Ως γνωστόν ο DJ (ντι-τζέι), ή ολογράφως ο disc jockey (ντίσκ τζόκεϊ), σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, είναι αυτός που επιλέγει και βάζει δίσκους σε ντισκοτέκ, σε μουσικές εκπομπές κλπ.

Αντιστοίχως ο TJ (τι-τζέι), ή ολογράφως ο telephone jockey (τέλεφον τζόκεϊ) είναι αυτός που επιλέγει να απαντήσει εναλλακτικά σε εισερχόμενες κλήσεις, είτε στην ίδια συσκευή, είτε σε διαφορετικές συσκευές, είτε στην κονσόλα τηλεφωνικού κέντρου κλπ επί σχετικά μακρό χρονικό διάστημα.

Οι συσκευές μπορεί να είναι είτε κινητές, είτε σταθερές (ενσύρματες ή ασύρματες), είτε συσκευές VoIP κλπ.

- Άσε, χθες γιόρταζα και τις απογευματινές ώρες με πήραν μαζεμένα δεκάδες άτομα. Κι ανάμεσα τους άτομα που είχα να τα ακούσω από πέρσι τέτοια μέρα. Από Βέροια, από Χάλκη, απ' όλη τη χώρα. Κι ήμουνα συνέχεια σε ένα ατέλειωτο πήγαινε έλα κι έλα. Από το κινητό στο σταθερό... και τούμπαλιν. Και το μυαλο σέικερ. Να παίρνει σε dt άσχετα data από παντού. Στο τέλος της φάσης, δεν είχα μυαλό. Ρώσικη σαλάτα είχα.
- Εμ... τα 'χουν αυτά οι τι τζέι φίλε. Και πως συνήλθες μετά ρε εσύ;
- Με κρασοκατάνυξη μέχρι τελικής πτώσεως. Το...γιατρικό!!! Τώρα είμαι χάι κι όπου με πάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάθομαι με τις ώρες στο YouTube, συνήθως μέσω της αέναης ακολουθίας των related videos, με ή χωρίς τη συνοδεία τσιγάρου/καφέ/αλκοόλ/ναρκωτικών.

Βλ. και youtube poop

- Πώς είσαι έτσι, ρε μαλάκα; Δεν κοιμήθηκες καθόλου;
- Μπα... Γιουτιουμπάριζα όλη νύχτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή του γνωστού τραγουδιού, λέγεται για τις μικροσκοπικές κάμερες, δύο επί τρία εκατοστά, εννοείται, που μας παρακολουθούν παντού.

- Καλά, από πού ξέρουν ότι έτρεχα με 180 χλμ στην Εθνική;
- Καμερούλα μια σταλιά, δύο επί τρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάκια μάκια - όπα όπα.
Μετάφραση: «Γειά σας παιδιά, σας φιλώ και συμμετέχω στα γλέντια σας».

Συναντάται και ως «makia makia - opa opa». Πρόκειται κατά κύριο λόγο για τσατικό (εκ του «chat») χαιρετισμό. Συνήθως είναι το πρώτο πράγμα (ή και το τελευταίο κατ' αντιστοιχία με το «γεια - αντίο» της πραγματικής ζωής) που γράφει κάποιος στο text όταν τον καλωσορίζει ο αδμινιστράτορας-οικοδεσπότης κάποιου chat room μουσικού ενδιαφέροντος, του λεγόμενου «οπατζίδικου» (στους σχετικά αδαείς συνιστάται μια βόλτα από το λήμμα αυτό για να πάρετε μυρωδιά για το τί πράμα μιλάμε).

Σλαγκιστί (που λένε και κάτι σλαγκογνωστοί), μπορεί να χρησιμοποιηθεί κάλλιστα σε μέρη όπου διασκεδάζουν με ακρόαση μουσικής ομάδες ανθρώπων, όπως πάρτι, μπουζουκτζίδικα [sic], συναυλίες κ.λπ. (Να το δω κι αυτό και μετά να έρθουν οι κύριοι με τις άσπρες μπλούζες να με πάνε στον όμορφο κήπο. Δηλαδή προσπαθώ να σκεφτώ την σκηνή: έχει πάρτι, χτυπάς την πόρτα, η πόρτα ανοίγει, μπαίνεις μέσα με τα χέρια ανοιχτά και φωνάζεις «μάκια μάκια - όπα όπα»... κάτι σαν «προσκυνείστε το είδωλο»... τί αντιδράσεις θα έχεις, μουααχαχαχαχα φακ! Ας περιοριστούμε λοιπόν στην παραδοσιακή χρήση σε chat rooms).

Παρόλα αυτά μπορεί να χρησιμοποιείται έτσι στο άσχετο, είτε δικτυακά είτε και στην πραγματική ζωή όπου οι άνθρωποι αναπνέουν αέρα, γιατί είναι μια ανώδυνη χαζοχαρούμενη φράση που, παρόλο που το νόημά της δεν είναι εντελώς αντιληπτό σε όσους δεν μπαίνουν στα τσατ ή στο σλανγκρ, δίνει μια ευχάριστη νότα στον λόγο και μια ανεμελιά ένα πράμα. Γενικώς είναι ένας τρόπος να σε περάσουν για ξανθιά όταν γράφεις σε φόρουμ, σο, όποιος μουστακαλής θέλει να κάνει αλλαγή περσόνας, ας το προτιμήσει.

Αατα.

(7:38 PM) WRAIOS-ELLHN: Welcome -KALWS HR8ATE STHN PAREA MAS•(-• baby70 •-)•-KALH AKROASH!! laika monopatia kai oxi mono - Voice Room
(7:39 PM) baby70: kalispera se olous!!! makia makia opa opa :) :)

(7:42 PM) DJ Mixalis: baby70 kalhmera kalos hthes sthn pareoula mas
(7:44 PM) baby70: kalispera se olous!!! makia makia opa opa :) :)
(7:45 PM) ogamaoua: baby thelo na se gamiso
(7:45 PM) o
gamaoua has been bounced from the room by DJ Mixalis
(7:47 PM) baby70: ax euxaristo dj poy me apalakses apo ton vlaka, kalispera se olous!!! makia makia opa opa :) :)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη slang των ηχοληπτών, φέτα είναι το τμήμα της κονσόλας ή του μίκτη που περιέχει τα όργανα ρύθμισης και τις συνδέσεις για ένα κανάλι ήχου. (Υπάρχουν κονσόλες οχτακάναλες, δεκαεξακάναλες και λοιπά – το track που λένε στα εγγλέζικα. Κάθε κανάλι και φέτα.)

Κατά κανόνα, σε κάθε κανάλι αντιστοιχούν ένα fader (γραμμικό ποτενσιόμετρο που ελέγχει την ένταση του ήχου), κάποιες βαθμίδες equalizer (κανείς δε λέει «ισοσταθμιστής»), ποτενσιόμετρο προενίσχυσης, διάφορα κουμπάκια (mute, groups, πανάρισμα, συμπίεση, ειδικά εφέ, κέρατα) και υποδοχές για τα βύσματα. Και επειδή όλα τούτα, όπως τα βλέπεις από πάνω, είναι στοιχισμένα κάθετα, έχει επικρατήσει η ονομασία φέτα.

Συνεκδοχικά, φέτα λέγεται και πιο συγκεκριμένα το fader, πιθανότατα επειδή χρησιμοποιείται συχνότερα από οτιδήποτε άλλο. (Βλ. παρ. 2β, 3.)

  1. Να ρε φίλε, αυτή είναι ραδιοφωνική κονσόλα της προκοπής! Οι φέτες είναι αποσπώμενες, κι άμα χαλάσει καμιά, τη βγάζεις χωρίς να κοπεί η ροή. Την πας για επισκευή, μετά την ξαναμοντάρεις κι ούτε γάτα ούτε ζημιά. Ενώ με τη μαλακία το μίκτη που έχουμε εμείς, όποτε βγάζει πρόβλημα (και βγάζει πρόβλημα κάθε τρεις και λίγο), βγαίνουμε εκτός αέρα!

  2. — Δώσε προσοχή, νέος! Οι φέτες, όπως τις βλέπεις από αριστερά προς τα δεξιά, είναι: σιντί ένα, σιντί δύο, πικάπ ένα, πικάπ δύο, μινιντίσκ, πισί, υβριδιακό, μικρόφωνο ένα, μικρόφωνο δύο, μάστερ. Θα τα θυμάσαι, ρε όρνιο;
    — Μ.. μάλιστα, κυρία Σοφία.
    Κεριά και λιβάνια! Τα ποτενσιόμετρα δεν τα πειράζεις. Το μάστερ δεν το 'γγίζεις. Τις υπόλοιπες φέτες τις πας ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΜΕΣΗ για θα σε πάρει ο διάλος. Γκέγκε;
    — Μ.. μμ.. μμμάλιστα, κυρία Σοφία!

(σημ.: εδώ η πρώτη αναφορά σε φέτες δηλώνει τα κανάλια συνολικά, ενώ η δεύτερη δηλώνει μόνο τα fader)

  1. Ο Στράτος, που δούλευε εδώ παλιά, ήτανε τεχνικός με αρχίδια, μπορούσε να λύσει την κονσόλα και να την ξαναδέσει με κλειστά μάτια. Ενώ ο Μήτσος, που φέρανε τώρα, είναι αρχίδια τεχνικός. Μόνο ν' ανεβοκατεβάζει φέτες ξέρει. Κι αν στραβώσει κάτι, χαώνεται και βάζει τις φωνές ότι «κάποιος του πείραξε τις ρυθμίσεις». Άντε βγάλε άκρη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σχετικά με την μουσική:

  1. Η κονσέρβα αναφέρεται σε ένα στάνταρ ρεπερτόριο συγκροτήματος, ορχήστρας, συνόλου, ή μεμονωμένου μουσικού το οποίο δεν ανανεώνεται, αλλά απλά αναπαράγεται αυτούσιο σε ζωντανό περιβάλλον, συχνά δε χωρίς να αλλάζει ούτε καν η σειρά εκτέλεσης των κομματιών. Και ενίοτε κρατάει χρόνια αυτή η κολώνια...

Οι λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν ένα συγκρότημα σε αυτή την κατάσταση ποικίλλουν. Άλλες φορές είναι καθαρά απώλεια έμπνευσης ή ευελιξίας των μελών του (ή του μεμονωμένου μουσικού), άλλες φορές είναι απλά βαρεμάρα (ιδιαίτερα αν υπάρχουν αρκετά χρόνια ζωής στις μουσικές πιάτσες), άλλες φορές είναι το ζήτημα είναι καθαρά εμπορικό (όπως στις περιπτώσεις μουσικών που παίζουν σε εκδηλώσεις, συνεστιάσεις, γάμους, μπαράκια, ξενοδοχεία κλπ.). Κάποιοι την βλέπουν τη δουλειά και απομακρύνονται, άλλοι επιμένουν στο ίδιο μοτίβο μετατρέποντας εν τέλει το μουσικό λειτούργημα σε μία εντελώς μηχανική δουλειά που δεν αποφέρει πλέον κανένα δημιουργικό όφελος, αλλά μόνο χρηματικό. Ή, απλά, τη μούρη του να λες ότι «παίζω 30 χρόνια και τα 'χω κάνει όλα».

  1. Σχετικά με ντιτζέι ή έτοιμες ηχογραφήσεις: η κονσέρβα δηλώνει είτε το ετοιματζίδικο πρόγραμμα ενός ντιτζέι (και καλά τώρα, γιατί όλοι νομίζουν πως ο ντιτζέι το μόνο που έχει να κάνει είναι απλά να αλλάζει σιντί και να επιλέγει κομμάτια -και πάρα μα πάρα πολλοί δηλώνουν ντιτζέι κάνοντας ακριβώς αυτό και μόνο αυτό) με ελληνικό και/ή ξένο ρεπερτόριο, ή την χρήση ετοιματζίδικης μουσικής σε καταστάσεις όπου παραδοσιακά επιβάλλεται η παρουσία μίας ορχήστρας (π.χ. παραδοσιακοί γάμοι με κλαρίνα και νησιώτικα από σιντί).

Βέβαια για να λέμε τα πράγματα με τ' όνομά τους, πολλοί θεωρούν την (κατά την γνώμη του συντάκτη) επιβεβλημένη παρουσία ορχήστρας ως κάτι όχι απλά δευτερεύον, αλλά ούτε καν τριτεύον (άσε που οι γαμιάτικες ορχήστρες κοστίζουν τα κέρατά τους), αλλά τι να λέμε τώρα...

  1. H διαφορά μεταξύ τους είναι τεράστια, καθώς ειδικά σε πολυκάναλο μουσικό πρόγραμμα νιώθουμε ότι ακούμε live μουσική και όχι «κονσέρβα». Αυτό είναι φυσικά αναμενόμενο αφού το CD είναι βασισμένο σε τεχνολογία του 1981, ενώ τα SACD και DVD-Audio έκαναν τα πρώτα βήματά τους το 1999 και το 2000 αντίστοιχα. (Εδώ)

  2. Κονσέρβα πρώτη οι Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ [Ελλάς, 2005, 64'] του Αντώνη Μποσκοΐτη, που μας είχε χαρίσει κάποτε [2002] την Φλέρυ - Τρελή του Φεγγαριού. Τα παλιά θυμούνται οι Διονύσης Σαββόπουλος, Μαρίζα Κωχ [Γκαρίζα Ωχ!], Δημήτρης Πουλικάκος [Εξαδάχτυλος πουρόκερ], Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Δέσποινα Γλέζου, Βαγγέλης Γερμανός, Λήδα, Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, Δημήτρης Ψαριανός, Λάκης Παπαστάθης, Socrates και οι Πελόμα Μποκιού. Τους σιγοντάρουν κάτι Μακρινά Ξαδέρφια. (Εκεί)

  3. Ο χειροτερος DJ ειναι της Ξανθης (90.6). Ολος μια κονσερβα ειναι (συνεχεια παιζει μια playlist που θα ακουσεις και «επιτυχιες» απο το περσινο καλοκαιρι) και εχεις και το εκνευριστικο jingle «ο νεος DJ...»

Ετσι ειναι ο νεος; Αντε,καλα...... (Παραπέρα)

(από Vrastaman, 12/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με ακουστικά στα αυτιά, βρίσκομαι σε απευθείας σύνδεση με κάποιο κινητό ή mp3 player συνδέοντας με Κάιρο βαρετά στιγμιότυπα της καθημερινότητας, όπως π.χ. το πήγαινε-έλα στη δουλειά. Ο νεκρός αυτός χρόνος είναι ό,τι πρέπει για να μιλήσεις με κάποιον στο κινητό, ενώ άμα σου πετύχει το μουσικό πρόγραμμα στο mp3 και μερακλώσεις κιόλας (φαίνεται στους άλλους και από το ρυθμικό κούνημα του κεφαλιού πάνω-κάτω) έχεις μεταφερθεί σε εντελώς διαφορετική διάσταση, οπότε η άφιξη στη δουλειά είναι μια αβάσταχτη απογοήτευση...

  1. (από εδώ)
    «Εδώ στην Αθήνα είναι η εκμετάλευση.Ζούμε σαν τρελοί,αυτό είναι το μόνο σίγουρο.Όλοι μες τα νεύρα.Καλωδιώνομαι όλη μέρα με τα ακουστικά,ακούω μουσική και περπατάω στο δρόμο,βαρέθηκα να ακούω τσακωμούς,κορναρίσματα,και βρισίδια.»

  2. (από εδώ)
    «Α, εγώ έχω βρει τη λύση με CD player..καλωδιώνομαι (μιλάω για το γραφείο και τις συγκοινωνίες) και τους αφήνω να τραγουδάνε.»

Κλασική περίπτωση καλωδιωμένου νεανία. (από Cunning Linguist, 23/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Από το αγγλικό peak) Όρος της μουσικής τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι η κυματομορφή (waveform) ενός ήχου φτάνει σε μια κορυφή (peak) υπερβολικά υψηλής έντασης με αποτέλεσμα κατά την αναπαραγωγή να παραμορφώνεται ο ήχος.

  1. - Πώς σου φαίνεται το κομμάτι που έγραψα;
    - Καλό είναι, αλλά πρόσεξε στη μίξη να μην σου πικάρουν τα πρίμα.

  2. - Παίξε καθόλου με το equalizer γιατί πικάρουνε τα μπάσα.

Το κλιπάρισμα είναι αυτό εδώ. (από Cunning Linguist, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified