Η λέξη κατά βάση σημαίνει μπόχα από βαρβατίλα, αρχιδίλα, και είναι το αρσενικό αντίστοιχο της μουνίλας (καμιά φορά σημαίνει, κατ' επέκταση και συμβολικώς πως, την αντροκρατία μέσα σε έναν χώρο, την πλήρη απουσία γυναικών ή τεσπατην ελάχιστη παρουσία αυτών, δηλ. το αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου και το αντίθετο της μουνοθύελλας).

Αντρίλα είναι και η επίδειξη ανδρισμού, η οποία φοριέται πολύ στον μάτσο τύπο άντρα -και ωσεκτουτού διαφωνώ με τον κύριο που γράφει το αντίθετο εδώ.

  1. την Αντρίλα δεν χρειάζεται να τη μυρίσεις, μπορείς να τη διαπιστώσεις και εκ του μακρόθεν, ακόμα και από φωτογραφικό υλικό ή περιγραφή.

  2. Αντρίλα ρε: 10 πνευματικές και σωματικές προκλήσεις για όσους θέλουν να λέγονται άντρες

  3. Υπάρχουν τραγούδια που στάζουν αντρίλα από τα μπατζάκια. Που τα ακούς κι ανατριχιάζεις.

  4. εγώ είμαι της άποψης ότι «Λίγη αντρίλα δεν έβλαψε ποτέ κανένα»

όλα από το νέτι

(από HODJAS, 07/12/11)(από Khan, 18/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πιστή στην φροϋδική θεωρία περί γλώσσας λανθάνουσας, θεωρώ ότι ουχί τυχαία η αρχιδίλα αναρτήθηκε με κεφαλαίο Α- στο Δ.Π. από τον συνάδελφο συσλανγκιστή BuBis, πλην αλλ' όμως οφείλω να την υποβιβάσω και να την αναρτήσω στο καλό με μικρό, πρώτον επειδή, εκτός εξαιρέσεων, δεν δεχόμαστε κεφαλαία εμείς εδώ στο σλανγκρ, δεύτερον επειδή, ε, όσο και νά'ναι, η αρχιδίλα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουνίλα κι ας ανήκει στο ισχυρό φύλο. Καλό γι' αυτήν.

    Την αρχιδίλα λοιπόν γνωρίζουν καλά όσες γυναίκες έχουν κατέβει χαμηλά σε αυτή τη ζωή, έχουν δηλαδή φτάσει εκεί όπου ο άντρας δεν μπορεί να σκύψει άλλο. Αυτά, βέβαια, υπό Κ.Σ., καθότι ως γνωστόν υπάρχουν και άντρες που έχουν βρεθεί εκεί, καθώς και γυναίκες που δεν βρέθηκαν ποτέ και ούτε πρόκειται (λεσβίες, αγάμητες, ξενέρωτες, πουτσοφοβικές, οι μαμάδες μας οι καημένες πολύ πιθανόν, και άλλες).

    Η αρχιδίλα είναι μια ύπουλη οσμή που δεν εντοπίζεται εξ' αποστάσεως. Μπορεί βέβαια να περάσει στο τζην που έχει να πλυθεί κάτι βδομάδες, αλλά και πάλι είναι ακαθόριστο το αν πρόκειται περί αρχιδίλας ή περί της γνωστής μπόχας του ρούχου αυτού όταν έχει τσακωθεί με τα σαπούνια.

    Είναι μια διακριτική, θα λέγαμε, μυρουδιά, η οποία όμως σε ξεγελάει, διότι τελικά μένει στα ρουθούνια σου. Δεν είναι απαραιτήτως προϊόν απλυσιάς. Τα καημένα τα αρχίδια, ναι, αυτά τα ανεξάρτητα κρατίδια επί του αντρικού σώματος, που κινούνται αργά ωσάν τον σαλίγκαρο, αλλά ταυτοχρόνως αλλοπρόσαλλα και ακατάπαυστα, ανεξαρτήτως του αν ο φέρων αυτά είναι έγκαυλος ή όχι (πολύ αστείο πράμα αυτό ομολογουμένως), τα αρχίδια λοιπόν δεν είναι κάτι το βρωμερόν και τρισάθλιον, δεν εκκρίνουν τίποτε το δύσοσμο, δεν μαζεύουν τυρί τόσο εύκολα όσο ο πέοντας, έχουν όμως την ατυχία να βρίσκονται στα σκοτάδια του Ερέβους και κει μέσα δεν αερίζονται όπως θα έπρεπε. Στριμώχνονται από στενά παντελόνια και σκληρά συνήθως υφάσματα, ζουλιούνται από τις ραφές, υπερθερμαίνονται από το καθισιό ή την καθιστική εργασία (και εκδικούνται ωσεκτουτού τον άντρα με στειρότητα), άρα επομένως συνεπώς όλο και αναδίνουν κάποια παραπανίσια μυρουδιά. Ακόμα και μετά το σαπούνι, παρόλο το διακριτικό της οσμής τους, την καταλαβαίνεις.

    Έχει κάτι από τη μυρουδιά του σπέρματος, κάτι από τη μυρουδιά του δέρματος, είναι ήσυχη και υπόκωφη, τεσπα είναι ακαθόριστη και ανάμικτα συμπαθητική και απωθητική. Προσώπικαλυ δεν έχω ιδέα τι γίνεται με την περίπτωση των αποτριχωμένων αρχιδιών, η ζωή δεν μου έχει διδάξει τόσα... Κάποιος /-α όμως που πιθανόν να ξέρει ή να έχει ακούσει, παρακαλώ να μας πει αν μυρίζουν το ίδιο ή όχι.

  2. Συνώνυμο της μπακουριάς, του αρχιδόκαμπου.

  1. Πάμε να φύγουμε, πολύ αρχιδίλα μυρίζει εδώ μέσα...

  2. Πάμε να φύγουμε, πολλή αρχιδίλα έχει μαζευτεί εδώ μέσα...

(από nick, 04/08/09)(από nick, 04/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ευγενής οσμή που αναδύεται όταν τρίψεις τον δείκτη ανάμεσα στα δύο μεγαλύτερα δάκτυλα των ποδιών ή στον αφαλό ή πίσω από τα αυτιά.

Μωρό μου, πάλι παπούτσια δίχως κάλτσες φόραγες; Τα πόδια σου ζέχνουν βουτυρίλα.

Δες επίσης και τυρί, ούρδα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η μυρουδιά που εκπέμπουν τα δίχρονα μηχανάκια όταν λειτουργούν. Για την ακρίβεια είναι η μυρουδιά καμένου λαδιού μίξης μαζί με βενζίνη, που σε πνίγει μόλις πλησιάσεις κάποια παλιά βέσπα, κάποιο ξερό ή οτιδήποτε δίχρονο τέλος πάντων! Να αναφέρω πως είναι άκρως τοξικοί καπνοί, οπότε δεν είναι καλή ιδέα να κάθεστε πίσω από ένα δίχρονο μηχανάκι για πολύ ώρα. Τα τελευταία χρόνια κυκλοφορούν στην αγορά λάδια μίξης τα οποία όταν καούν μυρίζουν... φράουλα(!) και άλλα τέτοια χαριτωμένα!

  1. - Πήρα ένα σκουτεράκι!
    - Τέλερε; Εκείνο το δίχρονο;
    - Ναι. Η μαλακία όμως είναι πως ο συνεπιβάτης βρομάει διχρονίλα από την εξάτμιση που είναι ψηλά...

  2. - Άκου ήχο που κάνει! (ακολουθεί έντονο μαρσάρισμα δίχρονου)
    - ΓΚΑΧΑ ΓΚΟΥΧΑ! ΓΚΟΥΧ ΓΚΟΥΧΟΥ! Κλείσ' την τήν παπαριά!!! Θα πεθάνουμε από τη διχρονίλα!
    - Ουστ φλώρε! Υamaha Z ρεεεεεε!

(από electron, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αηδιαστική μυρωδιά που σε χτυπάει στην μούρη και κάνει τα μάτια σου να τσούζουν με το που μπαίνεις σε ένα κλειστό δωμάτιο. Μυρίζεται συνήθως σε δωμάτια φτηνών ξενοδοχείων αλλά και φοιτητών.

Στα ξενοδοχεία είναι προϊόν πλημμελούς καθαριότητας και στα δωμάτια φοιτητών επίσης λόγω παρατεταμένης κλεισούρας. Στα ξενοδοχεία και αλλού επικαλύπτεται με αποσμητικό σπρέι και στα φοιτητο-δωμάτια ενίοτε με μπάφους.

Κανείς δεν μπορεί να ξεχωρίσει με σιγουριά τις διάφορες μυρωδιές που εμπεριέχονται αλλά σίγουρα περιλαμβανουν: αρχιδίλα, κωλίλα, μουνίλα, κλανίλα, αυνανίλα, πουτσίλα, μπεκρίλα και άλλες σωματικές οσμές του προηγούμενου ένοικου. Ενίοτε δε ο προηγούμενος αφήνει την σκιά του σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι...

Σημείωση συντάκτη: ό,τι κάνετε εσείς σε ένα κρεβάτι ξενοδοχείου, το έχουν κάνει πολλοί άλλοι πριν από σας! (πολλές φορές στα ίδια σεντόνια!)

Urban legend: όχι, οι τρίχες στα ρουθούνια δεν καψαλίζονται από την δωματίλα. Από μπάφους, ίσως.

Λήμμα αφιερωμένο στην ironick.

- Πωπω, ρε μωρό! Βρωμάει δωματίλα εδω μέσα! Ποιός μπίχλας λες να 'μενε εδώ πριν απο μάς; - Και τι περίμενες ρε ΜΧΣ, με 40 γιούρο στο Ναύπλιο, σουίτα; Άσε που μυρίζει σαν το σπίτι σου... Σκάσε ένα μπάφο, κι όλα καλά!
- Κι αυτό σωστό!

(αληθινή ιστορία)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μπόχα που βγάζουν τα ούρα, κυρίως τα πολυκαιρισμένα, όχι τόσο τα φρέσκα (αλλιώς τα φρέσκα δεν θα τα έπιναν όσοι είναι φανατικοί οπαδοί της ουροθεραπείας...) -- βλέπε σχετικά και εδώ.

Κατρουλίλα μποχάνε τα «τσίσα μειναμένα στην λεκάνη όλη νύχτα κατά την διάρκεια καύσωνα» (Μες), τα «τσίσα σε σκοτεινό σημείο πίσω από κάδο σκουπιδιών σε πεζοδρόμιο» (Μες πάλι), τα δημόσια ουρητήρια (όπου η κατρουλίλα συνδυάζεται ωραιότατα με την τσιγαρίλα και την σκατίλα), αλλά και πολλές απεριποίητες τουαλέτες πλοίων, ταβερνών κλπ, κατρουλίλα βρωμάει το τέτοιο σου άμα έχεις μέρες (λέμε τώρα) να πλυθείς, γάμα τα κι άσ' τα δηλαδή.

Τολμώ να πώ ότι η κατρουλίλα βρωμάει πολύ λιγότερο στα βρέφη ή στα ζώα, καθότι αυτά τα δύο σπήσιζ τουλάχιστον δεν αφοδεύουν αλκοόλ, φάρμακα και τσιγάρα με τα ούρα τους.

Μια από τις κατρουλίλες που «βρωμάνε ωραία» που έλεγε κάποιος, είναι των ζώων που τρέφονται με σανά.

Αυτά για τον πρωινό σας καφέ σήμερα.

- Α να, έχει ένα άδειο τραπέζι εκεί, πάμε να κάτσουμε;
- Ρε δε βλέπεις ότι είναι άδειο επειδή είναι κοντά στις τουαλέτες; Θα βρωμάει κατρουλίλες, σίγουρα.

Έπινε ένα ποτήρι από τα δικά του την ημέρα (από Vrastaman, 18/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρώμα από την (συνήθως αθόρυβη) κλανιά κάποιου.

- Ρε μαλάκες ποιος έκλασε; Μου μυρίζει κλανίλα!

Βλ. και σχετικό λήμμα κωλίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δυσάρεστη οσμή την οποία ουδέποτε αντιλαμβανόμαστε ως τέτοια κατά τη διάρκεια του σεξ, παρα μόνο μετά. Ευτυχώς θα μου πείτε, αλλιώς δεν κάναμε δουλειά. Η κωλίλα (την οποίαν αντιλαμβανόμαστε πρωτίστως στα χέρια μας, πχ. στο περίφημο κωλοδάχτυλο) είναι ό,τι απομένει συνήθως από την επαφή μας με τον πρωκτό του συντρόφου -έχει δεν έχει λάβει ο/η σύντροφος τα απαραίτητα μέτρα (πλύσιμο, αρωμάτισμα, κλπ).

Υπάρχουν όμως κι άλλα πράγματα που μυρίζουν κωλίλα, όπως ορισμένα τυριά. Δεν μυρίζουν τόσο τα ίδια, όσο το περίβλημά τους. Όσο περισσότερο βρωμάνε, τόσο καλύτερα και νοστιμότερα τυριά θεωρούνται - και είναι. Το θέμα είναι να ξεπεράσεις αυτή τη μπόχα, καθότι δεν είσαι φτιαγμένος για σεξ την ώρα που πας να φας το τυράκι σου.

- Πω ρε πούστη, τι βρωμάει έτσι;
- Το τυρί που αγόρασα να δοκιμάσουμε, αγάπη μου...
- Έχει μποχιάσει όλο το σπίτι κωλίλα!
- Πού να δεις τα χέρια μου τώρα που τό 'κοβα! Δεν φεύγει με τίποτα!
(και αρχίζει να τον κυνηγάει να του πιάσει τα μαλλιά. Μετά μπορεί να πέσει και κανα γαμησάκι, οπότε τελικά πάλι στα ίδια ερχόμαστε)

(από ironick, 20/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάτι πηγαίνει στραβά ή όταν γίνεται μια μαλακία τέλος πάντων.

  1. - Έχασα το κινητό μου προχτές... - Κωλίλα ρε φίλε...

  2. Παίχτηκε κωλίλα το πρωί... έχασα το αεροπλάνο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified