Further tags

Ο τύπος που καθαρίζει τα χύσια με σφουγγαρίστρα ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο σε μπουρδέλα.

- Ρε χυσομάπα, μάζεψε τα χύσια από το πάτωμα, είπε ο νταβατζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οδηγός φορτηγού που μεταφέρει τσιμέντο (σε μορφή σκόνης). Η λέξη οφείλεται στο φορτηγό μεταφοράς, το οποίο ονομάζεται “γελάδα” λόγω του σχήματος του βυτίου που μοιάζει με μπανάνα ή φασόλι με τις άκρες στο πάνω μέρος (βλ. φωτό). Το βυτίο γεμίζει από πάνω και στο χαμηλότερο σημείο, υπάρχουν οι υποδοχές (μαστάρια) για τη σύνδεση των σωλήνων “άντλησης” του τσιμέντου (μηχανισμός αρμέγματος).

Οι γελαδάρηδες απαντώνται συνήθως στις εθνικές οδούς και για κάποιο μυστήριο λόγο έχουν πολύ κακή φήμη ως οδηγοί, ειδικά όταν κυκλοφορούν σε γκρουπ-κονβόι και είναι άδειοι. Όπως μπορούν να καταθέσουν αρκετοί οδηγοί, είναι αρκετές οι περιπτώσεις όπου γελαδάρηδες κοντράρονται με μεγάλες ταχύτητες, καταλαμβάνοντας παράλληλα δύο ή και τις τρεις λωρίδες της εθνικής.

- Άσ' τα Γιώργο, χθες γυρνώντας από Λαμία είδα τον χάρο με τα μάτια μου.
- Γιατί ρε συ;
- Ήτανε τρεις γελαδάρηδες, ένας σε κάθε λωρίδα και πηγαίνανε με 120... Βγήκε ο χάρος παγανιά σου λέω. Είδα κι' έπαθα να τους προσπεράσω...

Η "Γελάδα" (από Desperado, 14/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ταξιτζής.

- Σανίδωσέ το ρε τάριφμαν, θα χάσω την πτήση.

Με την καλή έννοια (από Khan, 26/04/13)

Δες και ταρίφας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι νέες, «ελαστικές» εργασιακές σχέσεις στον δημόσιο τομέα δημιουργούν την ανάγκη ενός σαφέστερου προσδιορισμού της σχέσεως εργασίας των εργαζομένων προς την επιχείρηση. Το να πει κανείς π.χ. «δουλεύω στην ΕΡΤ» δεν λέει πλέον τίποτα για τον μισθό του ή για την διάρκεια της υπηρεσίας του. Αυτή η ασάφεια λύνεται με τη χρήση διπλού επιθετικού προσδιορισμού, συνδυάζοντας τα επίθετα μόνιμος και έκτακτος. Έχουμε και λέμε λοιπόν:

α) Μόνιμος-μόνιμος: είναι ο μισθωτός εργαζόμενος, είτε είναι πραγματικά μόνιμος, είτε με σύμβαση αορίστου χρόνου.
β) Μόνιμος-έκτακτος: είναι ο εργαζόμενος που, αν και καλύπτει οργανική θέση, πληρώνεται ως ελεύθερος επαγγελματίας και είναι μονίμως ξεκρέμαστος. Κάνει την ίδια δουλειά με τους μόνιμους-μόνιμους, αλλά πληρώνεται λιγότερα, και βέβαια το επίδομα αδείας (όπως και κάθε επίδομα) είναι γι' αυτόν άγνωστη λέξη.
γ) Έκτακτος-έκτακτος: ο εργαζόμενος που καλείται να καλύψει έκτακτες ανάγκες. Πληρώνεται όπως και ο μόνιμος-έκτακτος.

- Δουλεύεις πουθενά;
- Ναι, στην ΕΡΤ...
- Άαα, δημόσιος υπάλληλος έεε; Τα ξύνεις και σε πληρώνουμε!
- Τι δημόσιος υπάλληλος μωρέ, μόνιμος-έκτακτος είμαι... Τέσσερις μήνες έχουν να με πληρώσουνε οι πούστηδες!

Got a better definition? Add it!

Published

Φοιτητής γεωλογίας σε προχωρημένο έτος, συνήθως μεγαλύτερο/ίσο με 7 χρόνια. Τυπικό παράδειγμα «γεωhumor».

- Καλά, ποιοι είναι όλοι αυτοί που ήρθαν να δώσουν;
- Άσ' τα, με τους πτυχιόσαυρους θα γράψουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διανοητικά καθυστερημένος, ο πειραγμένος δηλαδή. Προέρχεται από την γλώσσα των αυτοκινήτων που μετά από μία άσχημη τράκα αρπάζει το σασί και δεν γίνεται να διορθωθεί 100%.

- Ρε, μου έβρισε τη μάνα χωρίς να του πω τίποτα!
- Μη δίνεις σημασία ρε, το παιδί είναι αρπαγμένο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει μικρή μύτη. Επίσης μπορούμε να το ακούσουμε και σαν «μισσιρή στο κάτω κεφάλι» που σημαίνει μικροτσούτσουνος.
Πάντως πρόκειται για μια λέξη που προέρχεται από την αργκό των περιστεράδων.

Βγήκε και ο άλλος ο μισσιρής στην τηλεόραση να μας πει για πλαστική στο πρόσωπο. Άντε ρε τον σαλιαμπάλια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθέστατο μικρό ψαράκι (άνω των 4 εκ. γιατί παρακάτω θεωρείται ακόμη γόνος και ντροπή σας αν την τρώτε) το οποίο είναι εξαιρετικός ουζομεζές.

Στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται αφ' ενός για να περιγράψει ομάδα μειρακίων ή πιτσιρικάδων και αφ' ετέρου ως χαρακτηρισμός των μικροεπενδυτών στο γνωστό Ναό της Σοφοκλέους. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχει αρνητική χροιά και μάλλον αποτελεί χαριτωμενιά, ενώ στη δεύτερη δημιουργεί σαφείς αρνητικούς συνειρμούς του τύπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», πράγμα που δεν απέχει από την πραγματικότητα ούτε στη θάλασσα ούτε στο Χρηματιστήριο.

1
Μ' έφαγαν τη ζωή τα ζωντόβολα να τα πάω στο Allou Fun Park και μάσησα τελικά το Σάββατο. Μιλάμε ότι όλη η μαρίδα ήταν μαζεμένη εκεί ρε παιδί μου. Μου πήραν το κεφάλι τα ρημάδια για παιδιά.

2
ΧΑ: Στη "μαρίδα" ξεπούλησαν φορολογικοί παράδεισοι και funds
...Επιβεβαιώνοντας λοιπόν τον άγραφο νόμο των αγορών που θέλει τη "μαρίδα" να τσιμπά στο αγκίστρι της χρηματιστηριακής ανόδου όταν αυτή συνήθως φτάνει στο απόγειό της της, αρκετές χιλιάδες μικροεπενδυτών ξεθάρρεψαν στην πιο ακατάλληλη στιγμή, και εφόρμησαν στο "μέλι" των μετοχών όταν οι τιμές στο Χρηματιστήριο σκαρφάλωναν στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας.
[από το διαδίκτυο]

(από acg, 21/04/08)Βάλε τώρα που γυρίζει... (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά, μεταλλικό σφαιρίδιο.

Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογή στους ναργιλέδες.

Μεταφορικά, κουρσούμι είναι κάτι βαρύ, συμπαγές, δυσκίνητο, ακόμη και δύσπεπτο. Μπορεί να σημαίνει και κάποιον χαζό, που δεν παίρνει πολλές στροφές.

  1. Σ' αυτο το παιχνίδι παίζαμε και με "κουρσούμια", δηλαδή μπίλιες σιδερένιες από ρολιμάν. Υπήρχαν και απο αυτές πολλές στο εργοστάσιο της Αμπραβανέλ που έκανε οβίδες. (Από το διαδίκτυο).

  2. - Αμάν αυτό το τηγάνι για τις ομελέτες ... ασήκωτο είναι ... κουρσούμι σκέτο.

  3. PS: Το gothic 3 τζαμάτο παιχνίδι αλλά κουρσούμι από απαιτήσεις, θέλει πάνω από 1.5gb ram για να μην lagαρει... (από διαδικτυακό forum).

  4. - Πολύ σκορδαλιά έφαγα το μεσημέρι ... κουρσούμι μού 'κατσε ... βαρυστομάχιασα άσχημα ... πιάσε μια Σουρωτή.

  5. Καλά, τι κουρσούμι ειν' αυτός ο αδερφός σου, ρε ... μία ώρα του εξηγούσα, τίποτα δεν κατάλαβε ...

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρτοπαικτικός όρος, κυρίως στην πόκα. Ο άνθρωπος ο οποίος μονίμως χάνει. Με τα λεφτά του κινείται το καρέ.

- Πενήντα ευρώ.
- Τα πενήντα και άλλα πενήντα, να γίνει ένα κατοστάρικο στρογγυλό.
- Τα βλέπω, μέσα. Τρεις βαλέδες έχω.
- Σόρυ, φουλ της ντάμας ...
- Καλά, ρε Καραμήτρο, πού πας με τρεις βαλέδες ... δε βλέπεις ότι έχει δυο ντάμες κάτω ... μια ακόμη νάχει στο χέρι του κερδίζει, δε χρειάζεται καν το φουλ ... αλλά μια ζωή αιμοδότης είσαι ... και πληρώνεις και δε μαθαίνεις ... - Έλα, να μη μιλάνε οι απέξω ... ποιός κάνει φύλλα;

Got a better definition? Add it!

Published