Μετά από την εξαγγελία Καραμανλή ότι η αστυνομία «θα τηρήσει αμυντική στάση» κατά τις διαδηλώσεις διαμαρτυρίας τον περασμένο Δεκέμβριο, η έκφραση έμεινε στην Ιστορία και χρησιμοποιείται και για να δηλώσει σεξουαλική συμπεριφορά επίπλου, δηλαδή παθητικού αστερία, που δεν κάνει τίποτα και τα περιμένει όλα απ' τον εραστή.

Έριξα βόμβα μολότοφ κι η Σάντρα τήρησε αμυντική στάση. (Από φόρουμ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρρώστια που επιτρέπει την αυτόματη μαλακία στις μεγαλύτερες ηλικίες. Βλ. παράδειγμα (κατάλληλο μόνο για υπερήλικους).

70χρονη προς 70χρονο άντρα της: Μα καλά, δεν ντρέπεσαι να με απατήσεις με την κυρία Ευλαμπία, που είναι και δέκα χρόνια μεγαλύτερη από μένα; Τι της βρήκες;
Κι αυτός: Έχει πάρκινσον!

Got a better definition? Add it!

Published

Όρος καθαρά ελληνικός. Το λέμε για άτομα νεαρής ηλικίας, κυρίως φοιτητές, που πηγαίνουν συνέχεια σε καφετέριες και περνάνε ώρες ολόκληρες πίνοντας φραπέ, παίζοντας τάβλι και γενικά χαζολογώντας, χωρίς να κάνουν κάτι σημαντικό ή παραγωγικό στη ζωή τους.

- Τι θα 'λεγες να πάμε να αράξουμε στο Flocafe;
- Δεν το γουστάρω, εκεί μαζεύεται όλη η γενιά του φραπέ! Πάμε να πιούμε καλύτερα καμιά μπύρα στο Underground και να ροκάρουμε!

καταστροφή!!! (από Τσακ εις την μέσην, 09/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Το θρασύ και απροκάλυπτο κατούρημα, κυρίως όταν είναι μεγάλης ποσότητας και συνοδεύεται από ιδιαίτερα επιθετική οσμή.

  1. Χθες, στο πάρτυ, η Τζένη με πήρε μαζί της έξω στον κήπο και έριξε μπροστά μου μια κατρούλα άλλο πράμα, δε χαμπαριάζει χριστό αυτή η γκόμενα...

  2. Πάνω που είχα πλύνει το αυτονίκητο και το είχα κάνει τζιζί, έρχεται ο σκύλος μου και του ρίχνει μια κατρούλα στη ζάντα, τό 'καψε μιλάμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Το γαμήσι. Πρέπει να βγαίνει από το το τρίξιμο του κρεβατιού όταν γαμιούνται σε ιεραποστολική στάση.

Τι έγινε ρε μεγάλε; τελικά πήγατε για τζίγκι τζίγκι με το γκομενάκι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η «δουλειά», ο μπελάς, ή κάτι απλώς βαρετό και μονότονο. Προφανώς από τη λέξη φάμπρικα που σημαίνει εργοστάσιο, είτε ως μεγάλη επιχείρηση ή ως βαριά και βαρετά επαναλαμβανόμενη εργασία.

συνώνυμα: βιολί, τραβάγια, μανίκι (σημασία 1)

  1. Άσε, μου άνοιξε μια φάμπρικα... Έφυγε για ταξίδι, και καλά επαγγελματικό, και μου παράτησε τη μάνα της άρρωστη να τη φροντίζω. Τα έχω δει όλα, η γριά με έχει τρελλάνει...

  2. Ο Σάκης έχει κολλήσει πάλι με τη Στέλλα και όλο γι' αυτήν μιλάει, μια τσόλι την ανεβάζει, μια ψυχοπουτάνα την κατεβάζει, πιάσαμε φάμπρικα πάλι, σου λέω...

Η φάμπρικα δουλεύει όλη μέρα! (από Hank, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published

1) Έκφραση έκπληξης για μια εντελώς απρόβλεπτη και ανεξήγητη αλλαγή που αισθάνονται κάποιοι από τη συμπεριφορά κάποιου, που από τη στασιμότητα, την αδράνεια, την αποστασιοποίηση, περνάει σε dt στην αντίπερα όχθη (δραστηριοποίηση, μεθοδικότητα κλπ).

Η έκφραση απορρέει από την αντιστοίχιση της αναφερόμενης κατάστασης με ένα ηλεκτρικό διακόπτη που ήταν επί μακρόν στη θέση off και για άγνωστο για κάποιους λόγο, τίθεται σε dt σε θέση on, επιτρέποντας έτσι τη διέλευση ηλεκτρικού ρεύματος από ένα ηλεκτρικό κύκλωμα.

Κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις στις οποίες θα μπορούσε να λεχθεί η φράση παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Θα μπορούσαμε να αναφερθεί για έναν:
α) λιγομίλητο άνθρωπο όταν περιστασιακά δε βάζει γλώσσα μέσα,
β) άνθρωπο με άι κιου ραδικιού, όταν λες και του 'ρθε επιφοίτηση διατυπώνει πανέξυπνες ιδέες, αφήνοντας άναυδους τους συνομιλητές του,
γ) άβουλο και φοβισμένο άνθρωπο που ξαφνικά τον βλέπουμε να 'ναι δραστήριος, να παίρνει πρωτοβουλίες και να γίνεται τολμηρός,
δ) τεμπέλη που ξαφνικά πλακώνεται στη δουλειά.

Αυτό που συμβαίνει δε θα το περίμεναν ποτέ από αυτόν και αν τους το διηγούντο άλλοι δε θα το πίστευαν. Αυτό τους κεραυνοβολεί και τους στέλνει κανονικά. Αισθάνονται πως έχει διαταραχθεί η νομοτέλεια των πραγμάτων. Τον σκανάρουν, κοιτώντας τον απορημένα, αισθανόμενοι πως έχει ανατραπεί κάποια κατάσταση που θεωρούσαν δεδομένη.

2) Η έκφραση θα μπορούσε επίσης να μην αφορά μια ατομική συμπεριφορά, αλλά μια αλλαγή κάποιας κατάστασης συνεπεία συγκυριών. Π.χ: Μια επιχείρηση, με χαμηλούς ρυθμούς παραγωγικότητας, για λόγους βιωσιμότητας αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Ως συνέπεια εφαρμογής μιας τέτοιας απόφασης, μπορεί να παρατηρήσει κανείς, πως το υπαλληλικό στυλ, από χύμα στο κύμα και τζακ ντάνιελ, γίνεται μεθοδικό.

Σημείωση: Η νέα κατάσταση θα μπορούσε να υπήρχε και στο παρελθόν. Κάποιοι λόγοι όμως οδήγησαν στην αλλαγή της και κάποιοι άλλοι λόγοι στην επαναφορά της.

Ο Αλέκος ενώ είναι μια ζωή αμίλητος, σήμερα έχει πλακωθεί σε ένα ατέλειωτο μπίρι μπίρι. Ένας φίλος του απορώντας συμμερίζεται τον προβληματισμό του με έναν άλλο κοινό φίλο τους. Του δείχνει τον Αλέκο λέγοντας: «Σώπα ρε... Ήρθε το ρεύμα.»

(από GATZMAN, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που, παρόλο που του έχουν δοθεί ευκαιρίες, συνεχίζει να απογοητεύει, με αποτέλεσμα ο άλλος να τον βάζει στην μαύρη λίστα, να τον ακυρώνει.

- Μου την είπες μια, έκανα τον μαλάκα, μου την είπες δυο, άντε κατά λάθος θα το έκανε, μου την είπες τρεις, ε, όχι ρε φίλε, τέρμα για μένα είσαι εντελώς άκυρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην εφηβική και νεανική ηλικία.

– Πόσο χρονών είσαι;
– Δεκαεφτά.
– Πω πω, στις καύλες σου απάνω, μανάρα μου!
(Διάλογος σε τηλεφωνικό σεξ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ισιώνω.

Να μην συγχέεται με το έγχορδο όργανο σαζ ή σάζι (τουρκική λέξη).

Από το μασάζ στη γιόγκα,
κι απ' τη γιόγκα στο μασάζ,
στό 'χω πει, και στο ξανάπα,
το στραβό κορμί δεν σαζ'!

-Εσύ δεν σιαζ' με τίποτα ρε παιδάκι μου!

Θα σε σιαξ' εγώ!

Να μην συγχέεται με το μουσικό όργανο! (από Dirty Talking, 28/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published