Καρβουνιάρη αποκαλούσαν τις ατμήλατες μηχανές των τραίνων επειδή χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο το κάρβουνο.
Παλιά με τον καρβουνιάρη κάναμε το ταξίδι σε 12 ώρες.
Καρβουνιάρη αποκαλούσαν τις ατμήλατες μηχανές των τραίνων επειδή χρησιμοποιούσαν ως καύσιμο το κάρβουνο.
Παλιά με τον καρβουνιάρη κάναμε το ταξίδι σε 12 ώρες.
Got a better definition? Add it!
Ως κλωστές χαρακτηρίζονται οι εταιρείες που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο στον κλάδο των κλωστοϋφαντουργιών.
Μην ασχολείσαι με τις κλωστές, έχει ψοφήσει ο κλάδος.
Got a better definition? Add it!
Ο μικρός γερανός στην πλάτη της καμπίνας του οδηγού σε φορτηγά, που χρησιμοποιείται για να ανεβάζει και να κατεβάζει αντικείμενα από την καρότσα του.
Το φορτηγό είναι εφοδιασμένο με αναδιπλούμενα ποδαρικά για αυξημένη ευστάθεια κατά τη διαδικασία φόρτωσης/εκφόρτωσης.
- Ρε μάστορα, με τι έφερες την παλέτα με το λίπασμα; Πώς θα την κατεβάσουμε από το φορτηγό; Χάθηκε να τη φέρεις με το φορτηγό με το παπαγαλάκι να τελειώνουμε; Τώρα πρέπει να την σπάσουμε και την κατεβάσουμε σακί σακί.
Got a better definition? Add it!
Ως υπόθετο χαρακτηρίζεται από τους σιδηροδρομικούς και το Railbus, η αυτοκινητάμαξα που χρησιμοποιείται για προαστιακά δρομολόγια.
- Σήμερα για το Κιάτο είχε τρίδυμο υπόθετο.
(Τρίδυμο σημαίνει 3 συνδεδεμένα τραίνα μεταξύ τους).
Got a better definition? Add it!
Ως πιατάκι χαρακτηρίζονται οι μονοί συρόμενοι αναβατήρες. Πήραν το όνομα αυτό από τους χιονοδρόμους λόγω του σχήματος που έχουν στην άκρη και με το οποίο τραβούν τον χιονοδρόμο.
Πάμε να πάρουμε το πιατάκι του Τηλεμάχου.
(Τηλέμαχος: Ονομασία αναβατήρα και πίστας στο χιονοδρομικό κέντρο Παρνασσού στη θέση κελάρια. Θα μπορούσε στη θέση του «Τηλέμαχος» να ήταν «Δάφνη», «Θέτις», «Περικλής» κ.λπ.).
Got a better definition? Add it!
Άγκυρα χαρακτηρίζονται οι συρόμενοι αναβατήρες στα χιονοδρομικά που ανεβάζουν ταυτόχρονα δύο χιονοδρόμους. Ονομάζονται έτσι επειδή έχουν σχήμα άγκυρας.
Πήραμε την άγκυρα να ανέβουμε στην Άρτεμις 1, αλλά επάνω είχε πολύ αέρα που δημιουργούσε πρόβλημα.
Got a better definition? Add it!
Ματζοράκια λέμε τον μουσικό που πωρώνεται συνήθως με τραγούδια γραμμένα σε μείζονες κλίμακες και μινοράκια αυτόν που γουστάρει περισσότερο με ελάσσονες.
Γιατί πώς θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά και να καταστρατηγηθεί ο μέγας κοινωνιολογικός νόμος της διχοτόμησης;... Στην παραμετρική του λοιπόν μορφή, τον εφαρμόζουμε στους μουσικούς και παίρνουμε απ' τη μια τον Μότσαρτ κι' απ' την άλλη τον Τσαϊκόφσκι, απ' τη μια τον Τζέρι Λι Λιούις κι' απ' την άλλη τον Νικ Ντρέικ, απ' τη μια τους χαζοχαρούμενους κι' απ' την άλλη τους κλαψομούνηδες, απ' τη μια τους εμβατηριατζήδες κι' απ' την άλλη τους πεθαμενατζήδες, απ' τη μιά τα ροκαμπίλια κι' απ' την άλλη τους έμο, απ' τη μια τις αλίκες βουγιουκλάκες κι' απ' την άλλη τις μάρθες κλάψες –και πάει λέγοντας τέλος πάντων.
Σχόλιο μουσικολογικό: Ένας ματζοράκιας κι' ένας μινοράκιας αποφασίζουν για κάποιο λόγο να παίξουν μαζί· πώς τα βγάζουν πέρα; Δύο είναι οι συνηθισμένες λύσεις: άλφα, η εκμετάλλευση του δυϊσμού μείζονας και σχετικής ελάσσονας, και βήτα, οι τροπικές ανταλλαγές –γιατί στο σλανγκ τζι αρ, χτίζουμε γέφυρες...
Ο Γιάννης Παπαϊωάννου λεγόταν «Μυταρόλας» για το μέγεθος της μύτης του, είχε όμως και δεύτερο παρατσούκλι «Ματζοράκιας», επειδή στα ταξίμια του κυριαρχούσε ο ήχος ματζόρε. (από φόρουμ όπου φημολογείται πως διατηρεί τουλάχιστον χίλιες τετρακόσιες περσόνες ο Πανούσης)
Είμαστε μινοράκηδες. Δεν είμαστε ρατσιστές απέναντι στη μουσική, απλώς είμαστε μινόρε. Αυτό το μελαγχολικό ύφος στα μουσικά ακούσματα μας τραβάει περισσότερο. (από συνέντευξη του Φίλιππου Πλιάτσικα, εδώ)
— Όπα! Στόπ, στόπ...
— Τί εγινε πάλι;
— Φά μινόρε ρε Φούλη στο ρεφρέν, μίνόρέ, πώς το λένε;
— Ε τί έπαιξα;
— Εσύ τί λές;, λά επαιξες.
— Ε εντάξει ρε Τούλη, μου βγήκε στο μπλουζίστικο, πώς κάνεις έτσι να 'ούμε... [σπασαρκίδα μινοράκια, απο ρέ μινόρε σε φά μινόρε, γαμώ το ψυχοπλάκωμά σου γαμώ καταθλιψάρα του κερατά...] Λά ύφεση θές, θα την έχεις. Πάμε πάλι.
— Πάμε. Έ'α, δύο, τρία, καί... [...άχ Φιφή μου... σνίφ... άχ Φιφούλα μου... ούτε το κομμάτι που σού 'γραψα δέν μπορώ να παίξω πιά... με τους σκατοματζοράκηδες πού 'χω μπλέξει απο τότε που την κοπάνησες με τον πιανίστα... ... ... λύγμ... ρ' αυτή η πένα κοφτερή φαίνεται... θα την κάνει τη δουλειά της λές;... ... ... χμμ... ωραία ιδέα για στίχια πλάκα-πλάκα...]
— Στόπ!...
— Έλα ρε Φούλη, τί έγινε;...
— (με ύφος χιλίων Τζάκ Νίκολσον) Λα ύ φ ε σ η δεν είπες;...
— Χμ. Ναι ναί, μπερδεύτηκα. Πάμε πάλι. [...ρε λές να κολλάει ματζόρε τελικά;...]
(από τη ζωή)
Got a better definition? Add it!
Ατάρι αποκαλείται το αεροσκάφος ATR για συντομία, και λόγω των αρχικών του!!!
- Θα πάω στο Καστελόριζο με αεροπλάνο, ξέρεις τι βάζουν;
- Με ατάρι θα πας, ωραία εμπειρία.
Got a better definition? Add it!
Κάγκελο λεγόταν και το χρηματιστήριο αξιών Αθηνών, όταν λειτουργούσε στην οδό Σοφοκλέους. Λεγόταν έτσι επειδή στο κέντρο κάτω από το ταμπλό των τιμών ήταν ένα μεταλλικό κάγκελο γύρω από το οποίο συγκεντρώνονταν παλιά οι αντικρυστές και δια βοής και με χειρονομίες αγόραζαν και πωλούσαν μετοχές.
Αυτό το κάγκελο έχει κολλήσει και δε λέει να ανέβει λίγο.
Got a better definition? Add it!
Αρκούδα στις αγορές χρήματος και κεφαλαίου θεωρείται ο απαισιόδοξος άνθρωπος ως προς την πορεία που θα έχει η αγορά, και προεξοφλεί πτώση τιμών.
Οι αρκούδες υπερίσχυσαν στη σημερινή συνεδρίαση του χρηματιστηρίου.
Got a better definition? Add it!