Η έκφραση φού και φού συναντάται αρχικά σε ανέκδοτο όπως φαίνεται ξεκάθαρα και στο παράδειγμα.

Παραπέμπει στην έκφραση «πού και πού», η οποία σημαίνει «κάποιες φορές», επισημαίνοντας την όχι και τόσο συχνή επανάληψη κάποιας πράξης και η οποία έκφραση γίνεται «φού και φού» όταν εκφέρεται από κάποιον γηραιό/γραία ιδίως φαφούτη/α, οπότε και τα χειλικά κοφτά «Π», γίνονται δασέα «Φ».

Το ανέκδοτο: Ήταν δύο γριές φαφούτες και λέει η πρώτη στην δεύτερη: «μωρή κάνεις καμιά φίφα;» Και η δεύτερη της απαντάει: «φού και φού!»

η αναφορά και από τον Γεωργίου Γιώργο (από Malinowsky, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουσία άχρωμος, πλην, όμως, έχουσα χαρακτηριστική οσμή.

Ανακαλύφθηκε ταυτόχρονα από τέσσερα (4) άτομα το 1987, λίγο πριν ο Αργύρης (καλά, ντε, δε σε είπαμε και καμπούρη) βαρέσει τις βολές που έστειλαν άπειρους πιτσιρικάδες να σπάνε ταμπλό και να κακοποιούν στεφάνια στις μπασκέτες των σχολείων.

Εκλύεται όταν επίκειται σημαντικό γεγονός, καλό ή κακό, και συνήθως γίνεται αντιληπτή κοντά στο θέατρο του γεγονότος και μόνο από τους άμεσα ενδιαφερόμενους. Πληροφορίες θέλουν την ομάδα BAN να διαθέτει ανιχνευτές τιρινίνης που διασκορπίζει ανά την επικράτεια.

  1. (Το ανέκδοτο)
    Ο Καμπούρης βρίσκεται στη βολή, τέσσερα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη. Ο Γιαννάκης του χτυπάει τον κώλο και του λέει:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας ρε μαλάκα Γιαννάκη να βάλω καμία βολή να πούμε!
    Ίδια ιστορία και ο Φασούλας:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Ξεσκότα μας κ συ ρε μπας και πάρουμε καμιά κούπα εδώ μέσα...
    Βαράει την πρώτη βολή, μέσα. Ιαχές εξέδρας κτλ.
    Παίρνει την μπάλα για τη δεύτερη βολή, τον πλησιάζει ο Γκάλης:
    - Μαλάκα Αργύρη, μου μυρίζει τιρινίνι.
    - Τι πάθατε όλοι σήμερα να πούμε, δε μπορώ να συγκεντρωθώ...
    Βάζει και τη δεύτερη βολή και ακούγεται απ' το υπερπέραν και το επέκεινα η μελωδία του Final Countdown:
    - Τιρινίνιιιι τιρινίνινιιι τιρινίνιιιι τιρινίνινίνινιιιιι!

  2. (καθηγητής μαθηματικών 1ης λυκείου, με το καλημέρα)
    - Βγάλτε μια κόλλα χαρτί να γράψετε πρόχειρο.
    (αλάνι μαθητής, χαμηλόφωνα)
    - Μου μυρίζει τιρινίνι.

  3. - Βλέπεις το γκομενάκι απέναντι πώς σε κοζάρει;
    - Μου μυρίζει τιρινίνι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια φράση αποκομμένη - αυτονομημένη από ανέκδοτο.

Χρησιμοποιείται για να δηλώσουμε ότι έχουμε φτάσει στο έσχατο όριο της ανοχής μας με τη συμπεριφορά κάποιου ή με κάποια κατάσταση.

(Η φράση αναφέρεται και ως «τη γαμάς κύριε Πρόεδρε, ή δεν τη γαμάς» ανάλογα την εκδοχή του ρήματος στην οποία αρέσκεται ο λέγων τη φράση).

Ασίστ: vip (από σχόλιο στο λήμμα κουλούρι, το - στον ορισμό Νο 2).

Το ανέκδοτο (από την Ελληνική Λίστα Ανεκδότων):

-Γιατί κατηγορούμενε βίασες την κοπέλα;
-Δεν φταίω εγώ κύριε πρόεδρε
-Αλλά ποιος φταίει;
-Αυτή
-Αυτή;
-Μάλιστα κύριε πρόεδρε Ακούστε. Προχωράμε στον δρόμο και βλέπουμε έναν κουλουρά. Της λέω θέλεις κουλούρι μου λέει όχι. Φτάνουμε στην προβλήτα όπου και εκεί έχει κουλουρά. Της λέω θέλεις κουλούρι, μου λέει όχι. Προτού μπούμε στη βάρκα την ξαναρωτάω, θέλεις κουλούρι, μου λέει όχι. όταν πια ανοιγόμαστε στο πελαγος, εκεί που καθόμασταν τι μου λέει κύριε πρόεδρε; -Τι; -Θέλω κουλούρι. Ε! τη γαμείς κύριε πρόεδρε ή δεν τη γαμείς;

  1. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, η φίλη σου η Άννα, ούτε τιμωρήθηκε ούτε και συγκινήθηκε. Την ξαδέρφη του Άλουγκούφη (υπουργού παραοικονομίας) σύμφωνα με το ρεπορτάζ, της έκλασαν τα αρχίδια. .... Τη γαμείς κύριε πρόεδρε ή δε τη γαμείς μετά; απ' εδώ

  2. Την αγνοείς και τρως τον κρύο λαπαδιασμένο τραχανά. Κάνεις κι ένα τσιγαράκι. Στανιάρεις. Αυτή εκεί. Βελέτζα και άγιος ο θεός. «Τη γαμείς ή δε την γαμείς κύριε Πρόεδρε;». Λογικά, τη γαμείς. Το ερώτημα όμως παραμένει. απ' εκεί

  3. Ο κ. Ματσάκης υποστηρίζει ότι η απλοποίηση της Ελληνικής γραφής «καθίσταται αναγκαία μέσα στα πλαίσια μιας τάσης ενωτικής πορείας των γλωσσών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επιπλέον, μια τέτοια αλλαγή θα καταστήσει την Ελληνική γραφή πιο απλή και πολύ πιο εύχρηστη. Ιδιαίτερα όσον αφορά την χρήση ηλεκτρονικού υπολογιστή και σε σχέση με μεγάλο αριθμό ατόμων που έχουν διάφορες μορφές δυσλεξίας. και ερωτώ! τον γαμείς κύριε πρόεδρε ή δεν τον γαμείς το γάϊδαρο τον κύπριο; και μη μου πείτε ποιος τον γαμεί, διότι ο άνθρωπος ξέρει τι λέει. είναι σε εντεταλμένη υπηρεσία. από παραπέρα

  4. ε μου λες ρε παπάρα, τους το γαμει ή δεν τους το γαμει το σπιτι μετα ο διαφωτισμος; Τον σκοτωνει ή δεν τον σκοτωνει τον θεο, το Ευρωπαϊκο πνευμα; απ`ακόμα παραπέρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενδέχεται να έπεται του τέρμα το διάλειμμα, αλλά παίζει και έξω αριστερά χωρίς περιορισμούς. Όταν, δε, το τέρμα το διάλειμμα παίζει κατενάτσιο, ακούγεται κι αυτό μόνο του. Σούμα, τρέχα γύρευε.

Προέρχεται από κλασσικότατο ανέκδοτο και σηματοδοτεί την λήξη περιόδου ξυσταρχιδιάς και την έναρξη περιόδου εργασίας.

Για την προέλευση δεν είμαι και τίνγκα σίγουρος, θα μπορούσε να προϋπάρχει, αλλά ας μιλήσει το κοινό. Άλλωστε παίζει και σε ρεμπετοειδέστατον άσμα:

[i]Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα,
Πίσσα και πούπουλα για σένανε μπαμπέσα.[/i]

Αλλά στην τελική γιατί να μην είναι αντιστοίχως παλιό το ανέκδοτο;

  1. (το ανέκδοτο)
    Τύπος ψοφάει, πάει στην κόλαση, χεσμένος τέζα για τα βασανιστήρια που τον περιμένουν. Τον παραλαμβάνει το τριβόλι, τον ξεναγεί στους διάφορους θαλάμους για να διαλέξει τι τον περιμένει. Εδώ βράσιμο, εκεί ψήσιμο, αλλού μαστίγωμα, πιο κει δεγκζέρωγώτι, προφ ο τύπος δε γουστάρει και πολύ. Όπως συνεχίζουν τον περίπατο βλέπουν έναν σωρό με σκατά, κάτι τύπους θαμμένους μέχρι το λαιμό και να καπνίζουν. Ε, λέει, απ' τ' άλλα, τι να λέμε, εδώ είναι κομπλέ. Και τσιγαράκι έχει, χαλαρά. Τον χώνουνε μέχρι το λαιμό τα διαόλια, του κοτσάρουνε κι έναν άσσο άφιλτρο στο στόμα και με το που παίρνει την πρώτη τζούρα ο τυπάς ακούγεται παράγγελμα μετά σαλπίσματος:
    - Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα.

  2. - Πάνε και φέτος οι διακοπές ρε πστ μου...
    - Τα κεφάλια μέσα τώρα, βαριέμαι προκαταβολικά...

πισσα και πουπουλα... (από Abas, 16/02/10)

Βλέπε και σφίγγουν οι κώλοι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στου χαντάκ είναι η απλή νεοελληνική λύση σε ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα, το οποίο θα έκανε τον κάθε κουτόφραγκο να βασανίζεται για ώρες. Είναι η δική μας απάντηση στο παρώ «αβγό του Κολόμβου» και αποτελεί σίκουελ της αρχαιοβλαχουρόλυσης του Γόρδιου Δεσμού.

Προέρχεται από το γνωστό ανέκδοτο όπου ένας κλασικής μόρφωσης τροχομπάτσος καλείται να συμπληρώσει το δελτίο συμβάντος ενός θανατηφόρου δυστυχήματος σε κάποιον εθνικό κατσικόδρομο: - Το μοτοσακό είναι τούμπα στου χαντάκ.
- Τα ποδάρια του νεκρού είναι παραπέρα, μέσα στου χαντάκ.
- Το κεφάλι του είναι {στην αφσαλ... (μουτζούρα) αλφσασ... (μουτζούρα) αλφσα... (μουτζούρα) ασφλα... (μουτζούρα, γρήγορη ματιά γύρω, κλωτσιά)...} στου χαντάκ.

Χρησιμοποιείται όταν κάποιος βαριέται ή δεν μπορεί να πολυψάξει ένα θέμα και εφόσον είναι σίγουρος ότι κανείς δεν θα του ζητήσει ευθύνες, το γράφει εκεί που πιάνει μόνο κραγιόν.

Στο συνεργείο:
Φτου ρε γαμώτο! Με το κωλοκατσάβιδο έσκισα κατά λάθος τη φούσκα του ακρόμπαρου. Τώρα για να την αλλάξω πρέπει να βγάλω αμορτισέρ, μουαγέν, δισκόφρενο, τιμόνι, κάθισμα, ντεπόζιτο.
Γαμώ τα Σιντροέν!
Να πάει να γαμηθεί!
Στου χαντάκ!

(από baznr, 06/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή προήλθε από απάντηση-ανέκδοτο στο ρητορικό ερώτημα «Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;». Υπονοεί ότι ο σουβλατζής με την απόχη κάνει νιάου νιάου προκειμένου να προσελκύσει γάτες, από τις οποίες θα φτιάξει γατόγυρο.

Ειρωνική απάντηση σε κάποιον ο οποίος μας έθεσε την παραπάνω ερώτηση, προκειμένου να μας υποδείξει ότι κάτι είναι προφανές.

- Που λες Κώστα, τις προάλλες η Μαρία με ρώταγε για σένα...
- Από ευγένεια φαντάζομαι.
- Ρε συ, με ρώταγε επίσης πότε θα ξαναβγούμε όλοι μας... [κλείνει μάτι]
- Μάλλον επειδή της άρεσε η παρέα...
- Ρε βλάκα, δεν καταλαβαίνεις; Τι κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια;
- Ξέρω γω; Ο Σουβλατζής με την απόχη; [μούντζα κατευθυνόμενη στον Κώστα].

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα από ανέκδοτο η οποία, όπως και πολλές άλλες (π.χ. βλέπε εδώ), έχει αυτονομηθεί. Λέγεται εύστοχα για να δείξουμε ότι κανένα νόημα δεν έχει να μπαίνουμε σε κόπο για κάτι το οποίο είναι ούτως ή άλλως χαμένο από χέρι - αλλά και να μην ήταν, βαριόμαστε τόσο πάρα πολύ που πάλι δεν θα κάναμε τίποτε.

Τέσπα, το αρχικό ανέκδοτο πάει κάπως έτσι - Δυο τραβεστί συζητούν το μέγα θέμα αν ομοφυλόφιλος γίνεσαι ή γεννιέσαι. Και λέει η πρώτη:
- Καλέ, Στάσα μου, γεννιέσαι, γεννιέσαι. Είναι βέβαιον. Διότι εγώ, ξέρεις, από αυστηρή οικογένεια κι αυτά, αλλά από τριων χρονών παιδί πού μ' έχανες πού μ' έβρισκες, στα συρτάρια της μαμάς να προβάρω τις κομπινεζόν και τα πασουμάκια με τα τακούνια και να καμαρώνω με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη. Τι ήξερα μικρό παιδί; Μέσα μου το είχα - έμφυτο.
- Εγώ πάλι, Σούλα μου, τι να σου πω; Νομίζω ότι δεν γεννιέσαι, έρχονται έτσι τα πράγματα, κάτι αλλάζει και γίνεσαι. Πάρε μένα - μέχρι τα δώδεκα τίποτα δεν ήξερα, του κατηχητικού, χαμπάρι δεν είχα από τέτοια ...
- Έ, και στα δώδεκα τι έγινε;
- Έ, στα δώδεκα πήγα το καλοκαίρι στο χωριό και βγαίνω στα χωράφια να μαζέψω λουλουδάκια ... να κουράστηκα, ξάπλωσα στο χορτάρι, και κει που μ' έπαιρνε ο ύπνος έρχεται ένα παιδί απ' το χωριό - αααχχχ, ένα ωρρρραίο παιδί - ε, κι έρχεται έτσι από πίσω ... ε, και να μη στα πολυλογώ, τό 'μαθα και καλόμαθα ... γίνεσαι, Σούλα μου, γίνεσαι ...
- Καλά, μωρή, δώδεκα χρονώ ήσουνα κι έρχεται ο άλλος να στη μοστράρει και δεν κάνεις τίποτα ... γιατί δεν σηκώθηκες να τρέξεις, να φύγεις;
- Έ, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ...

- Μας περιμένουν οπωσδήποτε απόψε στο Φολί, Γιάννη μου, άντε κουνήσου, κάνε ένα μπάνιο να πάμε.
- Άσε ρε Θώμη, πού να τρέχεις τώρα στα χωράφια με τα τακούνια ... Μια απ' τα ίδια θα είναι ... Κι έχει και μπάσκετ στην τηλεόραση ... Άραξε ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που ξεπήδησε από ανέκδοτο (βλ. περιοχή παραδειγμάτων) και αυτονομήθηκε.

Η φράση υποδηλώνει πως αφού, λόγω της ανοργανωσιάς και του αποσυντονισμού που επικρατεί γενικά στις ελληνικές εταιρείες, δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματικά η δουλειά, οι υπάλληλοι, προσαρμοζόμενοι στην κατάσταση, ζουν μέσω «κολάσεως» (υπαρκτή απαίτηση για δουλειά που πρέπει να γίνει), «οάσεις παραδείσου» (περίοδοι υπολειτουργίας στη δουλειά, λόγω ανεπάρκειας υλικών πόρων).

Τα πράγματα είναι κατά πολύ εμφανέστερα στο ελληνικό δημόσιο, λόγω της μεγαλύτερης αποδιοργάνωσης, του δυσκίνητου χαρακτήρα του, της δυσκαμψίας των διαδικασιών, της τελμάτωσης που επικρατεί, της απουσίας δημιουργικότητας, της τάσης των υπαλλήλων για βόλεμα, της τάσης τους για προσαρμογή στη συγκεκριμένη κατάσταση, της απώλειας του ενδιαφέροντος τους για το κλείσιμο εργασιών, της αντιπαραγωγικότητας, κ.λπ.

Σημείωση:
1. Η φράση δίνεται ως απάντηση για την παραγωγικότητα ενός τμήματος. Πολλές φορές η φράση δίνεται με λίγο διαφορετικό τρόπο, χωρίς όμως να χάνεται η σημασία του όρου, π.χ.: τα βαρέλια τα ’χουμε, τα σκατά δεν μας ήρθαν ακόμα, κ.λπ.

  1. Στις παύσεις (…) γίνεται συνήθως κούνημα του κεφαλιού υποδηλώνοντας τη γνωστή τελματωμένη κατάσταση.

  2. Η φράση σχετίζεται με την επέκταση της σημασίας της φράσης «το λαδάκι, να βγαίνει... η ντοματούλα... καμιά ελίτσα», σε εταιρικό επίπεδο (τελματωμένη κατάσταση εταιρείας και προσαρμογή των υπαλλήλων στη ρουτίνα της καθημερινότητας).

  1. Σε βιομηχανία του δημοσίου δυο φίλοι από διαφορετικά τμήματα συζητούν:
    - Τι έγινε ρε; Έχει δουλειά στο τμήμα σου;
    - Ε, όπως και στο τμήμα σου υποθέτω. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια... ε… ό,τι μπορούμε κάνουμε. Το λαδάκι να βγαίνει... η ντοματούλα… καμιά ελίτσα...

  2. ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ
    Ακολουθεί το ανέκδοτο απ' όπου ξεπήδησε ο όρος:

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι, επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών - μελών.

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική. Οργανωμένη χώρα σου λέει, τόσα χρόνια στην Ελλάδα τί κατάλαβα, μου βγάλανε το λάδι. Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τί σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση.

Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως. Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει.

- Να δω, του απαντά εκείνος, πώς είναι.

- Ούτε να το σκέφτεστε, του απαντά ο υπάλληλος! Όλη την ημέρα μας δέρνουνε με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουνε σε κάτι τεράστια βαρέλια γεμάτα σκατά!! Φρίκη! Φρίκη!

Όπου φύγει - φύγει ο ρωμιός... Δοκιμάζει τις υπόλοιπες κολάσεις, τα ίδια. Έτσι, απογοητευμένος, καταφεύγει στην έσχατη λύση, την ελληνική κόλαση!

Φτάνει λοιπόν έξω από την πύλη. Μία πύλη εγκαταλειμμένη, βρώμικη όπου στο ψηλότερο σημείο της υπάρχει με μεγάλα φωσφορίζοντα γράμματα η λέξη ΚΟΛΑΣΗ. Το Κ και το Λ φυσικά δεν ανάβουν. Έτσι η επιγραφή γράφει: -Ο-ΑΣΗ.

- Ελληνική ανοργανωσιά... μουρμουρίζει...

Όσο πλησιάζει, ακούει κάτι περίεργους θορύβους... Μοιάζουν με μουσική. Πλησιάζει περισσότερο. Η μουσική πλέον ακούγεται ολοκάθαρα. Μπουζούκια, μπαγλαμάδες κ.λπ. Χτυπάει... Του ανοίγει ένας τύπος κρατώντας μία μπουκάλα στο χέρι, εντελώς φέσι και τον ρωτά τι θέλει.

- Ήρθα να δω πώς είναι, του λέει και βάζει το κεφάλι του μέσα...

Τραπέζια, κάπνα, κάτι γκόμενες χορεύουν πάνω στα τραπέζια, τσιφτετέλια, νταούλια... Γενικώς, μπάχαλο.

Τρελαίνεται ο τύπος... Τί γίνεται εδώ; ρωτά.

- Άσε φίλε, χάλια του λέει ο μεθυσμένος. Η κατάσταση είναι δραματική εδώ πέρα. Μας δέρνουν όλη μέρα με κάτι τεράστια μαστίγια και το βράδυ μας βάζουν σε κάτι τεράστια βαρέλια με σκατά.

- Πλάκα μου κάνεις, ρωτά ο πεθαμένος. Εδώ πίνετε και γλεντάτε...

- Εεε, ξέρεις πώς είναι εδώ στην Ελλάδα. Πότε δεν έχουμε βαρέλια… πότε μας λείπουν τα σκατά… πότε χαλάνε τα μαστίγια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν κάποιος κάνει λάθος, αλλά έχει σκεφτεί με αποκλίνοντα, διεστραμμένο ή σλανγκικό τρόπο που μας ευχαριστεί.

Τον πειράζουμε έτσι για την διαστροφή, απόκλιση ή σλανγκοπάθειά του στα πλαίσια μιας χαριτωμενιάς.

Πρόκειται για ατάκα αυτονομημένη από ανέκδοτο, για το οποίο βλέπε το παράδειγμα.

Ήταν ο Τοτός στην 4η Δημοτικού μέσα στο μάθημα της αριθμητικής. Κάποια στιγμή η δασκάλα ρωτάει τους μαθητές, αν κάθονται τρία πουλάκια πάνω σε ένα δέντρο και ένας κακός κυνηγός σκοτώσει το ένα πόσα θα μείνουν πάνω στο δέντρο;

Με, όπως πάντα, υπερβολικό ζήλο σηκώνει το χέρι της η μικρή Ελενίτσα φωνάζοντας, «κυρία, κυρία, κυρία...»! Δίνει λοιπόν, η δασκάλα, τον λόγο στην Ελενίτσα, η οποία με θάρρος απάντα πως θα μείνουν δύο πουλάκια πάνω στο δέντρο. «Μπράβο», λέει η δασκάλα στην Ελενίτσα, «Πολύ σωστή σκέψη!».

Ο Τοτός όμως, που είχε τσαντιστεί με όλη αυτή την σκηνή επίδειξης γνώσεων της Ελενίτσας, σηκώνει το χέρι του και λέει στην δασκάλα, «Εγώ κυρία νομίζω πως δεν θα μείνει κανένα πουλάκι πάνω στο δέντρο αφού και τα υπόλοιπα δύο θα τρομάξουν και θα φύγουν». Η δασκάλα απαντά, «Τοτό, εδώ κάνουμε απλή αριθμητική αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεσαι».

Κάθεται λοιπόν ο Τοτός για λίγη ώρα σκεπτικός και φανερά προσβεβλημένος, μέχρι που ξανασηκώνει το χέρι του:
- Κυρία, να σας κάνω μία ερώτηση; - Και βέβαια Τοτό, απαντά η δασκάλα. - Κάθονται τρεις γυναίκες σε ένα πάρκο και τρώνε παγωτό χωνάκι. Η πρώτη το γλύφει, η δεύτερη το δαγκώνει και η τρίτη το χώνει όλο βαθιά μέσα στο στόμα, ποια από τις τρεις είναι παντρεμένη; - (Μετά από λίγη σκέψη) Υποθέτω αυτή που το χώνει όλο μέσα στο στόμα της. - Λάθος, απαντάει ο Τοτός, είναι αυτή που φοράει βέρα, αλλά μου αρέσει ο τρόπος που σκέπτεστε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα-κραυγή απελπισίας (λέμε τώρα) από άπαιχτο ανέκδοτο σύμφωνα με το οποίο η έλλειψη συντονισμού και οργάνωσης μπορεί να διαψεύσει μοιραία τις προσδοκίες μας δημιουργώντας ανισότητες, αλλά και ενδο-ομαδικές προστριβές/διασπάσεις... Γενικώς χρησιμοποιείται σε διάφορες περιστάσεις (βλ. παραδείγματα) υπαινίσσοντας το ανέκδοτο.

Το ανέκδοτο

Μεγάλη παρέα αποφασίζει να καλέσει μερικές γκόμενες και να οργανώσει μια παρτουζίτσα για να περάσει η ώρα χωρίς πολλά πολλά έξοδα... Μαζεύονται λοιπόν σε ένα μεγάλο σαλόνι και μετά τα απαραίτητα ποτάκια σβήνουν τα φώτα και αρχίζει η φάση η πολυφασική ... Σιγά-σιγά αρχίζουν να πέφτουν και οι πέοντες στα σκοτεινά. Ακούγονται βογγητά και διάφορα προβλεπόμενα για τέτοιες περιπτώσεις, όταν ξαφνικά κάποιος ανοίγει το φως:
«Ρε παιδιά, να οργανωθούμε...»
«Σβήσε το φως ρε!», του φωνάζουν οι υπόλοιποι που τους έκοψε πάνω στο καλύτερο.
Το σβήνει κι αυτός και το έργο συνεχίζεται... Πολλά βογγητά και τελειώματα αργότερα, ανάβει το φως ο ίδιος:
«Ρε παιδιά, να οργανωθούμε σας λέω...»
«Κλείσε το φως ρε παπάρααα!!», τον αποπαίρνουν ξανά οι άλλοι.
Τι να κάνει και αυτός, το ξανακλείνει... Η κατάσταση συνεχίζεται για πολλή ώρα ακόμα, μέχρι που αγανακτισμένος πια ξανανοίγει το φως:
«Ρε παιδιά, να οργανωθούμε, επιτέλους! Έχω φάει τρεις και δεν έχω ρίξει κανέναν!!»

  1. (σε παιχνίδι μπάσκετ)
    - Ρε μαλάκες πρέπει να κερδίσουμε σήμερα! Έχουμε χάσει απ' όλους!
    - Ναι, να οργανωθούμε!!

  2. (σε συνάντα του slang.gr)
    (acg) - Θα το φτιάξουμε καμιά φορά αυτό το γκρουπ στο Facebook;
    (ironick) - Ε αφού αυτός εδώ ξέρει από Facebook!
    (Cunning Linguist) - Ε αφού με πήρανε φαντάρο, τι να κάνω!
    (Vrastaman) - Παιδιά, να οργανωθούμε!!

  3. (από εδώ)
    «Γι’ αυτό και το καλοκαίρι που ξεκινάει, καθότι είναι το μόνο που δεν έχει κάποια πολύ μεγάλη διοργάνωση μέχρι το Σεπτέμβριο, είναι αφιερωμένο αποκλειστικά σ’ εμάς, δηλαδή εσάς. Έχουμε ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για να καλλωπιστούμε, να συμμαζευτούμε , να… οργανωθούμε, που λέει και το ανέκδοτο, ενώ, σύντομα, θα ζητήσουμε και το αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης μας: Τη δικιά σας άποψη και συμμετοχή.»

Θύμα ανοργανωσιάς... (από Cunning Linguist, 29/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified