Further tags

Συνώνυμο που υπάρχει επίσης είναι το χαλιαμπάλιας.

Πω πω τι χαλιαμπάλιας είναι αυτός ο Τζακ! Μεγάλος λέτσος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρίζει γκόμενα χαλιαμούτρα, με κότσο μαλλί εκκλησιαστικού στυλ και απαραίτητο αξεσουάρ το γυαλί μυωπίας στη βάση της μύτης.

- Απαράδεκτη η Αρσενία, σκέτο καναρίνι, μόλις βγήκε από τον όρθρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής γκόμενα, παλαιοκνίτισσα, που επιμένει να φοράει φαρδιές μακριές φούστες, ίσιο βελούδινο παπουτσάκι με λουράκι, ριχτά πουλόβερ ή μπλούζες, έχει μακριά αχτένιστα μαλλιά (ένα μήκος και τυχαία χωρίστρα στη μέση), θυμίζει Φαραντούρη στη μούρη ή στα χρώματα, έχει μεγάλα πεσμένα βυζιά και το παίζει αξύριστος γυμνισμός τα καλοκαίρια. Τον παίρνει δε αγρίως για να μας πείσει ότι είναι σεξουαλικώς απελευθερωμένη. Αντί τσάντας φέρει απαραιτήτως ταγάρι ή κάτι παρόμοιο, εξ ού και ο όρος.

Έχει κάτι παρέες αυτό το κορίτσι... Τη μια ταγάρω μετά την άλλη... Ενώ η ίδια, καμία σχέση...

Στο 1.45 "γίναν οι μάγκες φεμινίστριες με ταγάρια". (από Khan, 30/03/14)(από Khan, 02/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για κάποιον που έχει παπί κωλοπειραγμένο και μαλλί ανάλογο της φυλής των Cherokee. Χαρακτηριστικός είναι και ο τρόπος οδήγησης του οχήματός του, με το σώμα και το κεφάλι να κοιτάει δεξιά ή αριστερά καμπουριάζοντας, ακολουθούμενος από σπασμούς σε κάθε αλλαγή ταχύτητας.

  1. - Τό 'λιωσε το μηχανάκι το τσερόκι...

  2. - Κοίτα μπροστά σου ρε, σαν Τσερόκι οδηγάς...

  3. - Κοίτα αεροτομή που έχει το τσερόκι... (αεροδυναμικό κούρεμα τύπου διπλής μοϊκάνας σε Τσερόκι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε ομάδα κοριτσιών που δεν είναι όμορφες. Λέξη που βγαίνει από το παπαράτσι, αλλά καμία σχέση.

Μπακαλιάρος: - Πάμε Traffic;
Στέφος: - Όχι ρε μαλάκα, όλο μαπαράτσι έχει εκεί μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα με κοντό σγουρό φουντωτό μαλλί (αλά Τάμτα) και μοιάζει απόγονος της φυλής ζουλού σε μια εκδοχή διαστημικής ταινίας...

- Τι έγινε ρε! Μας βρήκαν τα X-Files και στην παραλιακή;
- Γιατί ρε;
- Βλέπω να περπατάν πολλοί ιπτάμενοι δίσκοι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όνομα μπρατσωμένου ρετρό «υπερανθρώπου» που χρησιμοποιείται για προσδιορισμό τόφαλου, πολύ χοντρής σαβουρογκόμενας.

- Δες μαλάκα τι περνάει, πωπω, πρέπει να είναι τουλάχιστον 500 κιλά! Δες και τι φοράει ρε μαλάκα, θα μας τρελάνει!
- Πού πά ρε Τζιμ Αρμάο με το μίνι!

(από patsis, 28/07/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα ποικίλου και εποχικού περιεχομένου.

Μέχρι προ 6 μήνών σήμαινε κουρεύω την κόμη μου τύπου ημί αφανέ, ημί μακριά κατά τα πρότυπα της ευήθους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

Πλεόν χαρακτηρίζει την έχουσα κόμη τύπου κοτσίδας τελευταίας Ρωσίδας στριπτιτζούς, συνοδευόμενη από ατάλαντο γκόμενο με κακή άρθρωση του σίγμα κατά τα πρότυπα της ευθήους καλλιφώνου τραγουδίστριας εκ Γεωργίας, Τάμτας.

- Άχου το βρε το Ριτσάκι πως μεγάλωσε, δεν φαντάζεσαι.. Ψήλωσε... Ομόρφυνε... Τάμτεψε...
- Ά το χρυσό μου... Έκανε το μαλλί του σγουρό κοντό;
- Όχι, κυκλοφορεί σα Ρωσίδα και τά 'μπλεξε με τον πέμπτο ξάδερφο του Νίκου Μίχα.

(από acg, 22/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, χτικιάρης.

Από το τραπουλόχαρτο.

- Πώς είσαι έτσι ρε! Σαν δύο καρώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified