζιο Κορεάτικο παιχνίδι Go όπου σε ένα τετράγωνο πίνακα έπρεπε με τα πούλια σας (παρόμοια με αυτά της ντάμας) να κλείσετε τον αντίπαλο. Νικητής ήταν όποιος μπορούσε να βάλει τελευταίος ένα πούλι στον πίνακα. Το Go παίζεται από το 1.000 π.χ. (δηλαδή πριν ακόμα ανακαλυφθεί το σκάκι του 6ου μ.χ. αιώνα) και το Gosu αφορά κάθε δεξιοτέχνη που είναι άριστος στο Go.

Οι Άγγλοι έχουν παραφράσει τα αρχικά GOSU προς όφελός τους, με φράσεις του στυλ «Graduate Οf StarCraft University», «God Of StarCraft Universe» ή «God of StarCraft Units» κι αυτό γιατί οι Κορεάτες είναι οι μεγαλύτεροι μάστορες στο StarCraft.

Κύρια έννοια:
Με το επίθετο «γκοσάς» χαρακτηρίζεται κυρίως ο IMBA παίκτης, ο απόλυτος gamer που παίζει κάποιο/-α video games στα δάχτυλα, λες και είναι η δεύτερη φύση του.

Δευτερεύουσα έννοια:
Γκοσάς είναι επίσης ο εκάστοτε δεξιοτέχνης στο επάγγελμά του ή σε κάποιο χόμπι.

(Κύρια έννοια)
- Ρε μαλάκα παίζαμε lol και σκάει μια Clan με Κορεάτες και μας κάνει οικόπεδο μέσα σε 20 λεπτά! Τι είναι αυτά ρε;
- Μη ψάχνεις να βρεις. Αυτοί είναι γκοσάδες και λιώνουν όλη μέρα σε μια οθόνη. Γάμα το.

(από HardcoreGR, 01/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νιουμπίδι ή νιουμπίδιον: ο τύπος ο οποίος είναι πρωτάρης στα PCέα και δεν νικάει ούτε με σφαίρες. Συνώνυμο του νουμπάς.

Πω, ρε μαλάκα, αυτός έχει φάει 100 defeat. Είναι τέρμα νουμπίδι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης ρόλων (όχι με την αθλητική έννοια), αυτός που ασχολείται με παιχνίδια ρόλων (αλλά όχι με τη σεξουαλική έννοια).

Από το αγγλικό αρκτικόλεξο r.p.g. (role-playing game). Λέγεται και ρολ-πλέιερ, απευθείας απ' τ' αγγλικά.

  1. δεν θα την έλεγα κακή ταινία, αλλά απλά λατρεύω το The Gamers: Dorkness Rising. Μιλάμε ότι αυτή η ταινία είναι το υπερθέαμα του αρπιτζά! Όποιος έχει ασχοληθεί με roleplaying και ειδικά DnD επιβάλλεται να τη δει, θα γελάει μέχρι μεθαύριο! (εδώ)

  2. για να παρακολουθήσεις τις λεπτομέρειες του Σαλβατόρε, πρέπει να 'χεις μια σχετική επαφή με dnd (dungeons and dragons) και με FR (Forgotten Realms ή αλλιώς Faerun). Έχω διαβάσει μέχρι και το Legacy (αγγλικά εννοείται, μια φορά διάβασα μετάφραση και οι αντιδράσεις κυμαίνονταν από σπαστικό γέλιο μέχρι ανηλεές χτύπημα του κεφαλιού σε σκληρές επιφάνειες), σαν κλασική αρπιτζού. (απ' το ές-εφ-έφ τζι άρ)

  3. Αρκετές οι προσφορές και αυτή την εβδομάδα, ωστόσο ξεχωρίζουν «από χιλιόμετρα» το πακετάκι του Steam με τα τέσσερα Gothic αλλά και η προσθήκη του The Temple of Elemental Evil στο GOG.com που για τέταρτη σερί εβδομάδα ψηφίζει RPG. Ε, μετά κι απ’ αυτό, οι «αρπιτζάδες» μεταξύ μας θα πρέπει να ‘χετε μείνει ταπί… (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified