Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.
Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!
Έλληνας πρωταγωνιστής ταινιών πορνό. Τον έλεγαν Τέλη, αλλά η φάτσα του έφερνε λίγο σε Σιλβέστερ Σταλόνε.
Τέλης Σταλόνε: - Γλύψε την κεντρική αρτηρία!»
Γυναίκα πορνοστάρ: - Σλουρπ!
Got a better definition? Add it!
Μπαμ-μπαμ, αμέσως, πολύ γρήγορα.
- Πάμε που σου λέω. Θα είμαστε εκεί τσακ-μπαμ!
Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σούμπιτος, σφαιράδην
Got a better definition? Add it!
Ο μεγάλος σωλήνας. Xρησιμοποιείται όμως και για τις χοντρές εξατμίσεις που έχουν τα πειραγμένα αυτοκίνητα. Τέτοιες εξατμίσεις βάζουν συνήθως τα σπατάνια, οι κάγκουρες και οι μπουρναζιώτες.
Κοίτα ρε το μπουρί που 'χει βάλει το άτομο στο αμάξι, λες και είναι καμιά φερράρι 5000 κυβικών!
Got a better definition? Add it!
Το στριφτό τσιγάρο που είναι πολύ χοντρό. Συνήθως και ο υπερμεγέθης μπάφος.
Τι μπουρί είναι αυτό που έστριψες; Να δω πώς θα το καπνίσεις.
βλ και καρότο
Got a better definition? Add it!
Ο τρόμπας. Προκύπτει από τα τρόμπας + Ρόμπαξ (Flintheart Glomgold, Ducktales).
Λάκης: - Και μου είπε να βγούμε...
Σάκης: - Και τι της είπες;
Λάκης: - Ε, ότι είχα δουλειά...
Ο Λάκης είναι τρόμπαξ.
Got a better definition? Add it!
Ο τεράστιος ο παιχταράς, ο πολύ μα πολύ μάγκας.
- Στο τέλος του πήρα και τα φράγκα και τη γυναίκα...
- Υπερδιπλάσιε!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο βλάκας, αλλά το λέμε πιο χαϊδευτικά, όταν δεν θέλουμε να προσβάλουμε τον άλλον ευθέως.
- Δεν κατάλαβα, μπορείς να μου το εξηγήσεις πάλι;
- Τρίτη φορά; Είσαι λίγο βλακάκος τελικά!
Got a better definition? Add it!
Η λέρα.
Να με δεις μετά το χωράφι μιλάμε, να δεις τι θα πει μπίχλα...
Got a better definition? Add it!
Με νευριάζεις. Ο όρος είναι των μέσων '80 και ακούγεται σε πολλές ελεεινές βιντεοταινίες της εποχής - ενδεχομένως (και με βάση την τότε κουλτούρα), να είναι αποκύημα μοτοσυκλετιστικής ορολογίας («λαμπάκια» = λαμπάκια λαδιού, θερμοκρασίας κτλ., οπότε ανάβω τα λαμπάκια = χτυπάω κόκκινο, έχω πρόβλημα με κάτι).
- Πάνε παιδί μου στην εκκλησία μέρα που είναι...
- Μη μ'ανάβεις ρε μάνα τα λαμπάκια πρωί-πρωί!...
Δες και ανάβουν τα λαμπούθκια μου στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!