Κάποιος κλάνει και ένας άλλος έχει από πίσω έναν αναπτήρα. Βγαίνει πολύ ωραίο αλλά μην το δοκιμάσετε.
- Κάναμε ένα πυροκλάνι φοβερό, παραλίγο να πάρει φωτιά το σώβρακό μου.
Κάποιος κλάνει και ένας άλλος έχει από πίσω έναν αναπτήρα. Βγαίνει πολύ ωραίο αλλά μην το δοκιμάσετε.
- Κάναμε ένα πυροκλάνι φοβερό, παραλίγο να πάρει φωτιά το σώβρακό μου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που προδίδει, αποκαλύπτει.
Ρε καρφί, γιατί είπες στη μάνα μου ότι καπνίζω;
Βλέπε και ταβανόπροκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πατάω τέρμα το γκάζι.
- Σανίδωσέ το ρε μαλάκα, μας φτάνουν οι μπάτσοι.
Βλ. και φουλάρω, φέτα, τελικιάζω, πιάνω τελικές, κομμάτια, πηγαίνω, τέζα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοντός, μικρόσωμος, μικροκαμωμένος.
-Τον είδες τον μπασμένο, ένα κι ένα μίλκο ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράγωγο του ζουμπά. Ο κοντός.
-Ρε κοίτα που το ζούμπατο κάνει μαγκιές.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κοντός.
Να και ο ζουμπάς, δεν πήρε ακόμα πόντο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αυτός που φοράει γυαλιά και συνήθως είναι φλώρος.
Κοίτα τον γυαλαμπούκα, πάλι ξύλο τρώει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι κοντός, γυαλαμπούκας, αλλά κάνει μαγκιές και τρώει πάντα ξύλο.
- Ο ντολμάς ο Χρήστος πάλι πουλάει μαγκιά.
- Σε δυο λεπτά θα έρθει εδώ με ματωμένη μύτη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται κυριολεκτικά στο πέος, αλλά χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός.
Μας έχει κάνει το λεβίδι κατσαβίδι ο δικός σου, πολύ πρήξιμο μιλάμε.
Μού 'πε η δικιά σου να πάμε για καφέ, και μου κουβάλησε και το λεβίδι τον γκόμενό της μαζί.
Ετυμολογία: (αρχιδο)λεβιές + -ίδι, υπό την επίδραση μάλλον του αρχίδι.
Got a better definition? Add it!