Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.
- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!
Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.
- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!
Δες και στον πόυτσο μόυ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.
Εκ του fuck-ιόλα.
- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.
- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η εξόχως ευειδής γυναίκα, το καυλόμουνο.
Πάσα: krepsinis.
- Ρε τι καυλομουνι ειναι αυτο ;; :O εγω με το που θα το επερνα χαμπαρι θα ορμαγα επανω της και θα την πηδαγα μεσα στο αμαξι της...
(εδώ)
- αντζελα εισαι καυλομουνι στις φωτο!!! (εκεί)
- Πάει μια φορά ένας τυπάς σένα μαγαζάκι, να φάει κάτι στα γρήγορα πρίν πάει στη δουλειά του.Κάθεται λοιπόν στο τραπεζάκι και περιμένει....
Μετά από κανένα πεντάλεπτο χωρίς να πιστεύει στα μάτια του εμφανίζεται ένα ξανθό **καυλομούνι** με μίνι φουστίτσα και με τα βυζιά έξω και τον ρωτά:
-Τί θα θέλατε παρακαλώ;
Αυτός μισαζαλισμένος της απαντά:
-Τί έχει το μαγαζί;
Κοιτάει αυτή το μενού και λέει:
-Έχουμε καφέ x, y, w, e........, σάντουιτς και μασάζ στ
αρχίδια.
Ακούει αυτός για μασάζ και γυρίζει το μάτι του:
-Δε μου λές, το μασάζ το κάνεις εσύ;
Χαμογελά το μουνί και του λέει:
-Ναί, εγώ το κάνω.
Μόλις το ακούει λοιπόν ο τύπος γυρίζει σαστισμένος και της απαντά:
-Εεε τότε πήγαινε πλύνε τα χέρια σου και φέρε μου ένα σάντουιτς.
(παραπέρα)
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως για πολύ κοντές κοπέλες.
Τα αρχικά σημαίνουν: παίρνει πίπα όρθια.
- Πε κοίτα αυτό το μωρό! - Τι λες ρε, αυτό είναι Π.Π.Ο.
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα που διαθέτει ευμεγέθη και παράλληλα στρογγυλό κώλο. Να μην συγχέεται με την κάθε τυχάρπαστη χοντροκώλα, καθώς στην περίπτωση της καρπουζοκώλας, οι γλουτοί είναι σφιχτοί και σφαιρικοί, αυτό που λέμε τριζάτοι. Είναι αισθητικό το θέμα.
Δεν αρνούμαστε και στους εκπροσώπους του αρσενικού φύλου, το προνόμιο να χαρακτηρίζονται καρπουζοκώληδες.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται (κυρίως) από άνδρες ως χαϊδευτικό/ψευδώνυμο για το ματζαφλάρι τους, παρόμοια με τα παλαιότερα και αγαπημένα Μπάμπης, Φώντας, Μήτσος, Θρασύβουλας, Γιαγκούλας, Μέγας Αλέξανδρος (Βόρεια Ελλάδα) κλπ.
Εκτός του ότι διαδηλώνει το μεγάλο μέγεθος του οργάνου, χαρακτηρίζοντας το μεγαλοπρεπές, γνωστοποιεί και τον τίτλο του σπρώκτωρα που κατέχει ο χρήστης, καθότι στο ελληνικό συλλογικό υποσυνείδητο οι Οθωμανοί έχουν συνδεθεί με την πρακτική του γάμα σούφρα.
(βλέπε και οθωμανικό δίκαιο).
- Καλώς τον λιλιπούτσειο! Aχαχά!
- Καλά, άμα βγάλω τον σουλεϊμάν τον μεγαλοπρεπή δεν θα ξέρετε που να κρυφτείτε.
- Ίσα μωρή κυρία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ξέψωλη γιαουρτομούνα λουλού της συνομοταξίας lugretia recumbens. Άκρως προσβλητικός σεξισμός.
Βλ. και στα μπούτια τα γιαούρτια.
- Τζους μωρή λεχρόλα χυσολουλού!
- Νέκρα και κασίδα, σαβουρομπινέ!
Got a better definition? Add it!
Αλτέρνατιβ μορφή του ξέκωλου (συνομοταξίας xecoliaricus xepatomunus), τόσο με την καυλή όσο και με την κακή έννοια.
Κάθε ξεκωλάκι που σέβεται τον εαυτό του φοράει ξεκωλτέ, τόσο για να δέχεται κέρματα όσο και για να προβάλει το ξεκωλόσημό του.
- Πάρτε ένα μπουκαλάκι κρασί ... τεντωθείτε και απολαύστε τη Fergie από τους Black Eyed Peas στο ρόλο της πόρνης... Μιλάμε παιδιά για φοβερό ξεκώλι!!! Κάτι βυ$&^%)ρες , κάτι μπ#&^%ρες* , μια κω@(*%&ρα!!!
-Πανεπιστήμιο ...; ευνουχιστήρια κρίσης, φυτώριο κοματόσκυλων. Μια μάντρα προπτυχιακών προβάτων ...; αφίσες για το πάρτυ της ΠΑΣΠ με το ξεκώλι γκεστ-σταρ, εκπαιδευτική της ΔΑΠ στη Μύκονο για παρτούζες, οι άλλοι με τα κόκκινα κολημένοι στα υπόγεια με το Βασίλη να σκούζει «Πρώτη Μαϊου» κλπ κλπ
Got a better definition? Add it!
Κωμική εκδοχή τση πιπατζούς.
Το μάκρος του λήμματος συνειρμικά παραπέμπει σε μεγαλοπρεπείς πέοντες ενώ το ανατολίτικο γαμοσλανγκοτέτοιο -ογλού ονοματοποιεί ήχους φιμωμένου γλωττισμού.
Η πατρότητα του λήμματος αποδίδεται στους Α.Μ.Α.Ν.
1.
- Tην είδα στο bar! Η τέλεια γυναίκα!
- Τσουτσουνοκαταπινογλου...
- Φαντάσου τι χωράει η άλλη τρύπα!!!!!
2. Της Πατρινιάς;;; Αυτο ηταν΄! Ελα ρε μαλακα να αναμετρηθουμε...Τσουτσουνοκαταπινογλου!!
3. Μ'αρέσει που μια ζωή το παίζει σεμνή και ταπεινή... Αλλά πάω στοίχημα στο κρεβάτι θα είναι λυσσάρω και αβέρτα τσουτσουνοκαταπίνογλου. Κάτι τέτοιες είναι που ψωφάνε για λούτσο και πολλές ανωμαλιάρικες καταστάσεις
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες μουνοπορδής:
Κατά σειρά ορισμού:
1. Δεν ξέρω αν είναι μεταγλωτισμένο τελικά η όχι...απλά φαντάζομε μεταγλώτιση southpark στα ελληνικά και γελάω.. Δηλαδή τον έλληνα ηθοποιό να προσποιείτε μωρουδίστικη φωνή λέγοντας: «ρούφα τ' αρχίδια μου μουνοπορδή»
2. ΕΛΑ ΜΟΥΝΟΣΤΑΥΛΕ ΜΟΥΝΟΠΟΡΔΗ ΤΗΣ ΧΡΥΣΟΠΟΡΔΗΣ ΝΑ ΜΟΥ ΚΛΑΣΕΙΣ ΜΙΑ ΜΑΝΤΡΑ ΑΡΧΙΔΙΑ..
3. Είναι μία τιποτένια λεπτή μουνοπορδή.
Got a better definition? Add it!