Ο Σκατάς υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία στο Πειραιά για πολλά χρόνια.

Απέκτησε το παρατσούκλι αυτό από μια πολύμορφη βρωμερή μάζα που είχε στο κεφάλι του, ανακατεμένη με τα μαλλιά του (99% σκατά), καθιστώντας την παρουσία του στο κοινό ανυπόφορη.

Αποδίδεται σε αυτούς που έχουν μαλώσει με το σαπούνι και δεν πλένονται.

- Καλώς τον Νίκο. Τι λεέι ρε, τα νέα σου...
- Ασ' τα ρε, βγήκα χθες με τον Αλέξη, τον θυμάσαι από το γυμνάσιο;
- Ποιον ρε, αυτόν που είχε το μαλλί του Σκατά; χαχα!
- Ναι ρε αυτόν! Σου λέω δεν άλλαξε τίποτα, δεν έβαλε μυαλό, βρωμάει ο μαλάκας σαν ασβός και δε λέει να πλυθεί τόσα χρόνια.
- Ρόμπα ξεκούμπωτη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για αρχή η λέξη δεν πρέπει να μπερδεύεται με το «λέτσος» [<ιταλ. lezzo (=δυσωδία)], το οποίο σημαίνει ακριβώς το αντίθετο.

Ντύθηκα λέντζος σημαίνει πως έχω ντυθεί στην τρίχα ή στην πένα, δηλαδή πάρα πολύ καλά και επίσημα.

Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται από την επωνυμία λέντζος (παλιό κατάστημα ανδρικού ρουχισμού στον Πειραιά με ρούχα υποτίθεται πρώτης διαλογής - το κατάστημα αυτό μάλλον υπάρχει ακόμα).

Παραδόξως κάποιοι παλιοί λούμπεν θρύλοι αναγνωρίζουν ευκολότερα τη λέξη λέντζος (την οποία χρησιμοποιούν και συχνότερα) από την αντίθετή της «λέτσος».

...και που λες Κωτσαρή, ρίξαμε «κορώνα-γράμματα» έξω από την «Πάρνηθα», και έπεσε το γαμημένο το κέρμα κάτω απ' τ' αμάξι. Τι να κάνω, συρθήκαμε όλοι από κάτω να δούμε τι ήρθε... και φόραγα ρε το άσπρο κουστούμι με τα άσπρα τα σκαρπίνια, γιατί όποτε ανέβαινα στο «βουνό» ντυνόμουν λέντζος από πάνω μέχρι κάτω...
(Σημ. πραγματική εξιστόρηση)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified