Ο μακεδονίτικος και χωριάτικος τρόπος για το μωρή των πελοποννησίων. Νομίζω οτι διαδόθηκε ευρύτερα με τους παλιούς Μήτσους του Λαζό και σήμερα γίνεται χρήση μέχρι τρασίλας.

Μια όχι και τόσο εύηχη λέξη είναι «Μαρή» που σήμερα αντικαθίσταται απ’ τη λέξη «καλέ». Η λέξη «Μαρή» προέρχεται από το μωρή (μωρός = ανόητος). Δυο εύχρηστες προτάσεις με το μαρή που τις χρησιμοποιούσαν και τις χρησιμοποιούν στο καθημερινό τους λεξιλόγιο είναι οι εξής: «Τι κάνς, Μαρή;» και «Για πού το ’βαλες Μαρή;».

ΑΛΙΣΤΡΑΤΙΝΩΝ ΛΟΓΟΣ

  1. -Μαρή Χρυσούλα! Ο γιο'σ είνι γκέι!
    -Δε βαριέσαι, πούστς να μην είν' κι όόόλα τ'αλλα...

  2. -Άγκελα τον Αλέξη θα τον καλέσουμε;
    -Τι λες μαρή Κριστίν; Άσε να μιλήσουμε και μια φορά σοβαρά.

  3. Κ-Λ-Α-Ι-Ω! RT: "Βίσκα μαρή Μπάρτσα, Βίσκα μαρή Καταλούνια"

  4. Θέλαμε ένα διεθνές όνομα για το μωρό είπε η Βίκυ Καγιά. Τι είναι μαρή το μωρό; Αεροδρόμιο;

  5. ποσο ξεφτιλισμενη εισαι μαρη που εχεις ψηφισεις γαπ, δημαρ, νδ κ τωρα πας διακοπες αιγινα με γαπικους μπας κ πεσετε πανω στον τσιπρα?!

  6. - Είσαι ελεύθερη μαρή?
    - Ετσι οπως εισαι, για σένα έχω Αids και είμαι πουτανα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διασημότερη όπως λένε λέξη του ελληνικού λεξιλόγιου (και μάλλον είναι, βγάζοντας τουλάχιστον τα παλαιοελληνικά απ' την εξίσωση). Και τι σημαίνει;... έ, το λέει και η λέξη.

Αχέμ.

Χρήσεις

Μαλάκες βγαίνουν σε πολλά χρώματα, αλλά θα προσπαθήσω να πιάσω εδώ τη βασική παλέτα.

α. Φιλική, οικεία προσφώνηση, στην κλητική

Αυτή είναι ίσως η πιο συνηθισμένη χρήση της λέξης, που δηλώνει οικειότητα, ή τουλάχιστον διάθεση οικειότητας.

- Ρε μαλάκα πού το παρκάραμε τ' αμάξι χθές, θυμάσαι;
- Μμμ... στον κώλο σου;...
- Λέγε ρε και βιάζομαι!
- Κάτσε ρε μαλάκα να θυμηθώ... ακόμα δε ξύπνησα... ά... στο περίπτερο.
- Όκέι, τα λέμε σε διωράκι-τριωράκι.
- Έγινε, ψήνω φραπέ.

Εξαιρετικά διαδεδομένη χρήση στην καθομιλουμένη και την αργκό, κάνει τρελή παρέα με το μόριο ρε, και μετριάζεται μόνο από τον κίνδυνο παρεξήγησης λόγω των υπόλοιπων κακόσημων χρήσεων (βλέπε παρακάτω).

Συνώνυμα: συ/εσύ, φίλε. Φράσεις: μαλάκα/μαλάκα μου! (επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού). Σε άλλες γλώσσες: man (αμερικάνικα), mate (βρετανικά, αυστραλέζικα), Du/Alter (γερμανικά).

β. βλάκας, ηλίθιος, χαζός

Αυτός που δεν αντιλαμβάνεται, ο αργόστροφος, βραδύνους, ξέχνα τον, δεν το πιάνει, δε νιώθει ρε παιδί μου, άσ' το να πάει άσ' το, πες τον ζώον, βλίτο, σμπόκο, ούγκα-ούγκα -από πού ν' αρχίσεις και πού να τελειώνεις, κάθε συνώνυμο και μια 'ποτυχημένη, οικτρή προσπάθεια να τον νικήσεις...

αμα ειναι μαλακας ο αλλος και δεν καταλαβαινει...προβλημα του!!!!!αστον να ναι!!!!!

απ' το φέισμπουκ

άντε να εξηγήσεις στο μαλάκα Ελληνάρα, τον Μπάμπη από το Μπουρνάζι με το Punto, ότι το αλκοόλ θολώνει αντανακλαστικά. Άντε να του βγάλεις από τον εγκέφαλο ότι εκτός από οδηγός της πλάκας, είναι και επικίνδυνος αν ανοίξει το γκάζι πάνω από τα 80.

από ιστολόι

Μικρή πίπα: Παρόμοια με κάθε τέτοιον χαρακτηρισμό, είναι και δώ σαφές ότι όταν καλείς κάποιον μαλάκα με αυτήν την έννοια, δέν υποδηλώνεις ότι δεν αντιλαμβάνεται ενγένει (δεν πρόκειται δηλαδή ακριβώς για ρατσιστικού τύπου χαρακτηρισμό όπως να τον έλεγες «καθυστερημένο»), αλλά οτι δεν αντιλαμβάνεται με τον τρόπο που αντιλαμβάνεσαι εσύ· άμεσα προκύπτει το θεμελιακό, ότι για το μαλάκα είσαι μαλάκας. Σκληρό, αλλά για ν' αποφύγεις το αυτοψυχοψάξιμο, η λύση είν' απλή: παράμεινε μαλάκας για το μαλάκα, σιγά μην κάθεσαι να κατανοείς νοοτροπίες μαλάκων τώρα, ορίστε μας...

να σε ενημερωσω πως οτι βρισια και να γραψεις , ουτε με αγγιζει , ουτε και θα με κανει να κατεβω στο παιδικο επιπεδο του "εισαι μαλακας , οχι , εσυ εισαι μαλακας" .. αυτα ειναι για σενα και τους ομοιους σου.

από το φόρουμ τζι αρ

Η λούπα του παραδείγματος παρατηρείται τόσο συχνά σε εμβριθέστατες και βαθιές συζητήσεις εντός γενέτειρας της φιλοσοφίας, που είναι ν' αναρωτιέται κανείς πώς και μας πρόλαβαν οι μοχθηροί φρίτσηδες στη ντρέτη διαπραγμάτευση του απείρου, ή οι τεχνοκράτες άγγλουρες στη ντρέτη διαπραγμάτευση της αποτελεσματικότητας... Μικρή πίπα τέλος.

Φράσεις: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας, είσαι μαλάκας ή γιωτάς;, κάνω το μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: jackass, dickhead / shithead (αγγλικά), connard (γαλλικά), Depp (γερμανικά).

γ. αφελής, εύπιστος, θύμα, κορόιδο

Πολύ κοντινή χρήση στην προηγούμενη, συνοδεύεται συχνά από οριστικό άρθρο, ο μαλάκας, και αναφέρεται σε κάποιον που περιέρχεται σε μειονεκτική θέση ή και γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης ή αποδιοπομπαίος τράγος, λόγω αφέλειας, καλοπιστίας.

Αποκαλυπτικοί είναι οι διάλογοι του Χάρη Τομπούλογλου, που συνελήφθη για χρηματισμό, με τον μεσάζοντα της ιδιωτικής εταιρείας, ο οποίος του έδωσε και τα προσημειωμένα χαρτονομίσματα. «Δεν είμαι εγώ ο μαλάκας να κονομάνε όλοι από δουλειές και εγώ να μην παίρνω μία», φέρεται να αναφέρει ο πρόεδρος του νοσοκομείου Παίδων «Αγλαΐα Κυριακού», ο οποίος συνελήφθη την Τρίτη επ’ αυτοφώρω να λαμβάνει 25.000 ευρώ.

απ' τον διαδικτυακό τύπο

Φράσεις: βγαίνω ο μαλάκας, για μαλάκες ψάχνεις;, o μαλάκας της παρέας, ο μαλάκας της υπόθεσης, στην υγειά του μαλάκα, πιάνω κάποιον μαλάκα.

δ. Αυτός που αυνανίζεται, που μαλακίζεται

Η σημασία αυτή φέρεται να είναι η κυριολεξία.

μαλακας ειναι αυτος που παιζει με το πουλακι του...

απ' το φέισμπουκ

Η εντύπωσή μου είναι ότι τόσο συχνότερα χρησιμοποιείται στην κυριολεξία, όσο περισσότερο κατεβαίνουμε σε ηλικίες, ενώ στο βαθμό που το να τραβάς μαλακία είναι ποταπή, ανήθικη, τσσ-τσκ-τσκ πράξη, χρησιμοποιείται ήδη η λέξη ευρύτατα ως βρισιά.

ΑΝΤΕ ΤΡΑΒΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΩΡΗ ΠΑΛΙΟΛΙΝΑΤΣΑ ΤΟΥ ΚΕΡΑΤΑ ΚΑΙ ΠΑΨΕ ΝΑ ΤΡΩΣ, ΠΑΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ πουλάκι ΣΟΥ, ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, Ε ΧΟΝΤΡΟ-ΜΑΛΑΚΑ, ΚΟΜΠΛΕΞΙΚΕ!!

από ιστολόι

Η δαιμονοποίηση της «αποκλίνουσας» σεξουαλικότητας είναι εξάλλου βασικότατο μοτίβο στις βρισιές (που πρέπει να τις πιάσουμε κάποτε καλά στο σάιτ!), βλέπε γαμιόλα, πούστης, και πόσα άλλα.

Κάποια συνώνυμα, που ως τέτοια όμως λαμβάνουνε συχνά και τις άλλες σημασίες του μαλάκας: αυνάνας, πεοκρούστης, πεομπαίχτης, τρόμπας, χειρογάμης, ψωλοβρόντης. Φράσεις: τη μαλακία πολλοί αγάπησαν, το μαλάκα ουδείς, το πολύ το τίκι τάκα κάνει το παιδί μαλάκα, καλή η μαλακία, αλλα με το γαμήσι γνωρίζεις κόσμο. Σε άλλες γλώσσες: jerk, wanker (αγγλικά), Wichser (γερμανικά)

ε. Λέξη-πασπαρτού για κακόσημους χαρακτηρισμούς και βρισιά

Το μαλάκας είναι απ' τις επεκτατικότερες του ελληνικού λεξιλογίου, καθώς υποκαθιστά δυνητικά οποιονδήποτε κακόσημο χαρακτηρισμό. Άν κάποιος δεν είναι σίγουρος για το πώς να χαρακτηρίσει κάποιον απ' τον οποίο έχει ενοχληθεί (πες το «λεξιπενία», πες το «θόλωσ' ο Μπροκά 'π' τα νεύρα», πές το «αχαρτογράφητη άβυσσος η ψυχή του αθρώπου, ούτ' ο Ντοστογέφσκι θα μπορούσε να σ' τον περιγράψει αυτόνανε» -ή πες το απλά σπαρίλα να τελειώνουμε), τον λέει απλά «μαλάκα» και τελειώνει η υπόθεση.

Ιδού μια τυπική, τυπικότατη περίπτωση.

- Ο Λέλος θά 'ρθει;
- Δέν του είπα.
- Δέν τού 'πες;!...
- Δέν τού 'πα, δέ γούσταρα.
- Γιατί;
- Δέ ξέρω... μαλάκας είναι, γι' αυτό.
- Τί «μαλάκας» δηλαδή;
- Ε μαλάκας, ρε παιδί μου, ξέρω γώ, μαλάκας, πώς το λένε;...
- Δηλαδή τί ρε παιδί μου;!...
- Ε ρε τί θες τώρα, αναλύσεις να πούμε;... Κάνει μαλακίες... Αλλα θα μου πείς, μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει!... hά...
- Δέ σε πιάνω.
- Ε 'φού 'σαι και σύ μαλάκας, τί να σ' εξηγώ τώρα, ώωω...

Ιδού και άλλη μία.

Αν πιστεύεις ότι κάποιος είναι μαλάκας όπως λες, θα πρέπει να έχεις ξεκαθαρίσει πρώτα τι εννοείς "μαλάκας" και αν το έχεις, τότε μπορείς να εκφέρεις επιχειρήματα για αυτό.

εδώ

Ως κακόσημη λέξη-πασπαρτού είναι βέβαια και μία από τις πιο συχνές βρισιές. Μάλιστα, από τις αποτελεσματικότερες: αν σε πεί ο άλλος «μαλάκα» και το εννοεί, είτε το βουλώνεις και την κάνεις, είτε το λόγο τον παίρνει ο Ταβερνιέ, αφού συχνά σημαίνει οτι έχει τόσα νεύρα, που δέ μπορούσε να σκεφτεί καμία άλλη λέξη φαντεζί.

στιγμιότυπο από την τηλεοπτική σειρά «Οι τρεις Χάριτες»
ΜΑΡΙΑ: Κάποια στιγμή όμως εκνευρίζομαι πάρα πολύ, γυρνάω και του λέω «τί θές ρε μαλάκα; αφου βλέπεις δέ σου απαντάω!»
ΟΛΓΑ: Μπράβο Μαρία! πολύ σωστά του μίλησες...
ΕΙΡΗΝΗ: Και εγώ στη θέση σου το ίδιο θά 'κανα!...
Μ: Να δείς αυτός στη θέση του τι έκανε όμως...
Ε: Τί;...
Μ: Γυρνάει μου τραβάει ενα φούσκο και μου λέει «ποιόν είπες μωρη "μαλάκα";»... κι' εξαφανίστηκε.
Ε: Ά το μαλάακααα!...

Μαλάκας λοιπόν, σε ήπιο ή μή ύφος, μπορεί να σημαίνει «άξεστος» και «ακοινώνητος», οτι «δεν ξέρει να φερθεί» που λέμε (σύγκρινε με σημασία β), «φταίχτης» και «υπαίτιος» (σύγκρινε με σημασία γ), μπορεί να σημαίνει απλά «κουραστικός» και «φορτικός», μπορεί να σημαίνει «υπερόπτης», «ακατάδεχτος» και «επηρμένος», μπορεί να σημαίνει και «αναξιόπιστος», «ανέντιμος», «ανήθικος», «υστερόβουλος», «ύπουλος», «μηχανορράφος», «υποκριτής», «διπρόσωπος», «μικρόψυχος», «εκδικητικός», «μνησίκακος», και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.

Φράσεις: βγάζω κάποιον μαλάκα, για έναν μαλάκα, μαζί μου ασχολείσαι, πόσο μαλάκας είσαι;, φάε ένα μαλάκα. Σε άλλες γλώσσες: asshole (αγγλικά), Arschloch (γερμανικά).

Ετυμολογία

Η λέξη βγαίνει από τη λέξη μαλάκα (θηλυκό) στα μεσαιωνικά ελληνικά, η οποία με τη σειρά της βαστάει από το ακόμη πιο παλαιοελληνικό επίθετο μαλακός. Ο Τριαντάφυλλος το θέτει ως εξής:

μαλάκ(α) η 'μαλάκυνση' -ας < ελνστ. μαλακ(ός) 'παθητικός ομοφυλόφιλος' (αναδρ. σχημ.), με αλλ. της σημ. κατά το μαλακία· μαλάκ(ας) -ούλης

ΛΚΝ

και ο Μπάμπης πάνω-κάτω τα ίδια, με ένα τσικ επιπλέον πληροφορία:

< μεσν. θηλ. μαλάκα «μαλακία» (πβ. μάγκας - μάγκα, η), ουσιαστικοπ. τ. του αρχ. επιθ. μαλακός [...], το οποίο ήδη στον Ηρόδοτο δήλωσε τον ανήθικο, διεφθαρμένο άνθρωπο (όπως τον παθητικό ομοφυλόφιλο. 3ος αι. π.Χ.)

ΛΝΕΓ (τρίτη έκδοση)

Χρονολόγηση

Η υβριστική, κακόσημη χρήση υπάρχει τουλάχιστον απ' την αρχή-αρχή του εικοστού αιώνα, όπως μας μαθαίνει ο δαιμόνιος χαρτοπόντιξ κυρ-σαράντ -τα σέβη μου- τον οποίο και παραθέτω με συνοπτικές.

[...] βρήκα, με έκπληξη ομολογώ, να γράφεται, σε εφημερίδα του 1906, η συχνότερη ελληνική τρισύλλαβη λέξη. Λέει ο Άννινος ότι “Περί τα τέλη του βίου του [Παράσχου], κάποιος εκ των λογίων, δυσαρεστηθείς διά δυσμενή κρίσιν του Αχιλλέως περί τινος θεατρικού του έργου, τον απεκάλεσεν εν τη οργή του μαλάκαν. – Εγώ μαλάκας! απήντησεν εξαφθείς ο ποιητής. Και μου το λέγεις συ, ο Παδισάχ της μαλάκας!…” Παναπεί, και τότε έβριζαν οι ποιητές αλλά δεν είχαν Φέισμπουκ να διαδίδει τα ξεκατινιάσματά τους στο πανελλήνιο.

απ' το ιστολόι του κυρ-σαράντ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αόριστος χαρακτηρισμός αναφερόμενος σε οποιονδήποτε άνθρωπο ή άλλο ον.

Πάτησα ένα σκύλο σήμερα με το αμάξι. Ο ψηλός πετάχτηκε από το πουθενά.

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μάστορας, μεγάλε

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified