Further tags

Τύπος και εργαλείο βασανιστηρίου, με μεταλλικές «αυγουλοθήκες» οι οποίες φυλακίζουν έναν-έναν ξεχωριστά τους όρχεις. Αφού το συνδέσουμε στην πρίζα, θερμαίνονται οι «αυγουλοθήκες» σε σημείο που ψήνονται οι όρχεις και τραβώντας απότομα ξεκολλούνται από το υπόλοιπο σώμα.

- Ε τώρα, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη, σόρρυ!

(από Vrastaman, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φωτιστικό που συναντάμε συνήθως στα καράβια. Λέγεται έτσι γιατί θυμίζει καβούκι χελώνας.

Να βάλεις χελώνες στη βεράντα, δεν παθαίνουν τίποτα.

(από ironick, 08/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το χαλίκι (οδοποιίας / οικοδομής) ή μείγμα με αυτό. Από το τουρκικό çakıl (χαλίκι).

  1. ...για να καταλάβουν τη γλύκα να είσαι δημότης σε μία πόλη που η δημοτική της αρχή δεν τολμά να ρίξει ένα φορτηγό τσαΐλι να φράξει δύο λακκούβες.

  2. ... το ανώμαλο έδαφος στον αύλειο χώρο του φρουρίου, που έχει καλυφθεί όπως-όπως με τσαΐλι, ενώ την ίδια στιγμή «παραμονεύουν» δεκάδες λακκούβες-παγίδες για τους ανυποψίαστους επισκέπτες.

  3. Όταν παραπονέθηκα ο μαστρο Νίκος με έστειλε στην μπετονιέρα. Καλή δουλειά αυτή. Έμαθα να κάνω πολύ καλό χαρμάνι. Τρία άμμο νταμαρίσια, δύο θαλάσσης, ένα τσουβάλι τσιμέντο, (χωρίς ασβέστη μόλις είχε βγει το ασβεστομίξ) και χαλίκι. Τσαΐλι όπως το έλεγαν οι άλλοι μαστόροι.

  4. Η αλήθεια είναι πως οι περισσότερες κούνιες είναι σπασμένες και ένα παιδί έπεσε προχθές κι έσπασε το χέρι του· είναι και λίγο βρώμικα, στο τσαΐλι βρίσκουμε, και τί δε βρίσκουμε...

  5. Με συμβουλεψαν για φέτος να βρω έναν δρόμο με τσαΐλι και με το ποδηλατο και τον σκύλο από το λουρί να τον κάνω να τρέχει για κανα 15λεπτο τη μέρα για μια εβδομάδα. (εδώ που μένω υπάρχει πρόβλημα δεν βρίσκω βράχια με αποτέλεσμα ο σκύλος να είναι γυμνασμένος αλλά με τα πέλματα μαλακά).

(από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published

Είναι ειδικό εύκαμπτο σωληνάκι από θερμοσυστελλόμενο υλικό, το οποίο χρησιμεύει κυρίως στην μόνωση καλωδίων.

Ονομασία προερχόμενη προφανώς από την ομοιότητα με το γνωστό ζυμαρικό.

Έχει την ιδιότητα κατά τη θέρμανσή του να συρρικνώνεται, με αποτέλεσμα να εφάπτεται στο καλώδιο που περικλείει και έτσι να το μονώνει.

...απλα πρεπει να κοψω το καλωδιακι του ανεμιστηρα να κολλησω το αλλο με κολλητηρι κ μετα με θερμοσυστελλομενο μακαρονι. (εδώ)

Νάτο, σε διάφορα χρώματα. Στις άκρες είναι λεπτότερο γιατί έχει θερμανθεί. (από PUNKELISD, 09/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξάρτημα που χρησιμοποιείται αντί της κλασσικής μπαγκέτας στα ντραμς, κυρίως σε συγκροτήματα τζαζ ή αντίστοιχου ήχου.

Το γούγλε δίνει χτυπήματα για τη λέξη «βούρτσα», απ' ευθείας μετάφραση του αγγλικού brush, αλλά το θυμάμαι κι έτσι. Ο λόγος για τον οποίο στέκει είναι η ομοιότητα του εξαρτήματος με την κλασσική ψάθινη σκούπα.

Πάσα: Tom Waits.

- Θέλει να παίξει και με σκούπες ο χασάπης. Δεν κοιτάει να μάθει να κρατάει το ρυθμό πρώτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζεται έτσι το υλικό που προκύπτει από την σύνθλιψη και άλεση ασβεστόλιθου (~80%) με άργιλο (αργιλικός σχιστόλιθος ~20%) κατά την διαδικασία παραγωγής τσιμέντου.

Το υλικό αυτό θερμαίνεται στους 1450°C σε περιστροφικούς κλιβάνους, όπου υφίσταται διάφορες πολύπλοκες χημικές μεταλλάξεις και μετατρέπεται σε ένα άλλο υλικό που ονομάζεται κλίνκερ. Η λεπτή άλεση του κλίνκερ μαζί με μικρή ποσότητα γύψου δημιουργεί το τσιμέντο.

Παρά τη σχετική του ονομασία το υλικό αυτό δε φουσκώνει μόνο του και πιθανότατα πήρε την ονομασία του λόγω του ωχρού λευκού χρώματος που θυμίζει το αλεύρι.

(κι άλλες λεπτομέρειες.)
(σ.σ.: ο ορισμός γράφτηκε με μια μικρή βοήθεια.)

Φτου ρε πούστη μου δουλειά...
Είναι κάτι μέρες που γυρίζω απ' το εργοστάσιο και καθόμουν και σκεφτόμουν: τι σκατά καθόμασταν και φτιάχναμε εκεί πέρα, κάθε μέρα τσιμέντο, χιλιάδες τόνοι τσιμέντο, τσιμέντο δηλαδή να μπούμε μέσα...
Πάω στο φούρνο, του λέω : «λίγο αλεύρι»
Μου λέει: «απλό ή φαρίνα
Άκουσε να δεις φίλε αν νομίζεις ότι μου κάνεις πλάκα...
τι σκατά θα το κάνουμε τόσο τσιμέντοοοο;

σε υποστήριξη του επικού παραδείγματος. (από jesus, 17/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιλοφόρο όχημα μεταφοράς τσιμέντου σε σκόνη.

Ονομασία προερχόμενη από το γεγονός ότι τα σημεία εξαγωγής του σε σκόνη τσιμέντου, από το εν λόγω όχημα, βρίσκονται στο κάτω μέρος, πράμα που συνειρμικά θυμίζει άρμεγμα γελάδας.

Η εξαγωγή από το κάτω μέρος γίνεται με κύριο παράγοντα την βαρύτητα κάτι που βοηθάει στην εξοικονόμηση χώρου, χρόνου, ενέργειας και άρα χρήματος μιας και δε χρειάζονται παρά απλά, μικρά και οικονομικά μηχανήματα για την εξαγωγή του τσιμέντου απ το όχημα.

- Είναι λίγο παλιό, με προβληματίζει να το αγοράσω..
- Αυτήν την αγελάδα που βλέπεις μη τη βλέπεις έτσι, είναι σκυλί.
- Σκυλί η αγελάδα;!
- Γάτα είσαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αεροδυναμικό βοήθημα σπορ αυτοκινήτου, γνωστό και ως αεροτομή. Συχνά όμως, αναφέρεται σε δύο συγκεκριμένα αυτοκίνητα που φέρουν χαρακτηριστική αεροτομή, τα Subaru Impreza & Mitsubishi Evo.

- Και τους πάτησε όλους ο Τάκης με το πουντικό χθες;
- Εεεε ναι... μέχρι που ήρθαν δύο φτερούγες και γίναμε!

(από caution, 15/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό αντιολισθητικό αυτοκόλλητο σιλικόνης που τοποθετούμε κάτω από ένα αντικείμενο (ώστε αυτό να μην φεύγει εύκολα από τη θέση του) ή στην κάσα μιας πόρτας (για να μην χτυπάει αυτή καθώς κλείνει).

Επίσης ονομάζονται έτσι τα κλασικά αυτοκόλλητα πατάκια από τσόχα που μπαίνουν κάτω από τα πόδια των επίπλων ώστε να μην χαλάει το πάτωμα και να μη διαλύεται το νευρικό σύστημα όσων μένουν στον από κάτω όροφο από τον θόρυβο που κάνει η καρέκλα μας όταν την μετακινούμε...

Λέγονται λόγω του σχήματος και μεγέθους τους (κυρίως αυτά της σιλικόνης).

- Αμάν αυτή η πόρτα, κλείστηνα μια φορά χωρίς θόρυβο ρε πουλάκι μου!
- Δε φταίω εγώ, έχει πολύ μπόσικο και βαράει.
- Ε βάλε καμιά φακή τότε.
- Εύκολο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο για το μυρμήγκι, δηλαδή για την αντιασφυξιογόνο μάσκα GP-5, που φοριέται από διαδηλωτές που θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες από την χρήση χημικών από τους αστυνομικούς. Το κάτω μέρος της παρομοιάζεται δηλαδή με την προβοσκίδα του ομώνυμου ζώου.

- Ξέρει κανεις που μπορώ να βρω μασκα στυλ μηρμηγκοφαγου στην Αθήνα;; Έχω φαει όλο τον κόσμο και δεν βρισκω.
(Εδώ).

(από Khan, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published