Ο τάπας, ο κοντός. Ειδικά ο κοντός ποδοσφαιριστής, γιατί όταν τρέχει μοιάζει με κουβαρίστρα που κυλάει.
- Καλός ο Σάλπι. - Άντε ρε με την κουβαρίστρα.
Ο τάπας, ο κοντός. Ειδικά ο κοντός ποδοσφαιριστής, γιατί όταν τρέχει μοιάζει με κουβαρίστρα που κυλάει.
- Καλός ο Σάλπι. - Άντε ρε με την κουβαρίστρα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο υπερβολικά γραμμωμένος, ο κομμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας, ο γράμματας. Το υποδόριο λίπος του έχει περιοριστεί τόσο, σε φάση που το δέρμα του φαίνεται διάφανο, σαν τσιγαρόχαρτο rizzla (το γαλάζιο πακετάκι). Τόσο λεπτό και διάφανο, όπως το κουστουμάκι που αλλάζουν τα φίδια κάθε χρόνο.
Το ερπετό σηματοδοτεί τον ανώτατο βαθμό γράμμωσης. Είναι η γράμμωση που καταντάει αηδία. Ως χαρακτηρισμός, δεν έχει απόλυτα θετική χροιά, σε αντίθεση π.χ. με το «φέτας». Δύσκολα θα δεις επιτυχημένους σφίχτες να αλληλοθαυμάζονται σε στιλ «πω ρε φίλε, ερπετό έγινες». Θα το πει μάλλον κάποιος που ασχολείται μεν με τη γυμναστική, αλλά χωρίς να έχει δει ιδιαίτερα αποτελέσματα, σε κάποιον γραμμωμένο που κρυφοζηλεύει. Ο τόνος είναι συγκαλυμμένα συγκαταβατικός. Δεν είναι δλδ ένας ευθέως ειρωνικός και μειωτικός χαρακτηρισμός (όπως π.χ. το «πρησμένος»), αλλά ακόμη κι έτσι προδίδει τον ανομολόγητο φθόνο του wannabe κομμάτια, προς το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του.
Ερπετά γίνονται οι μπίλντερς σε περίοδο αγώνων, όταν πλακώνονται στη δίαιτα, τρυπιούνται με στεροειδή που δεν κατακρατούν υγρά (π.χ. winstrol) και στην ούγια χτυπάνε και διουρητικά, π.χ. lasix (τα οποία είναι και τα πλέον επικίνδυνα, οι πιο πολλοί musclemen απ' αυτά έχουν πάει). Μερικοί δεν κάνουν ούτε μπάνιο τις τελευταίες μέρες, για να φρακάρουν οι πόροι και να μη μπαίνει υγρασία στο δέρμα. Έτσι, όταν ανέβουν στη σκηνή για να ποζάρουν, είναι εντελώς αφυδατωμένοι, τεζαριστοί, μόνο μύες και κόκαλα, με το ασπράδι των ματιών να κοντεύει να πεταχτεί έξω απ' τις κόγχες.
(διάλογος ζευγαριού στην παραλία)
- Τι κοιτάς ρε φροσάκι τόση ώρα και σου 'χουν βγει τα μάτια;
- Τίποτα μωρό μου, απλά χαζεύω...
- Μη μου πεις πως κοιτάς τον σφίχτη το ναυαγοσώστη... Αυτός ρε μωράκι μου το 'χει παραχέσει με τη γράμμωση. Δεν τον λες άνθρωπο πια, ερπετό τον λες. Φαντάζομαι τι φάρμακα θα 'χε πάρει για να γίνει έτσι. Θα σου πω όμως εγώ σε λίγα χρονάκια, που θα τον κλαίει η μάνα του...
- Ναι μωράκι μου αλλά οι κοιλιακοί του είναι σκέτη αμαρτία...
Got a better definition? Add it!
Μποντιμπιλντεράδικες φλέβες. Δέον όπως προφέρονται «φλεβίδγια» (όπως αρχίδια).
Τα φλεβίδια ουδεμία σχέση έχουν με τις φλατ και φλώρικεςφλέβες των κοινών θνητών (ξέρετε, αυτές που χρειάζεται να σφίγγει κανά μισάωρο η νοσοκόμα μ’ εκείνη τη μαλακία για να μπορέσει τις πετάξει λίγο έξω και να σου πάρει αίμα). Μη σας ξεγελά η κατάληξη –ίδια (που παραπέμπει σε υποκοριστικό). Quite the opposite. Τα φλεβίδια είναι διογκωμένα ορμητικά ποτάμια, που διασχίζουν τα μπράτσα (και όχι μόνο) του φετιασμένουαθλητή, σχηματίζοντας περίπλοκα γραμμικά και πλαστικά μπαρόκ μοτίβα, ανακαλώντας δαιδαλώδεις διακλαδώσεις υπεραιωνόβιου δένδρου (ζωγραφίζω ο πούστης). Εξυπακούεται πως φλεβίδια και γράμμωση πάνε πακέτο. Δεν νοείται το ένα χωρίς το άλλο.
Τα φλεβίδια αναδεικνύονται και πετιούνται (σαν τη Ρωμιοσύνη στα Λιανοτράγουδα του Ρίτσου ένα πράμα) όταν μειωθεί δραματικά το λίπος, πιο συγκεκριμένα αν αρχίσει και πέφτει σε μονοψήφια νούμερα το ποσοστό του επί της όλης σωματικής μάζας. Tip: το σωματικό λίπος δεν είναι μόνο υποδόριο (που περιβάλλει τους μύες) αλλά εισχωρεί ύπουλα και εντός αυτών!
Τα φλεβίδια είναι παράσημα. Διαχωρίζουν τα πρόβατα από τα ερίφια (δηλαδή τους άγριους από τους μπουχέσες) στην άτυπη (κι αλίμονο τόσο αληθινή) ιεραρχία στο χώρο του γυμναστηρίου. Όποιος τα έχει μπόλικα απολαμβάνει το ρησπέκ και το θαυμασμό των συναθλητών του.
All time classic φλεβίδια είναι οι δύο βασιλικές φλέβες, χοντρές σα μακαρόνια σπαγέτο μικρό νούμερο, που διασχίζουν τους δικέφαλους βραχιόνιους μύες (τα ποντίκια εν στενή εννοία). Αν τραβιέσαι με γυμναστικούλα κάποιο καιρό και δεν έχεις πετάξει ούτε αυτά, τότε χέσε μέσα Πολυχρόνη που δε γίναμε ευζώνοι. Καλύτερα πάψε να το παίζεις βαριτζής και γύρνα το στο πλέξιμο. Παράδεισος του φλεβιδίου είναι επίσης οι μύες του πήχεος, δηλαδή η κερκίδα και η ωλένη (πςς…).
Για πιο εξτρίμ φλεβοκαταστάσεις, το φαρμακάκι επιβάλλεται. Τότε βλέπεις ξάφνου να ξεπετιούνται φλεβίδια στα πόδια (βλέπε Κεντέρης), στους ώμους, το στήθος, την πλάτη. Γενικά χρειάζεται μια προσοχή και μια ρέγουλα, κι αν το παραχέσει κανείς παίζει να φαίνεται λιγουλάκι αντιαισθητικός. Διότι μας έχουν προκύψει τα τελευταία χρόνια κάτι κομπλεξικές γκόμενες που και καλά δε γουστάρουν τους πολύ γυμνασμένους και θέλουν ο άντρας να έχει το μπυροκοιλάκι του. Ου να μου χαθείτε κάργιες!
Ρε φίλε, τελευταία ο Μήτσος έχει φλεβιάσει άσχημα, το ‘χεις προσέξει;
Παίζει να κάνει διατροφή κι έτσι το παλικαράκι..
Καλά τραγούδα. Τέτοια φλεβίδια αγορίνα μου χωρίς να πέσει στο γυαλί φαρμάκι δεν παίζει ούτε με σφαίρες.
Got a better definition? Add it!
O τίγκας, ο γυμνασμένος όσο δεν πάει. Πρέπει να υπάρχει κάποιο φροϋδικό σλιπάκι-τριπάκι ανάμεσα στο χέσιμο, στα λεφτά και στο μπόντι μπίλντιγκ. Δεν είναι τυχαίο ότι εκφράσεις όπως χέζομαι, είμαι σφιχτός, σφίχτερμαν, σφιχτοκώλης, τα χρησιμοποιούμε και για τα τρία.
Πηγή: Ιησούς.
Ήταν χεσμένος στα Ευρώ, τώρα τα ξόδεψε όλα για να γίνει χεσμένος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Σημαίνει παίρνω όγκο, κερδίζω μυική μάζα ούτως ώστε να φαίνομαι πιο ''γεμάτος'', πιο ''μπαλαρισμένος''.
Ετυμολογείται προφανώς από τις μυικές ''μπάλες'' που ξεπροβάλλουν ως χαρούμενα εξογκώματα πάνω στο σώμα του ευτυχούς γυμναζόμενου. Κλασικό παράδειγμα τέτοιας μυικής ''μπάλας'' είναι βεβαίως το all time classic ''ποντίκι'', δηλ. ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς.
Προσοχή: το μπαλάρισμα δεν ταυτίζεται με τη γράμμωση. Η γράμμωση θα έρθει (αν ποτέ δεήσει να έρθει) αργότερα, όταν θα μπει φερμουάρ στο στόμα. Το μπαλάρισμα προηγείται της γράμμωσης. Είναι συνέπεια της απόκτησης των λεγόμενων ''ποιοτικών κιλών'', δηλ. επιπρόσθετου σωματικού βάρους στο οποίο υπερτερούν (αναλογικά) οι μύες έναντι του λίπους.
- Ρε αγόρι ψήνεσαι να χτυπήσουμε καμιά πρωτεΐνη να μπαλαριστούμε και να γουστάρουμε;
- Καλές οι σκόνες φίλε, αλλά μόνο αν βαστάει η τσέπη σου. Έχουν πάει στο θεό οι τιμές, γάμα τα...
Δες και είμαι στον όγκο
Got a better definition? Add it!
Μποντιμπιλντεράδικη αργκό. Άγριος είναι ο γραμμωμένος, ο φέτας, ο κομμάτιας.
Αγριάδα: η γράμμωση.
Συνήθης η συναδελφική έκφραση ''έχεις αγριέψει ρε φίλε τώρα τελευταία'', που σηματοδοτεί την πρόοδο του συγκεκριμένου αθλητή στον τομέα της μυικής διαμόρφωσης και συνάμα αποτελεί την επιβράβευση των προσπαθειών του.
- Aγόρι πως με κόβεις, δεν έχω τουμπανιάσει τώρα τελευταία;
- Nαι ρε φίλε, πήρες όγκο, αλλά όγκο είχες πάντα. Πέντε πάνω πέντε κάτω... Αυτό που θες είναι να τον δουλέψεις τον όγκο σου, να αγριέψεις λίγο, για να δείξεις...
Got a better definition? Add it!
Για παρακμιακούς σφίχτερμεν και σβάρτσους, που δεν τους πάει καθόλου η σφιχτεροσύνη, αλλά τους χαλάει.
Από τον Χ. Τσέκο, που είχε αναλάβει την Εθνική ομάδα Άρσης Βαρών και τους έδινε διάφορα περίεργα σκευάσματα, που αποδείχτηκαν παράνομα. Σε μια αποθήκη του βρέθηκαν πολλές ληγμένες ουσίες, το 2004, ενώ φημολογείτο ότι πολλοί σβάρτσοι συνέχιζαν να κάνουν ουρές για να πάρουν τις ουσίες. Από τότε, όταν βλέπουμε ένα παρακμιακό μπιλντέρι χρησιμοποιούμε αυτήν την έκφραση.
-Πώς είναι έτσι αυτός ο κακαμοίρης; Απ' τα ληγμένα του Τσέκου πήρε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσδιορισμός άσχημης γκόμενας, σύνθετο από τις λέξεις πούτσα και μούρη, συνώνυμο του πατσαβούρα, προερχόμενο από το γνωστό ψάρι κουτσομούρα.
Δες ακόμη: αστερίας, γκόμενα-γαρίδα, γκόμενα-μέδουσα.
Got a better definition? Add it!
Στους αγώνες δρόμου, όταν φτάνουν να κόψουν το νήμα και οι δύο αθλητές ταυτόχρονα, αυτός που έχει το μεγαλύτερο στήθος το κόβει πρώτος άσχετα εάν είναι στην γραμμή τερματισμού μαζί. Τώρα λέγεται για τις βυζούδες και σιλικονούχες που κερδίζουν τις εντυπώσεις με διαφορά στήθους, νικάνε χάρη στο βυζογραφικό τους κι όχι το βιογραφικό.
Πηγή: Αυτοκτονημένος, Hank.
Η Μενεγάκη κέρδιζε στα πρωινάδικα με διαφορά στήθους!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Εικόνα από τον στίβο και τα αγωνίσματα δρόμου, όπου ένας αθλητής που προπορεύεται, νιώθει στον σβέρκο την καυτή ανάσα τού αθλητή που είναι λίγο πίσω του κι ετοιμάζεται να τον προσπεράσει. Είναι μια ατάκα που την έλεγε πάρα πάρα πολύ η Σχολή αθλητικών δημοσιογράφων κυρίως παλιότερα, και την λέμε πλέον όταν κάποιος νιώθει να απειλείται από κάποιον άλλον που πάει να τον υπερκεράσει.
Μπορεί να λεχθεί και για κάποιον που γαμεί κάποιον άλλο από πίσω.
Με 207 λήμματα το Ντέρτι είναι η καυτή ανάσα στον σβέρκο του άρχοντα acg.
(σ.ς.: Το 1 να μην συγχέεται με το 2).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified