Παραλλαγή τση βιζιτούς (άκα βίζιτας), τση προσφιλούς δηλαδής νίτσας που προσφέρει υπηρεσίες βίζιτας εν είδει ντελίβερι.

- δεν έχει βάλει στη άκρη τίποτα φράγκα η Τζενούλα από την εποχή που ήταν πιπατζού και βιζιτατζού? (δαμαί)

- Το λάϊφ στάϊλ της ψωροκώσταινας αντεπιτίθεται και προωθεί ώς πετυχημένη την κάθε πατσούρα- βιζιτατζού του ελληνικού τηλεμπουρδέλου και ως ισχυρό τον τελευταίο χλιμίτζουρα που πότε με λαμογιά πότε με τσιρίγματα επί της οθόνης, κατάφερε να ζεσταίνει με τον κώλο του ένα από τα βουλευτικά έδρανα. (τσαμαί)

Εκ του γαλατικού visiter και του τουρκογενούς γαμοσλανγκοεπαγγελματικού προσδιορισμού -τζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πάλαι ποτέ εργαζόμενος εις οίκον ανοχής, ο οποίος ήτο επιφορτισμένος με το καθήκον της πλύσης των γεννητικών οργάνων εκάστοτε πελάτου προ και ενίοτε μετά συνουσίας. Οι λεκανατζίδαι έφεραν την χαρακτηριστικήν μικρή λεκάνην, σαπων και μάκτρο (πετσέτα), και ήτο συνήθως ομοφυλόφιλοι της μεγαλυτέρας τάξεως, ήτοι Gay over. Σήμερον πλέον οι λεκανατζίδαι εκλείπουν, οπότε έτσι χαρακτηρίζεται ο εργαζόμενος βαρέος και ανιαρού επαγγέλματος.

Φαίδων: «Τρύφων, παρακαλείσαι όπως μεταβείς εις το δωμάτιο του λεκανατζή, διότι οι όρχεις σου οζούν!»
Τρύφων: «Το αυτό επιθυμεί η τσατσα και δι εσέ, οι όρχεις σου οζούν παρομοίως!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified