Περιφρονητικός χαρακτηρισμός χρησιμοποιούμενος κυρίως στην ελληνική επαρχία. Η ρίζες της προέρχονται από την εποχή της Τουρκοκρατίας όταν ο "παλουκισμός" ήταν πολύ διαδεδομένος τρόπος βασανιστηρίου των παραβατών. Σήμερα διατηρείται για να χαρακτηρισει νεαρές και ευπαρουσίαστες κυρίως κοπέλες με ελεύθερα ήθη που αναζητούν τις χαρές του άνευ δεσμεύσεων έρωτα με πάσης λογής σύντροφο. Δεν είναι σπάνιο να διατηρούν παράλληλους δεσμούς ή να επιδίδονται σε διονυσιακά όργια. Πολλές φορές παρουσιάζουν σοβαρό προσωπείο άμεμπτης και πιστής γυναικός που γίνεται πιστεπτό από ανυποψίστους ερωτοχτυπένους άντρες. Συνώνυμα η "τσούλα" , η "εξόλης και πρόολης".

Παράδειγμα εδώ

- Πατέρα ερωτεύτηκα ! - Μπράβο γίε μου! Ποιά αν επιτρέπεται? - Την Χ ! Αλλά δεν την ξες... - Πως δεν την ξέρω! Όλο το χωριό την "ξέρει"! Αυτή γιε μου είναι του σκοινιού και του παλουκιού !!! Που έμπλεξες!!!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γιατρός είναι αυτός που έχει περάσει την λεγόμενη «εξέταση» (βλ. παρακάτω) και μπορεί να εξετάσει επίσης.

Τι είναι λοιπόν η «εξέταση». Δύο τουλάχιστον άτομα που έχουν περάσει γιατρό πιάνουν τον εξεταζόμενο, ο οποίος συνήθως δεν έχει ιδέα περί τίνος πρόκειται, ο ένας τον κρατάει γερά και ο άλλος κατεβάζει παντελόνια, σώβρακα κ.λ.π. και πιάνει το πέος (συνήθως και αρχίδια) και ελέγχει την λειτουργία του, μετά τον γυρνάνε και ελέγχουν την σούφρα. Για να κριθεί κάποιος υγιής θα πρέπει να μην του έχει σηκωθεί και η σούφρα να είναι κλειστή δηλαδή να μην είναι γκέι.

Ο γιατρός συνηθίζεται από παρέες κάφρων και όχι μόνο, επειδή ο γιατρός είναι θεωρητικά κάτι το οποίο δεν ξέρεις τι είναι αν δεν το έχεις περάσει, οπότε μπορεί να έχει περάσει γιατρό ο οποιοσδήποτε και απλά να μην το ξέρεις. Ένα μέρος που γίνονται εξετάσεις είναι ο στρατός, φοιτητόσπιτα αλλά ακόμα και σχολεία! Ο εξεταζόμενος είναι συνήθως κάποιος ο οποίος ενοχλεί και σπάει πούτσο, οπότε αν υποψιάζεσαι ότι ένας φίλος σου έχει περάσει γιατρό μην προκαλείς την τύχη σου, αλλά και πάλι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα σε περάσει· αν του την δώσει σε περνάει χωρίς προειδοποίηση.

Επανεξέταση

Ο εξεταζόμενος είναι κάποιος ο οποίος έχει περάσει γιατρό αλλά επειδή συνεχίζει να σπάει πούτσο τον ξαναπερνάνε γιατρό.

ΓΙΑΤΡΟΣ: Έχεις περάσει γιατρό;
ΘΥΜΑ: Όχι, τι είναι αυτό;
ΓΙΑΤΡΟΣ: Τέλεια... Μήτσο (ο βοηθός) κλείσε πόρτες, παράθυρα, πιάνουμε δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μιλάει πολύ, ο λιγομίλητος.

Πήγαμε χθες με τον Γιάννη και την Μαρία για καφέ. Αυτός ο Γιάννης ρε φίλε, ζήτημα αν είπε δύο λέξεις, εντελώς βουβόκλανος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άξεστος.

- Δεν με εμπιστεύεσαι ρε;
- Τι λες ρε χλιμίτζουρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νεαρό αρσενικό γουρούνι, χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψεις κάποιον για τα περιττά κιλάκια.

Έλα ρε, πόσο καιρό έχω να σε δω; Σαν μπίμι έχεις γίνει! Τι σε τάιζαν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνω τον αδιάφορο για κάτι που με αφορά. Έχω αλλού την προσοχή μου.

Πρωτοαναφέρθηκε πιθανότατα από τον Αρχιδάσκαλο της μαγκιάς, Θέμη Μάνεση στην ταινία-διαμάντι «Φυλακές Ανηλίκων» (1982).

- Τι έγινε ρε Στέφανε, εμείς μιλάμε να πούμε κι εσύ, κοιτάξτε με γειτόνισσες, ψαράκια τηγανίζω;
- Πολύ με κόβει ο έτσι.
- Τον είδα, κωλόμπα είναι ο κύριος.
- Μάλλον αδερφή είναι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος που ό,τι κι αν κάνει ή πει σε κριντζάρει (εκ του αγγλικού cringe).

- Ρε άκουσες τι μαλακία είπε ο Αλέξης στην τύπισσα;
- Ε τι περίμενες απ' τον κριντζαριστό μωρέ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σε αντιστοιχία με το Ουί (οui=ναι , στη γαλλική) που είναι το ανάποδο του Ίου (επιφώνημα που φανερώνει αηδία ή δυσαρέσκεια).

Θούσκια ανάποδο της λέξης Σκιάθου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως είναι γνωστό σε αρκετούς ανθρώπους το Πάρης αποτελεί ένα κύριο όνομα, το οποίο μάλιστα τυχαίνει να έχει και ένας προβεβλημένος χαρακτήρας στο έπος «Ιλιάδα» του Ομήρου. Ωστόσο, η συγκεκριμένη λέξη μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί και ως υποτιμητικός χαρακτηρισμός όπου και από όποιον κριθεί σκόπιμο να το κάνει. Η αίσθηση της υποτίμησης βέβαια δεν απορρέει από την ίδια την λέξη Πάρης αλλά από μια άλλη λέξη η οποία ηχητικά είναι πολύ κοντά στην εδώ οριζόμενη λέξη. Η λέξη για την οποία γίνεται λόγος είναι η λέξη παπάρης. Το παπάρης με την σειρά του προέρχεται από μια ονομασία που αποδίδεται στον όρχι η οποία είναι το παπάρι.

Χρήσεις του πάρης στην καθημερινή κοινή ομιλία

Αυτή η λέξη μπορεί να χρησιμοποιηθεί από ένα άτομο το οποίο τρέφει μια ελαφρά, έντονη και εν πάση περιπτώσει οποιουδήποτε βαθμού απέχθεια προς ένα άλλο άτομο για να το υποτιμήσει. Εξαιτίας του μικρού σχετικά βαθμού της χρήσης αυτής της λέξης -όπως εκτιμάται από τον δημιουργό της εισαγωγής αυτής της λέξης στο παρόν λεξικό- υπάρχει μια αρκετά μικρή πιθανότητα αυτή η λέξη καθώς και το νόημα το οποίο υποδηλώνει να γίνουν αντιληπτά σε έναν λεκτικό διαπληκτισμό με γρήγορες εναλλαγές προσβολών, ειδικά μάλιστα όταν στον εν λόγω διαπληκτισμό υπάρχει μια παρουσία φωνών οι οποίες σε ένταση είναι υψηλές. Ο δε χώρος που αυτή η λέξη καταλαμβάνει στον γλωσσικό χρόνο έκφρασής της, ακριβώς επειδή είναι αρκετά μικρός, ενισχύει ακόμα περισσότερο την ιδιότητα που έχει αυτή η λέξη να περνά απαρατήρητη σε τέτοιου είδους συζητήσεις.

Επίσης, αξίζει να επισημανθεί πως η λέξη αυτή κάλλιστα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και μεταξύ φίλων που ανταλλάσσουν προσβολές και άλλων ειδών φράσεις μέσα στο πλαίσιο της φιλίας και της καλής τους και της ζεστής τους διάθεσης, έτσι ώστε σε αυτήν την περίπτωση το υποτιμητικό νόημα που εκφράζει η λέξη να αίρεται ή να εκλαμβάνεται από τους αποδέκτες της λέξης με ευπρόσδεκτο τρόπο.

Παραδείγματα στην καθημερινή ομιλία

Έπειτα από την πραγματοποίηση κάποιας ενοχλητικής, από την πλευρά του ομιλούντος, κατάστασης.

Πωωωω ρε πάρη, τι έκανες πάλι ρε;

Κατά την διάρκεια προσπάθειας ενός ομιλούντος να εκφράσει απορία ως προς μια παρελθούσα πράξη ενός άλλου ατόμου.

Πωωωω, καλά ρε, πες μου λίγο, είσαι πάρης;

Για επίπληξη και πιθανώς απορία ως προς τον εαυτόν του ομιλούντος.

Πωω καλά, είμαι πάρης ρε; Γιατί έφαγα ντόνατ 15 μέρες αφότου έληξε;

Κατά την διάρκεια μιας έντονης και πιθανώς εμποτισμένης με εχθρότητα συζήτησης.

Τι λες ρε πάρη που νομίζεις ότι μπορείς να σταθμεύεις όπου θέλεις!

Κατά την διάρκεια πραγματοποίησης απειλής ή άμεσης ή έμμεσης προειδοποίησης ή απλού αιτήματος.

Λοιπόν, πάρη, σταμάτα να λες ανοησίες (, αλλιώς)...

Χρήση με έντεχνο τρόπο με ιστορικές αναφορές στα γεγονότα των περσικών πολέμων στην αρχαία Ελλάδα.

Έλα να τα πάρεις ρε πάρη!

Για απλή δήλωση άποψης.

Πωω έπειτα από αυτό, εντάξει, σ' το λέω, είσαι πάρης.

Χρήση με έντεχνο τρόπο για να εκφραστεί δυσαρέσκεια ή κάτι άλλο υπό την επιθυμία του ομιλούντος να μην γίνει αντιληπτή η χρήση της λέξης απλώς να επέλθει ικανοποίηση στον ίδιο επειδή είπε την λέξη.

Μα όχι ρε πάρη μου σου λέω δεν έπεσε το μπουκάλι, το έριξες.

Σε μια κατάσταση στην οποία εκτυλίσσεται ομιλία μεταξύ φίλων.

Άαασε ρε πάρη που νομίζεις ότι το juggernaut είναι κλεψιά.

Προσωπική σημείωση

Στην ομιλία το πάρης μάλλον αρκετά συχνά μπορεί να συνοδεύεται σταθερά, για πολλούς λόγους (όπως έμφαση,προσπάθεια για συγκάλυψη εκφραζόμενου νοήματος και ταυτόχρονα προσωπική ικανοποίηση), από κάποιες λέξεις όπως: πωω για εναρκτήρια έμφαση και προσωπική ικανοποίηση· έπειτα από το πάρης, ... μου για προσπάθεια συγκάλυψης εκφραζόμενου νοήματος· πριν το πάρης, ρε για έμφαση ή ικανοποίηση, ή εξαιτίας συνήθειας ή και για άλλους λόγους· μετά από το πωω και πριν από το πάρης, καλά για ικανοποίηση ή συνήθεια, έμφαση ή και για άλλους λόγους.

Ο Πάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή, σάπια και κοντή ελλεηνίδα, που σε γεμίζει με λέζα σε οτιδήποτε κι αν κάνετε.

Σύνθετη λέξη: κοντή + λέζα. Συνώνυμο: κοντοπούτανο

- Πήγα στο Παρίσι με την Αλίκη και μου έσπασε τον πούτσο.
- Καλά να πάθεις! Σ' το είχα πει να μην πας με την κοντολέζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified