...τα ζάρια. Πολλές φορές απαντάται στην πιο σύνθετη μορφή «πολύ τα κουνάς και δεν κάνει».
Το λες στον αντίπαλό σου στο τάβλι, όταν αυτός μπεγλερίζει τα κοκαλάκια υπέρ το δέον, ελπίζοντας με αυτό το τελετουργικό να επηρεάσει την τύχη του προς το καλύτερο. Δικαιολογημένος μεταξύ μας ο κουνιστής, διότι όπως κι αν το κάνεις, σου δίνει μια ηδονή να ακούς αυτό το χράκα-χρούκα μες την παλάμη σου, έχεις μια ψευδαίσθηση ελέγχου αυτού που δεν μπορεί να ελεγχθεί.
Η φράση εκφέρεται απαραιτήτως με βαθυστόχαστο, πολύξερο ύφος χιλίων καρδιναλίων. Τα γελάκια αντενδείκνυνται. Ο εκστομίζων είναι συνήθως ο έμπειρος της υπόθεσης, ο παλιός ταβλαδόρος, που αντιμετωπίζει με συγκρατημένη συγκατάβαση τον νιούμπη αντίπαλό του. Λέγεται όμως και μεταξύ ισάξιων παιχτών, σε φάση χαβαλέ κι έτς. Να τονιστεί το κι έτσι, διότι πολλοί τέτοιοι χαβαλέδες έχουν καταλήξει σε παρεξηγησάρες χοντρές.
Με το να πεις πολύ τα κουνάς, επισημαίνεις στον αντίπαλο τη ματαιοπονία του, το μάταιον της προσπάθειάς του. Του ρίχνεις το ηθικό στα τάρταρα. Του κάνεις τα νεύρα τσατάλια, ιδίως με το θυμοσοφικό, ψαγμένο υφάκι σου. Είναι σα να του λες πως ό,τι κι αν κάνει, όσο κι αν χτυπάει τον κώλο του χάμω, θα το πιει τελικά το τσάι του, τέτοιο κατσίκι που είναι. Πόσο μάλλον που η κίνηση του ζαροκουνήματος φέρνει σ' εκείνην της πεοκρουσίας...
Σε περίπτωση δε που ο κουνιστής είναι ντιπ για ντιπ ψάρακας, μπορεί και να αντιτείνει κάτι αμυντικό του στυλ: «γιατί δηλαδή, κι αν τα κουνάω τι θα γίνει;». Τότε - αφού αφήσεις σκοπίμως να κυλήσουν ορισμένες στιγμές αμηχανίας - τον κοιτάς αφ' υψηλού, με ένα πονηρό στραβό γελάκι να διαγράφεται στην άκρη του στόματος, και σε στυλ «άσε, μή μάθεις ... θα μπλέξεις». Δηλαδής και καλά μη ρωτάς πολλά, κάνε δουλειά σου, μη θες να τα μάθεις όλα με τη μία, κι όταν αργότερα βγεις απ' τ' αυγό σου και ξετσουτσουνίσεις, εδώ είμαστε πάλι και τα λέμε.
Να πούμε τέλος, ότι εξίσου σπαστικό με το να κουνάει κάποιος τα ζάρια πολλή ώρα, είναι και το να μη τα κουνάει καθόλου, να τα ρίχνει ξερά. Τρία τινά μπορεί τότε να συμβαίνουν: ένα, να πρόκειται για περίπτωση λαμογιάς, οπότε του λες σπάστα και ξαναρίχτα. Δύο, να είναι νέοπας στο ταβλέτο και να μην έχει μάθει ακόμη πως ένα ελάχιστο κούνημα επιβάλλεται ούτως ή αλλέως. Τρίο, να βαριέται να παίξει, πράγμα ανεπίτρεπτο, διότι το τάβλι θέλει κέφι, θέλει μπρίο, θέλει ζωντάνια βρε παιδί μου (σαν τη Ζωζώ Σαπουντζάκη ένα πράμα). Αν βαριέσαι, απλά κλείσ' το το ρημάδι και μη μας μεταδίδεις και μας τη μουργελίτιδα που σε δέρνει...
- Ντόρτια.
- Να τα μας! Με το καλημέρα σας κι ο Γιαννάκης έστησε δυο πόρτες... Πάλι βρε με αράπη κοιμόσουνα χτες; Και σου 'χω πει να το κόψεις αυτό το βίτσιο, σε χαλάει!
- Σειράς.
- (χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου χρούκου) Όχι πάλι ρε πούστη μου, ασσόδυο και γαμώ τη μέρα της κηδείας μου! Τρίτη συνεχόμενη φορά που ξεκινάω με τον κώλο.
- Εμ, στα 'χω πει, πολύ τα κουνάς φίλε μου και δεν κάνει. Άκου μας και μας που είμαστε της σχολής των τριών Φ...
- Των ποιών;
- Τα τρία Φ του ταβλιού αγόρι μου: φοιτητής, φαντάρος, φυλακισμένος... Έχω κάνει απ' όλα.