Για εξοπλισμό, μηχανές, οχήματα κλπ, ακόμα και έμψυχο σύνολο, εμφανίζω διαχρονικά βλάβη σε κάποιο συγκεκριμένο εξάρτημα, κάποιο μέρος ή λειτουργία του συνόλου εμφανίζει στατιστικά συχνότερες και σοβαρότερες βλάβες από τα υπόλοιπα, ή απλά υστερεί σχετικά με αυτά ή τον ανταγωνισμό.

  1. Από εδώ: Γενικά οι γερμανοί έχουν το όνομα άλλα όχι τη χάρη (μόνη εξαίρεση η Πόρσε, και η Μερσεντές μέχρι τη δεκαετία 90). Κορεάτες και Ιαπωνες είναι οι πιο αξιόπιστοι και στους κορεάτες δεν το ακριβοπληρώνεις (όπως στη δεκαετία του 80 στους Ιάπωνες που προσπαθούσαν ακόμη να καθιερωθούν). Ιταλοί είναι αρκετά αξιόπιστοι και φθηνοί αλλα γενικά όλοι οι ευρωπαίοι πονάνε στα ηλεκτρονικά κυρίως.

  2. Από εδώ: Μήπως, όμως, ο Ολυμπιακός έπρεπε να κτυπήσει ακριβώς εκεί, ανάμεσα στα σέντερ μπακ της Ντόρτμουντ; Αφού εκεί πονάει η γερμανική ομάδα, στα μετόπισθεν, γιατί δεν πέφτουν πάνω τους τόσο ο Μιραλάς, όσο και ο Τζιμπούρ, για να τους υποχρεώσουν σε κάποιο λάθος;

  3. Από εδώ: Θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε τι ακριβώς θα κάνουν στο θέμα της κατανάλωσης πόρων, ένα σημείο στο οποίο "πονάει" διαχρονικά ο Firefox.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Α) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stock» σημαίνει: «αποθηκεύω (ή γενικότερα συγκεντρώνω) σε συγκεκριμένο χώρο κάποια είδη· συνήθως προϊόντα ή εμπορεύματα».

Β) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το βενετσιάνικο «stocar» όπως βεβαιώνει ο Τριαντάφυλλος σημαίνει: «βάζω στόκο σε μια επιφάνεια ξύλου, μαρμάρου κτλ., για να κλείσω τους πόρους, τις ρωγμές ή για να καλύψω άλλες ανωμαλίες».

Σλαγκικότερα εμφανίζεται με την έννοια τού:

  • «μακιγιάρω υπερβολικά για να καλύψω ατέλειες» και χρησιμοποιείται, συνήθως στο τρίτο πρόσωπο, αρκετά συχνά από άντρες εκφράζοντας απέχθεια, και σπανιότερα από κακεντρεχείς κουτσομπόλες,

  • «μαλακίζομαι» / «πασαλείφω με τα χύσια μου», οπότε ενίοτε υπονοούνται μεγάλες καύλες, ανάλογη ποσότητα ψωλοχύματος, ακόμη και μια... βιρτουοζιτέ στην τεχνική.

Γ) Το «στοκάρω» που προέρχεται από το αγγλικό «stalk» (που προφέρεται «στοκ» με ελαφρά τραβηγμένο το «ο») είναι σαφώς πιο φρέσκο και σημαίνει: «παρακολουθώ στενά κι εξαιρετικά επίμονα κάποιον (ή γενικότερα τη δραστηριότητα κάποιου), συχνά σε βαθμό παρενόχλησης».

Για την ώρα χρησιμοποιείται συχνότερα για να περιγράψει τέτοια συμπεριφορά (όχι πάντα επικίνδυνη) κυρίως στο νέτι.

  1. Η είδηση κάνει το γύρο του κόσμου γιατί είναι πράγματι εντυπωσιακή: το Βέλγιο σχεδιάζει να κατασκευάσει τεχνητό νησί σε σχήμα δαχτυλιδιού που θα του επιτρέπει να στοκάρει την ενέργεια που θα παράγεται στα αιολικά του πάρκα στη Βόρεια Θάλασσα.

  2. Θέλω σε εξωτερικό τοίχο που έχει εμφανίσει τριχοειδείς ρωγμές να τις ανοίξω λίγο παραπάνω (3-4 χιλιοστά) , να τις στοκάρω και να τις ασταρώσω προκειμένου να ξαναβάψω τον τοίχο.
    (έως εδώ καθαρά διεκπεραιωτικά)

  3. Μμμ Έχετε ιδεί βλογιοκομμένο πρόσωπο το οποίον να έχει λακκουβάκια στην επιφάνεια τα οποία λακκουβάκια δημιουργήθηκαν από τα κενά που άφησε το πύον που αφαιρέθηκε ναι; Μάλιστα. Η «εθνική» «σταρ» Αλίκη που είχε πολλά τέτοια στο πρόσωπό της, τα στοκάριζε, κι έτσι κάλυπτε το σεληνιακόν τοπίον...

  4. Στοκάρισε τώρα την οθόνη σου παίχτη!!
    (μεταφερμένο από γκρίγκλις· σαν λεζάντα κάτω από προκλητικά σέξι φωτογραφία αλόγου παροτρύνει τον παραλήπτη σε μαλακία)

  5. Αφού τον σουτάρισε το Μαράκι, πέρασε έναν χρόνο να το στοκάρει στο Facebook και το Instagram για να δει με ποιον βγαίνει και πού πηγαίνει.

  6. Είδε τη φωτογραφία μου. Του άρεσε. Και το εξέφρασε με ένα απλό like και ένα σχόλιο. Παρόλο που στοκάρω ανελέητα όλους τους fb φίλους μου, έχω βρεθεί άπειρες φορές σε αντίστοιχη θέση και δεν έχω κάνει like ή comment για να μην θεωρήσει ο/η άλλος/η οτιδήποτε. Το ξέρω ότι δεν είναι φυσιολογικό, αλλά το ξέρω ότι δεν είμαι μόνος.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

(από σφυρίζων, 04/10/13)(από Khan, 01/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified