Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.

-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.

  1. Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..

  2. Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός των λέξεων σκατά + καλά. Τροπικό επίρρημα που χρησιμοποιείται όταν τα πράγματα δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά.

- Πώς είσαι τώρα;
- Ε, τι να λέμε... Σκααλά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η καλή, η χαριτωμένη κακία.

- Όλο κακίες μου πετάς...
- Ε όχι και κακίες, καλίες είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βλακείες, ανοησίες, μαλακίες.

- Τι είχε στις ειδήσεις σήμερα;
- Τίποτα, μπαρμπούτσαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.

- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.

- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται από άτομο το οποίο ξαναέκανε επιτέλους έρωτα μετά από αρκετό καιρό. Υπονοεί έκλυση πολυκαιρισμένου-συμπυκνωμένου σπέρματος.

-Τι έγινε ρε Κώστα με το γκομενάκι χτες; Τη γάμησες;
-Άσε φίλε, την πήδηξα και φύγαν τα χοντράδια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημη, άκομψη, υπέρβαρη κοπέλα, συνήθως με ακμή.

Μας είχε πει πολλά για το γκομενάκι που χτύπησε, τελικά όμως αποδείχτηκε τυρόχλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοπέλα η οποία, παρόλο που κάνει φιλότιμες προσπάθειες, δεν έχει κάτι αξιόλογο να επιδείξει ούτε ως προσωπικότητα, ούτε ως ομορφιά.
Συνώνυμα: φέτα.

- Καλά, πού το βρίσκει το θράσος να έχει υφάκι αυτη η μπάμια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified