Further tags

Εδώ βλέπω ότι η λέξη είναι ηπειρώτικη και σημαίνει μαλαπέρδα. Το θυμάμαι στην Λευκάδα να παίζει ως τζενέρικ προσβολή, χωρίς να θυμάμαι τη λέξη να χρησιμοποιείται με την έννοια του πέους.
Είναι άλλωστε παγιωμένη η σχέση της Λευκάδας, κυρίως της πόλης, με τη Ρούμελη και την Ήπειρο, περισσότερο απ' τ' άλλα νησιά του Ιονίου.

Άντε γαμήσου παραπέρα ρε πουτσοφλίγκαρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζούφιος = Ο άδειος, ο κούφιος, ο χαλασμένος.

Παράδειγμα εδώ Μωρ'συ ουάντρας ίνι τζούφιος τουξερες;

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ: Οταν δεν απαντάει κάποιος σε μία παρατήρηση, μούγκα στη στρούγκα. Μαρή εχς κανά χαμπερ' απου του Γιάν; Ιτς κρίτς. Τούπα ναμιπαρ' αλλά ίτς κτρίτς!

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Αλάρωτος= Αυτός που δεν λαρώνει, που δεν ησυχάζει.

Το πδί αυτό ωρέ δε λαρώνει πθεινά .

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήβρα = Βρήκα

Παράδειγμα: Πού τον ήβρες μωρή αυτόν τον σιαφλακωμένο;

Ντίπ μπανταλό είνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δραγουμάνος = Ο διερμηνέας

Παράδειγμα: Τι δεν νογάς; Θέλς δραγουμάνο για να πάρς φουτιά; Ηξιρα τισι αλλά για τζερεμέ δεσιξιρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδειγμα: Τα βάτα.

Πούσουν ωρέ χαμένου κι γρατζουνίθκες α; Σι κάτ βατσνιές ιδώ σιακάτ.

Got a better definition? Add it!

Published

Βουζοκράτ'= Ο στηθόδεσμος

Παράδειγμα: Πού τόχς μαρή το βουζοκράτ' α; Τισει έτς;

Got a better definition? Add it!

Published

Γκαλιουρίζω = Αλληθωρίζω.

Παράδειγμα: Τι να τον καμς μαρή τον Γιορ α ; Ίνι γκαλιούρς! Τήρα τον ωρέ ντίπ γκαλιούρς είνι!

Got a better definition? Add it!

Published