Further tags

μποθρώνα, μποθρόνα

Η χοντρή γυναίκα, γενικώς.
Συνώνυμα: τόφι, κωλαρού, πατόζα, μπουρέκλα, φακλάνα.

-“Ω θεοί ...”
-“Μποθρώνα!”
εδώ

Λέγεται και για αγόρια (παράδειγμα 5).

  • Από άβαταρ Μαντόνα κι από κοντά σκέτη μποθρώνα (εδώ)
  1. Ο μπαμπάς ήτο φίτνες κι η μανούλα μποθρώνα. Αφότου τον άφησε να χρησιμοποιήσει το κορμί της ως τραμπολίνο σκέφτηκαν "θα γεράσουμε μαζί"(εδώ)
  2. Αλλα φταις κι εσυ που σου την πεφτουν! Παραεισαι ομορφη. Γινε μια μπουχεσα, πατόζα, μποθρονα να δουμε αν θα σου γραφουσι ντιεμια (εδώ)
  3. Έφαγε κ βαρυνε η μποθρόνα η κουμπαρομπεμπέκα. (εδώ)
  4. -ΚΑΡΓΙΕΣ ΤΕΛΟΣ Η ΔΙΑΤΡΟΦΗ ΜΕ ΕΤΑΜΑΜΕ, ΚΟΤΣΙΠΕΡΙ ΚΑΙ ΚΙΝΟΑ. ΕΡΧΕΤΑΙ ΚΟΡΝΠΗΦ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ ΚΑΙ ΚΥΤΤΑΡΙΤΙΔΑ ΩΣ ΤΟ ΓΟΝΑΤΟ. Ψ Ο Φ Ο
    -ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! ΤΟ ΛΑΙΚΟ ΠΑΙΔΙ, ΜΕ ΤΗ ΜΠΟΘΡΟΝΑ ΣΥΖΥΓΟ, ΤΩΡΑ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ! (εδώ)
  5. Νικοο μου σε αγαπω σε εκτιμω αλλα εχεις γινει μποθρόνα. #destetous (εδώ)
  6. "29 κατασκευαστές brazilian συνιστούν δίαιτα” πες το ψέμματα θα ξεράσουμε τον λουκουμά με την κάθε μποθρόνα! (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τη γυμναστηριοσλάνγκ. Ορίζει τον γυμναστηριάκια σφίχτερμαν που έγινε τίγκας, όχι τόσο χάρη στην προσπάθειά του, αλλά χάρη στην εκτεταμένη χρήση φαρμάκων όλων των ειδών, δηλαδή πρωτεϊνών, στεροειδών και οποιωνδήποτε άλλων φουσκωτικών φαρμάκων.

- Ρε κοίτα εκεί τι μπράτσα έχει κάνει αυτός!!
- Μη ψαρώνεις ρε.. φαρμακωμένος είναι..

Ο φαρμακωμένος δηλώνει την ιδιότητά του μάλιστα με τη φράση είμαι στο φάρμακο και τη λήξη της ιδιότητας αυτής με την αντίστοιχη φράση βγαίνω απ' το φάρμακο.

1) - Πω πω φίλε έχεις σφίξει τρελά λέμε!
- Είμαι στο φάρμακο δύο μήνες, χτίζω όγκο με τρέλα!
2) Βγαίνω απ' το φάρμακο αυτή τη βδομάδα και έχω αγχωθεί γιατί πρέπει να διατηρήσω το επίπεδό μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανδρών, αυτοί που συγκινούνται από τα μεγάλα βυζιά κι αυτοί που συγκινούνται από τις μεγάλες ρώγες. Για τους τελευταίους, η απόλυτη ονείρωξη είναι μια ρώγα που, όταν ερεθιστεί, σκληραίνει και μεγαλώνει τόσο ώστε με λίγη ποιητική αηδία να φαντάζεσαι ότι μπορείς να κρεμάσεις και πράγματα από αυτήν και να τα στηρίξει. Πρόκειται για τις περίφημες ρώγες- κρεμάστρα, άλλο να σου τις περιγράφουν κι άλλο να τις βλέπεις, οι οποίες έχουν απασχολήσει και το Λεξικό της Μπουρδελικής (που λεηλατώ τελευταίως).

  1. Το βυζάκι της ήταν μικρό και αθλητικό αλλά όλα τα λεφτά ήταν οι πολύ ευαίσθητες ρώγες-κρεμάστρα που είχε. (Ανασύνθεση από μνήμης από ποστ βυζολάγνου).

  2. εγω παντως κοπελια αν ειχα τις ρωγες σου θα εκανα την κρεμαστρα να κρεμαει ο κοσμος τα μπουφαν. (Από το Τουίτερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επαρχιώτης, συνήθως μεγαλόσωμος με έντονο κόκκινο χρώμα στα μάγουλα από την έκθεση στον ήλιο ή στο κρύο.

Έφτασε ένα λεωφορείο με κοκκινομάγουλους στην πλατεία και οι σερβιτόροι δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι θέλανε να παραγγείλουν. Ι-ΧΑ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1.Αυτός/η που έχει φουσκωτά και μεγάλα χείλια, χρησιμοποείται συνήθως με εύθυμη, περιπαικτική διάθεση από κάποιον.
Συναντάται επίσης και πατσαχείλας, τσαπαχείλας.

1.-Βρε μπουτζαχείλω σου χουν πέσει όλα τα ψίχουλα στο πάτωμα... -Συγνώμη βρε μαμά.
-Μωρ' δεν φταις εσύ,έχεις πάρει απ' τον πατέρα σου τον Τσαπαχείλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλα βυζιά έχει αυτή. Συγκαλυμμένος τρόπος περιγραφής και καλά ότι δήθεν μιλάμε για ποδόσφαιρο.

Περπατάς το κορμί σου και αναστενάζει όλος ο ντουνιάς. Μεγάλη ομάδα ο Βύζας.

Βυζαντάρα λέμε!  (από Khan, 23/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.

Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λίγο πιο δόκιμα είναι η μάνα κατά την περίοδο όπου βυζαίνει το μωρό της. Κατ' επέκταση όμως είναι κάθε βυζαρού, η οποία μας ξυπνάει την επιθυμία να γίνει μιλφομάνα μας.

Όπως άλλωστε λέει και το ανέκδοτο:
- Τι κοινό έχουν τα ηλεκτρικά τραινάκια και το γυναικείο στήθος;
- ;
- Και τα δύο είναι φτιαγμένα για παιδιά, αλλά τελικά παίζουν με αυτά μεγάλοι.

  1. Σεβομαι τα φετιχ και τις επιθυμιες σου ,αλλα θεωρω οτι οταν καποιος κοιταζει/ποθει σεξουαλικα μια βυζομανα ειναι «αρρωστημενο» ! Σορυ . (Από το Πουτσοπόλιταν).

  2. Η βυζομανα Geri Halliwell σε κοτερο. (Από σάιτ για ενήλικες).

  3. ρε η δικηγορος η βυζομανα που ειναι μηπως ζωοδοχου πηγης; καμια αλλη να τρεξουμε; (Από θρεντ «Βυζοπούλες γειτόνισσες» γνωστού μπουρδελοσάι).

Η μάνα των βυζομανάδων. (από Khan, 28/10/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσικό χάρισμα σε θηλυκό να έχει πάθει τουρλοβυζίαση: η γκομενούλα σχετικά αδύνατη με τεράστιους, τουρλωτούς βύζους.

Τουρλοβυζίαση: η γκομενούλα σχετικά αδύνατη με τεράστιους, τουρλωτούς βύζους.

(από stratos98, 15/03/11)

Σχετικά: βυζανάδειξη, βυζαρού, βυζόμπαλο, βυζού.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βυζί που είναι τούμπανο, δηλαδή: α) μεγάλο, ώστε είτε να αγκομαχάει αν βρίσκεται εντός μπλουζακίου, σουτιέν, μαγιό, είτε να αψηφά την βαρύτητα, εάν είναι ελεύθερο, β) σφριγηλό χωρίς ίχνη χαλαρότητας, γ) εκφράζον πλαστικές αξίες. Με λίγα λόγια το τέλειο ζυβί. Η φέρουσα μπορεί να ονομαστεί τουμπανοβύζα, ή, αν είναι κοντή, μικρός τουμπανιστής.

Αντώνυμα: γατόβυζο, τσιμπουρόβυζο, πλάκα, κόντρα πλακέ.

Σχετικό: μπανανόβυζο.

  1. ο τιτλος τα λεει ολα. το βυζι τουμπανο αλλα η συμμετοχη 0. 10 στο παρκινγκ λογω μηχανης,1 στην τσατσα διοτι εμφαννιτηκε με ρωτησε εαν εχω ξαναπαει της απαντησα ναι, 6 στον χωρο τα δωματια μεσαιου μεγεθους χωρις καποιο ντεκορ ντουζιερα αλλα το αιρκοντισιον κλειστο και εκανε και ζεστη χθες, εμφανιση 7 βαζω λογω του οτι τα τουμπανοβυζα με φτιαχνουν πολυ. (Αμφίθυμος κριτικός μπορντέλου εδώ).

  2. - ελα φλωρε μπαλαμουτιαζω την γιαγιακα τωρα που σε μιλω

- ελα ρε σπορε εφυγες νοκαουτ στα γρηγορα και συ
ασπρη πετσετουλα και λοκ φλωρακι και μετα θα κλαιγεσαι στα τουμπανοβυζα της μανας σου.
(βρις-οφ εδώ).

Ολτάιμ κλάσικ τουμπανοβύζοβα. (από Khan, 15/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified