Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.
-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…
Το τσουλί, η τιποτένια γυναίκα.
-Τι έμαθα ρε συ, χώρισες;
- Άει μωρέ με το τσόλι που πήγα και έμπλεξα, τι θες να έκανα…
Got a better definition? Add it!
Βαριά έκφραση για την πολυγαμική γυναίκα, αυτή που τα γαμεί όλα. Λέγεται έτσι επίσης η κακόψυχη.
Πολύ γαμιόλα η δικιά σου, τους έχει πάρει όλους στην παρέα..
Είσαι πολύ γαμιόλα, το ξέρεις;
Got a better definition? Add it!
Συνδυασμός των λέξεων σκατά + καλά. Τροπικό επίρρημα που χρησιμοποιείται όταν τα πράγματα δεν είναι ούτε καλά, ούτε κακά.
- Πώς είσαι τώρα;
- Ε, τι να λέμε... Σκααλά.
Got a better definition? Add it!
Η καλή, η χαριτωμένη κακία.
- Όλο κακίες μου πετάς...
- Ε όχι και κακίες, καλίες είναι.
Got a better definition? Add it!
Βλακείες, ανοησίες, μαλακίες.
- Τι είχε στις ειδήσεις σήμερα;
- Τίποτα, μπαρμπούτσαλα.
Got a better definition? Add it!
Η αποψίλωση με τσάπες. Μαζί με το γόπινγκ αποτελούν τις δύο πιο διάσημες αγγαρείες του στρατού σε περίπτωση επιθεώρησης του στρατοπέδου.
- Άσε, δεν την παλεύω. Μας έβαλε χτες ο διοικητής να κάνουμε τσάπινγκ 4 ώρες μες στο λιοπύρι. Μου κόπηκαν τα χέρια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Όρος της νεοελληνικής γραμματικής που υποδηλώνει το μεγάλο, ενίοτε δυσθεώρητο μέγεθος ενός αντικειμένου. Χρησιμοποιείται και στον πληθυντικό προκειμένου για ευμεγέθη γυναικεία στήθη.
- Πω ρε φίλε! Την είδες αυτή με το ντεκολτέ κάτι πίμπες που είχε;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται από άτομο το οποίο ξαναέκανε επιτέλους έρωτα μετά από αρκετό καιρό. Υπονοεί έκλυση πολυκαιρισμένου-συμπυκνωμένου σπέρματος.
-Τι έγινε ρε Κώστα με το γκομενάκι χτες; Τη γάμησες;
-Άσε φίλε, την πήδηξα και φύγαν τα χοντράδια.
Λέξεις για το σπέρμα: αγιασμός, γιαούρτια, κατάθεση, λάβα, μαλακία, ματσαφλόκια, μυτζήθρα, παπαροζούμι, παχιά, πέο τζους, πηχτή, σκάγια, σως, το άσπρο που κολλάει, του πουλιού το γάλα, τσουτσού σορόπ, τσουτσουνόζουμο, τυρί, φλόκια, χοντράδια, χυσαμόλι, χύσια, ψωλόχυμα.
Got a better definition? Add it!
Άσχημη, άκομψη, υπέρβαρη κοπέλα, συνήθως με ακμή.
Μας είχε πει πολλά για το γκομενάκι που χτύπησε, τελικά όμως αποδείχτηκε τυρόχλα.
Got a better definition? Add it!