Και ουχί μπετόν. Επειδή η γαλλική κατάληξη δεν πάει σε οικοδόμο, και η λέξη ενισχυμένο σκυρόδεμα είναι χρονοβόρα και κυριλέ στην προφορά της, η πιάτσα το μπετόν αρμέ, το έκανε μπετόν, και με αφαίρεση του «ν» έγινε και παρέμεινε «μπετό».
Στη σλανγκ μορφή της, η λέξη χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει οτιδήποτε ως, πολύ σκληρό, άκαμπτο, μασίφ. Από μούσκουλα, μέχρι κεφτεδάκια. Χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό, όπως εδώ, κι εδώ, για να προσδώσει στο ακολουθούμενο ουσιαστικό ή επίθετο, τις ιδιότητες του μπετού, όπως αναφέρουμε (πληθυντικός γιατί ο electron δεν είναι ένας, αλλά συγγραφική ομάδα, με δύο νομπελίστες στη σύνθεσή της) παραπάνω.
Παρότι η λέξη είναι ξένη, η πιάτσα την κλίνει κανονικά, ακολουθώντας τους γραμματικούς κανόνες, που διέπουν την κλίση δισύλλαβων, ουδετέρων το γένος, που λήγουν σε -ό.
- Ρε Σάκη τι παίρνεις και έχεις σφίξει έτσι ρε παιδί μου;
- Πάω γυμναστήριο.
- Άσε μας ρε Σάκη, κι εμείς πάμε γυμναστήριο, αλλά δε γίναμε μπετό σ' ένα μήνα. Κάτι θα βάζεις στο γαλατάκι το πρωί. Κάνα κινέζικο αναβολικό. Απλά σ' το λέω να προσέχεις.- Μπαμπά, έλα να τραβήξεις το καζανάκι, τελείωσα.
(ροή ύδατος)
- Αυτό δεν πάει κάτω! Από μπετό είναι; Τι έφαγες παιδί μου χθες;
- Η κουράδα μπαμπά;
- Ναι.
- Τι είναι το μπετό μπαμπά;
- Μπες σε μισή ώρα στο σλανγκρρρ, να δεις, θα το ανεβάσω.
- Γουΐνι δε πού, θέλω μπαμπά.
- Μη χέσω με τις αμερικανιές!!!!(για τη γραμματική του πράγματος)
-Ρε Σάκη, πότε είπαμε του μηχανικού ότι θα πάμε να ρίξουμε τα μπετά;