Το γυναικείο beachwear έχει καθιερωθεί εδώ και δεκαετίες με αδιαμφισβήτητο βασιλιά το μπικίνι (ονομασία από την ατόλη Μπικίνι στον Ειρηνικό) και λιγότερο διαδεδομένο το ολόσωμο, το οποίο συνήθως περιορίζεται στα κολυμβητήρια για προφανείς λόγους. Λόγω της μακράς ιστορίας του, είναι λογικό το μπικίνι να έχει υποστεί διάφορες μεταλλάξεις ανάλογα με την εποχή και τις επιταγές της μόδας. Από απλές, αφαιρετικές κινήσεις όπως το topless και ιδιοφυείς εμπνεύσεις όπως το τάνγκα και το θεϊκό (αρκεί να «τυλίγουν» τους τέλειους Βραζιλιάνικους κώλους για τους οποίους εφευρέθηκαν! – βλ. μήδια 1 και 2)

Όπως είναι φυσικό, στην ιστορία του ενδύματος αυτού έχουν υπάρξει και πλείστα παραδείγματα γελοίων σχεδίων απίστευτης κακογουστιάς και επίδειξης, όπως δερμάτινα (αποδεκτά μόνο αν είσαι η Ποκαχόντας ή η Raquel Welch στο One Million Years B.C. – βλ. Μήδια 3 και 4), λεοπαρδαλέ/τιγρέ/ζεβρέ (αποδεκτά αν είσαι η Τζέην ή η Sheena) όπως μήδι 5 και γούνινα αν είσαι η γκόμενα του Ηρακλή (η γνωστή ηρωίδα της ελληνικής μυθολογίας ντε, η Ζήνα!) – βλ. Μήδιο 6.

Της μοδός τελευταία, είναι το τρικίνι (εις την αλλοδαπήν: monokini), το οποίο περιγράφει τα απίστευτα βλακώδη γυναικεία μαγιό όπου το βρακί ενώνεται με τον βυζοβαστάχτη. Στην απλή μορφή του είναι απλώς ένα μπικίνι με ένα επιπλέον κομμάτι ύφασμα (βλ. Μήδιον 7). Επειδή όμως οι γάτοι της μόδας δεν αρκούνται ποτέ στα απλά (όσο γελοία και να είναι to begin with), ακολούθησαν τα τρικίνι-σφεντόνα (Μήδι 8), τρικίνι-Facadoro - το φοράς σαν κόσμημα (βλ. μήδι 9: 5000 κρύσταλλα Swarovski, κόστος: 2000 λίρες Αγγλίας) και συνδυασμός τρικίνι-Sheena στο πιο ξεκωλέ του: ροζ λεοπάρδαλη (βλ. μήδι 10).

Υπό μια έννοια, το τρικίνι είναι η γυναικεία σωβρακοφανέλλα της παραλίας.

Credit: Άγνωστη λουόμενη στην Κρήτη, σχολιάζοντας παραδίπλα τσόκαρο με τρικίνι.

Ως μήδια.

Βγήκαν οι αρκούδες στην παραλία (από Desperado, 21/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι αποκαλείται ο φέρων κολλώδη γέλη στο μαλλί για λόγους κομμωτικού ελέγχου και δεν συμμαζεύεται.

Εκ του gel < Γαλλικό gélatine («ζελές») < Λατινικό gelare («παγώνω») το οποίο συγγενεύει με το Ελληνικό ύαλος («γυαλί»). Ο νεολογισμός γέλη αποτελεί πρόσφατο αντιδάνειο.

Η λέξη gel χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά με κομμωτική έννοια το 1958.

- Εν παραλλήλω λάνσαρε στο σανίδι και τον πρώτο Ιουστινιανό με... τζελαρισμένο μαλλί! Τώρα οι ιστορικοί όλου του κόσμου σηκώνουν τα χέρια ψηλά, αλλά η κυρία Μιμή Ντενίση συνεχίζει απτόητη το ερευνητικό της έργο και βγάζει στη φόρα πτυχές της βυζαντινής ιστορίας που μόνο εκείνη θα μπορούσε να φαντασθεί.
(από εδώ)

- όσο μεγάλο πούτσο και να έχει, ξέρω ότι αν κάνω μαζί του δεσμό σε δέκα το πολύ χρόνια θα έχω φορτωθεί μια επαρχιώτισσα αδερφή στο κανάλι, με προγούλια και τζελαρισμένα καρφάκια στο κεφάλι, να κουνιέται, να προσπαθεί να κάνει την σπουδαία, όπως όλοι οι επαρχιώτες γαμιάδες, πουλάνε αντριλίκι, στην αρχή, επειδή μετά, έχουνε καιρό, να προκαλέσουνε πολλαπλούς εμετούς, με τις εμετικές, εμετικές, εμετικές τους συμπεριφορές...
(από εδώ)

- κι ο φλώρος δεν ήξερα πως είναι πουλί, νόμιζα πως είναι γκομενάκι από τα ΒΠ με τζελαρισμένο μαλλί και ριγέ πουκάμισο! (από εδώ)

Για τζελαρισμένες πιπες (από Vrastaman, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Νεολογισμός που σχηματίζεται από την αγγλική λέξη straight (εξελλην. στρέιτ) -> άμεσος, ευθύς, κατευθείαν, συν την κατάληξη -άδικος, και που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. (Μουσ.) Ρυθμός, ή σύνθεση, ή τρόπος παιξίματος μουσικού κομματιού (ασχέτως οργάνου) που χαρακτηρίζεται από ευθύτητα και αμεσότητα κατά τη σύλληψη και την εκτέλεση, που δεν εμπεριέχει περίτεχνα ή περίεργα γυρίσματα ή σπασίματα αλλά εξελίσσεται ευθύγραμμα και χαρακτηριστικά του μουσικού ιδιώματος στο οποίο ανήκει.

Ως στρεϊτάδικος δε χαρακτηρίζεται και ο ήχος μουσικού οργάνου που δεν περιλαμβάνει επεξεργασία, αλλά που είναι άμεσος και για μία ακόμη φορά χαρακτηριστικός του εκάστοτε μουσικού ιδιώματος (βλ. και καρφί).

  1. Ως στρεϊτάδικο αποκαλείται και ο χώρος ή το μέρος στο οποίο συχνάζουν άτομα ετεροφυλοφιλικών σεξουαλικών προτιμήσεων (βλ. στρέιτ).

  2. Ως στρεϊτάδες αποκαλούνται τόσο οι ετεροφυλόφιλοι σεξουαλικά άντρες (δεν συνηθίζεται ο χαρακτηρισμός στις ετεροφυλόφιλες γυναίκες), αλλά ακόμη περισσότερο οι θιασώτες της ιδεολογίας straight-edge ή στρέιτ-ετζ, στρέιτετζ.

(Όσον αφορά το μουσικό σκέλος του ορισμού, η διαδικτυακή έρευνα δυστυχώς δεν είχε αποτελέσματα. Οποιοσδήποτε γνωρίζει και μπορεί να συνεισφέρει για την τεκμηρίωση, ας τ' αναφέρει στα σχόλια. Πάντως, ο συντάκτης του παρόντος ακούει και χρησιμοποιεί το λήμμα με τον συγκεκριμένο ορισμό εδώ και χρόνια).

  1. «Έχεις λαλήσει εντελώς», τον ρώτησε ο Mike. «Πήγες να ψωνιστείς και να παίξεις σε redneck στρεϊτάδικο; Και στο δρόμο, οδηγώντας; Θα σε σκοτώσουν ή θα σε μαντρώσουν». (Εδώ)

  2. Μπαίνω σε σεσημασμένο στρειτάδικο. Ο Μάκης επιμένει ότι πέρυσι είδε «και κάτι τρελές» και ότι «δεν χρειάζεται να κάνεις παρέλαση. Είμαι αντίθετος με τον όρο γκέι, πιστεύω σ’ αυτά που προστάζει η φύση». Μα κι αυτό, προσταγή της φύσης δεν είναι; τον ρωτάω. Επιμένει. Ο Θάνος εργάζεται σε στρατιωτική υπηρεσία: «Δεν πιστεύω γενικά στις διαδηλώσεις. Πιο αποτελεσματικό θα ήταν ένα ψήφισμα». Πώς φαίνεται το επάγγελμα! (Εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ράστα αποκαλούνται στην Ελλάδα σλανγκιστί οι πλεξίδες (dreadlocks) που αφήνουν για θρησκευτικούς λόγους οι Ρασταφαριανοί, οι φίλοι της μουσικής ρέγγε, αλλά και πολλά τρέντι εθνίκια.

Εκ του Rastafarianism < Ρας Ταφάρι Μακόνεν, το κατά κόσμον όνομα του μακαρίτη Αυτοκράτορα της Αιθιοπίας Χαϊλέ Σελασιέ Α' που αποτελεί θεία ενσάρκωση για τους Ρασταφαριανούς.

-Στα ράστα ενός φίλου μου που ήταν πολλά και μακρυά κάνανε φωλιά κατσαρίδες!!

-Ένας φίλος με μακριά Ράστα είχε κρυμμένα μέσα 15g χόρτο και αφού τον σταμάτησε η αστυνομία και έψαξαν παντού (μέχρι και στην πίσω του τρύπα!) δεν το βρήκανε.

(από εδώ)

Η εμφάνιση αυτή πιστεύεται από τους ίδιους πως εναρμονίζεται με το εδάφιο 21:5 από το Λευιτικόν της Παλαιάς Διαθήκης («καὶ φαλάκρωμα οὐ ξυρηθήσεσθε τὴν κεφαλὴν ἐπὶ νεκρῷ καὶ τὴν ὄψιν τοῦ πώγωνος οὐ ξυρήσονται καὶ ἐπὶ τὰς σάρκας αὐτῶν οὐ κατατεμοῦσιν ἐντομίδας») και το εδάφιο 6:5 του Βιβλίου του Αριθμών («πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ ἁγνισμοῦ ξυρὸν οὐκ ἐπελεύσεται ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, ἕως ἂν πληρωθῶσιν αἱ ἡμέραι, ὅσας ηὔξατο Κυρίῳ· ἅγιος ἔσται τρέφων κόμην τρίχα κεφαλῆς»), ενώ συχνά συνδέεται και με τη βιβλική αναφορά στις επτά «σειρές» της κεφαλής του Σαμψών (Κριταί, Κεφ. ΙΣΤ'.13).

(Βικούλα)

Dr Alimantado: πραγματικός Ράστα με "ράστα" (από Vrastaman, 22/04/09)Rita & Ziggy Marley στον Λευκό Οίκο :-) (από Vrastaman, 16/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δάνειο εκ του γαλλικού επιθέτου petit (μικρός, μικροκαμωμένος), που χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα εξής:

  1. Τις μικροκαμωμένες και λεπτές (πάντα στα πλαίσια της κομψότητας και όχι της ανορεξίας) κοπέλες ή γυναίκες. Ο χαρακτηρισμός πετίτ για άντρες είναι μάλλον σαρκαστικός, εκτός κι αν υποδηλώνει άλλα προτερήματα (πετίτ στο μάτι...).

  2. Τα μικρά (αλλά όχι απαραίτητα μικροσκοπικά) σε μέγεθος αντικείμενα ή πράγματα πάσης φύσεως, ή ακόμη και τους χαμηλών διαστάσεων χώρους.

Η χρήση του πετίτ πιο γενικά χρησιμοποιείται για να δηλώσει -ενίοτε με ειρωνική διάθεση εκ μέρους του ομιλητή, ενώ άλλες φορές με έκδηλη χαριτωμενιά- τον μινιμαλισμό και την ομορφιά και χάρη που υποτίθεται πως υπάρχει στα μικρά πράγματα, με άλλα λόγια το άκρως αντίθετο του think big, δηλαδή τις διδαχές της τάσης που δηλώνει πως η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή.

  1. Η Ελένη που λέτε είναι μια γυναίκα η οποία φαίνεται 10 χρόνια νεώτερη της ηλικίας της, αφού είναι petit κορίτσι! Φοράει να φανταστείτε νούμερο παπουτσιών 35. Τόσο petit είναι!!!! (Εδώ)

2.αλλα η απορια μου ειναι γιατι τα θελεις ολα με μπρασελε και μαλιστα τοσο λεπτο; κατι σε λουρακι δε σου αρεσει; εισαι λεπτοκαμωμενη, αλλα αυτο δε σημαινει οτι και τα πραγματα πανω σου θα πρεπει να ειναι petit. (Εκεί)

  1. Τι άλλο να κάνετε στο Ηράκλειο; Να πάτε στο Ιστορικό Μουσείο που είναι πετίτ και συμπαθέστατο και κεντρικό και είχα ξεχάσει ότι είχα πάει μέχρι που το είδα και κάπως μου 'ρθαν ένα ένα χρόνια δοξασμένα. (Παραπέρα)

  2. Μιας και τα ηχειακια ειναι petit κατασταση...σχετικα με ενισχυτη εχετε καμια προταση σε κατι πιο slim, compact και designατο;(το ξερω δεν ζητω τιποτα) (Παρακεί)

(από perkins, 02/09/10)μπισκοτακιααααααααααα!!! (από perkins, 02/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά:
1. Το κούτελο.
2. Τα τεράστια σε μέγεθος γυαλιά ηλίου.

  1. - Είδες παρμπρίζ η Ελένη, έ;
    - Δεν πειράζει, καλή είναι.

  2. - Φέτος είναι της μόδας τα παρμπρίζ. Τα φοράνε όλες και μοιάζουν με μύγες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μεγάλα, μπαλκονάτα, σφριγηλά και ιβηρικά βυζιά. Εκ του γαλλικού σλανγκ, les doudounes.

Ο δρόμος μ’ έβγαλε τυχαία
στου «Μαξ, Ανδρικαί Κομμώσεις»
μπήκα να σενιάρω σβέρκο και να στρώσω μαλλί.

Έπεσα σε ένα σκυλί
μια σαμπουανού
Που μ' έστειλε αλλού
με το παγανιστικό της κάλλος και τα σαπουνόχερά της.

Μού έσκυψε και άτσα της
δυο ντουντούνια
σαν ροζ ραχάτ λουκούμια
αναπήδησαν στον σβέρκο μου
μπουμ-μπουμ

Θυμήθηκα την κόρη του Χαλίφη
την χιλιοστή δευτέρα βραδιά
και ένιωσα την άκρη του σουγιά να μου τρυπάει την καρδία.

Της είπα «Μωράκι σε βγάζω απόψε, οκέϊ;»
πρώτα χαμογέλασε με λόξυγκα και μετά
κάτω από τον σιρόκο του σεσουάρ που καίει
το μικρό άφησε να πεταχτεί
«θέλω»

(Serge Gainsbourg, Chez Max Coiffeur Pour Hommes)

(από Vrastaman, 20/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρακμή, αλλά και ο παρακμιακός, -ή, -ό. Από την γαλλική λέξη décadence που σημαίνει παρακμή και προφέρεται «ντεκαντάνς» (παρεμπιπτόντως: οι dead can dance παίζουν με την προφορά της λέξης αυτής). Το χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε ανθρώπους, καταστάσεις, χώρους, μουσική.

  1. Είδα την Ράνια χθες. Χάλι. Ήταν υπερβολικά βαμμένη, ντυμένη σαν τρεντάκι ενώ έχει κλείσει τα πενήντα, την έπινε χαλαρά όλη την ώρα και δεν ήξερε πού πατούσε όταν σηκωθήκαμε, άσε που μιλούσε φωναχτά και έλεγε κάτι μαλακίες... Γάμησέ τα, πολύ ντέκα...

  2. Με πήγε να φάμε σε ένα εστιατόριο μες στη ντέκα. Ψευτοχρυσές πλαστικές καρέκλες, συνθετικά τραπεζομάντηλα, μουσική να κόβεις τις φλέβες σου, τα 'παιξα και δεν μπορούσα να φύγω, ήμασταν οι δυο μας μόνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπραζίλιαν είναι το νέο κι απείρως πιο καβλιάρικο στρινγκ, η χαρά του κωλάκια.

Αφήνοντας κάποια κρίσιμα τετραγωνικά εκατοστά στην νοσηρή μας φαντασία, καθίσταται τα μάλα κωλακευτικότερο για τους γλουτούς από οποιαδήποτε συμβατική στρινγκαδούρα.

Αγαπάμε Βραζιλία.

1.
Έφερε πανικό στην παραλία η Ελεονώρα Μελέτη… κρεμασμένη ανάποδα φορώντας μαγιό μπραζίλιαν! (ΦΩΤΟ).

2.
Φορώντας ένα μπραζίλιαν μαγιό σε κόκκινες αποχρώσεις και ένα λευκό πουκάμισο, κατάφερε να κάνει τα αρσενικά να αναστενάζουν και τις γυναίκες να ζηλεύουν.

3.
Η σέξι δημοτική σύμβουλος με μπραζίλιαν μαγιό! Διαβα΄στε περισσότερα στο sportdog.gr

4.
Για κάθε χοντρή με μπραζίλιαν που φασώνεται παθιασμένα στη θάλασσα, υπάρχει μια ντίβα, χωρισμένη, ανορεξική απ' έξω που την καταριέται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified