Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.
Ώπα ρε τρίκαυλε!
Αυτός που είναι πολύ καυλωμένος.
Ώπα ρε τρίκαυλε!
Got a better definition? Add it!
Ο υπερθετικός βαθμός της καύλας. Συνώνυμα μπορούν να θεωρηθούν το τούμπανο, η υπερκαύλα/ο υπερκαύλας (με β, αν είστε μερακλήδες)
-Ρε συ, το μαράκι δεν είναι δεκαράκι;
-Σκέτο καυλοντάμαρο είναι!
Got a better definition? Add it!
Το πρησμένο και ερεθισμένο σε τρομακτικό βαθμό από τη στύση υπερμεγέθες ανδρικό μόριο! Οι αρχαίοι ημών πρόγονοι είχαν θεοποιήσει την απόλυτη αυτή κάβλα και λάτρευαν τον ομώνυμο θεό. Ο Πυρόκαβλος ήταν ο 13ος θεός του Ολύμπου και μαρτυρίες λένε ότι το καβλί του ξεπερνούσε ουρανοξύστη στο περίπου! Τη σήμερον ημέρα ή χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή αναφερόμενοι σε καραπουτσακλάρα ή καρατουμπανιασμένο παπάρι,το μήκος του οποίου είναι μεγαλύτερο από 20 εκατοστά.
- Πώς πήγε χτες ρε; ;Το γάμησες το Μαράκι;
- Άσε με ρε μαλάκα... Μια χαρά πήγαινε η δουλειά αλλά μόλις είδε τον πυρόκαβλο τρόμαξε και έφυγε...
Got a better definition? Add it!
Θηλυκό ύψους το πολύ 1.65 καλλίγραμμο και με παιχνιδιάρικες διαθέσεις. Το κοντόκαυλο, παρά το μικρό του ύψος δεν διστάζει να προκαλέσει επιβιώνοντας έτσι τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ψηλές τις ίδια συνομοταξίας.
Ρε μαν, είδες το κοντόκαυκλο που πέρασε? Ένα κι ένα milko αλλά αμα σε βάλει κάτω σου ρουφάει το αίμα.
Άσε δικέ μου, έχω μπλέξει τελευταία με ένα κοντόκαυλο. Το έχω σπάσει στην πούτσα. Αλλά αυτό δεν πεθαίνει σου λέω, δεν πεθαίνει.
Εχω πάει με πολλές ψηλές αλλά αν θες την γνώμη μου, τίποτα δεν συγκρίνεται με ένα ωραίο ζουμερό κοντόκαυλο!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που σουρώνει το καβλί του από την κάβλα και την αγαμία.
- Καλό το γκομενάκι ε;
- Ρε σουρουμπόκαβλε, τόσο καιρό που έχεις να γαμήσεις, όλες καλές σου φαίνονται.
Got a better definition? Add it!
Ο καυλωμένος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.
Πρωί-πρωί και με την τσίμπλα στο μάτι το αφεντικό ήρθε έγκαυλο για δουλεία!
Got a better definition? Add it!
Ο ελληνοκεντρομανής, ο Ελληναράς, αυτός που ηδονίζεται να φαντασιώνεται ότι είναι π.χ. κατευθείαν απόγονος του Αρχίδαμου.
Τον είδες πάλι τον αρχαιόκαυλο χθες το βράδυ στην τηλεόραση; Επί μισή ώρα έχεζε μάρμαρο το σούργελο!
Δες και -καυλος. Για την cyber εκδοχή, βλέπε e-λληναράς.
Got a better definition? Add it!
Βήτα συνθετικό της αργκό που δημιουργεί επίθετα.
Συνδυάζεται ελεύθερα με ουσιαστικά, και έχει τη σημασία «υπερβολικά παθιασμένος», «πωρωμένος» με αυτό που δηλώνει το εκάστοτε άλφα συνθετικό, ίσως και «παραμυθιασμένος» από αυτό, είναι λοιπόν αρκετά κοντινό στο -μανής των τυπικών ελληνικών: αρχαιόκαυλος, θαλασσόκαυλος, στρατόκαυλος (δες και στα παραδείγματα). Βγαίνει από το ρήμα καυλώνω με τη σημασία «ενδιαφέρομαι», «γουστάρω», «παθιάζομαι» (με κάτι).
Εναλλακτικά, μπορεί να αναφέρεται είτε στο πέος καθαυτό, είτε στον άντρα που το κουβαλάει, και σχηματίζει έτσι όνομα που χαρακτηρίζει τον ενλόγω άντρα κατά τον ομιλητή: oλόκαυλος, πυρόκαυλος, σουρουμπόκαβλος. Στην περίπτωση αυτή βγαίνει από το καυλί. Δες και -καύλης.
Τέλος, μπορεί να αναφέρεται στο σεξουαλικό ερεθισμό, οπότε βγαίνει από το καύλα: έγκαυλος, τρίκαυλος.
Το επίθημα γράφεται και -καβλος ή -γκαβλος, όπως συνήθως με τα ομόρριζα του καυλί.
Loipon, gia na exigoumaste kai gia na diaxorizontai oi politikokavloi (exete alla meri na kanete spam kai na grafete pipes) apo tous upoloipous, i Ellada san xora kai oi anthropoi pou tin plaisionoun (oxi oloi) GAMAEI. [...] Ta ellinika panepistimia exoun upsilo epipedo morfosis an einai kaneis uperanthropos kai borei na antexei tin MHDENIKH organosi kai tin adiaforia tou 95% ton kathigiton, se sunduasmo me tin piesi tis ellinikis koinonias gia apodoxi kai tin oikogeneiaki piesi tis klasikis ellinikis manas pou nomizei oti ola tora einai eukola giati kapote eixame xounta. [...] (από φόρουμ)
Έχω κουραστεί πραγματικά από την ειρωνεία-χιούμορ-σαρκασμό όλων των «άθεων» [σ.ς., δες σχόλια στο αρνησίθεος]. [...] Το μόνο που λένε είναι ότι δεν έχουν επιστημονικές αποδείξεις [...] για ύπαρξη Θεού και γενικά για το αν κάπου κάποτε έγιναν κάποια γεγονότα [...] Είναι δυνατόν να αποδειχθεί ποτέ ότι υπάρχει Θεός; Οι απανταχού επιστημονόκαυλοι νομίζουν ότι έχουν ανοιχτούς ορίζοντες και αγνοούν ότι το τι διαχωρίζει κάτι επιστημονικό από κάτι άλλο είναι εντελώς σχετικό. [...] (από φόρουμ)
— Ειναι γνωστο ότι εισαι μεταλοκαυλος... Για μιλησε μας λιγο γι αυτο το κομματι της ζωης σου.
— Το μεταλλοκαυλιλίκι μπήκε αργά στη ζωή μου… Αλλά ήρθε για να μείνει! Ενώ για πολλά χρόνια άκουγα disco και pop από 80s, κάποια φιλαράκια με οδήγησαν να ακούσω και το Metal εκείνης της εποχής. Από τότε 99.69% της μουσικής που ακούω είναι ατόφιο, ακατέργαστο, True Metal από 80ς. Death to False Metal! Fuck the world, Hail ‘n’ Kill! \m/ (από εδώ)
Got a better definition? Add it!
(και θαλασόγκαβλος και θαλασόγκαυλος και θαλασσόκαυλος)
Ουσιαστικό από τα θάλασσα + (γ)κάβλα ή καύλα, που αναφέρεται σε άτομο που εμφανίζει ακατάσχετη προσκόλληση με το υγρό στοιχείο. Η έννοια της λέξης είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τον πατέρα της ψυχολογίας τον Φρόυντ και την εμμονή του στο υγρό στοιχείο. Εξ ου και η ικανοποίηση των λουόμενων κατά τη διάρκεια της διακόρευσης των κυμάτων.
- Πόση ώρα είναι μέσα ο άλλος;μΛες να πνίγηκε;
- Όχι ρε συ, μην ανησυχείς... Αφού σου το 'χω ξαναπεί... είναι μεγάλος θαλασσόκαβλος!
Got a better definition? Add it!
Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.
Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.
- Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!
- Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified