Η απώλεια της ικανότητας ορθής σκέψης σαν συνέπεια πρόβλεψης(συχνά λανθασμένης) μελλοντικών καταστροφών.

- Τον αγαπάω, ρε Μαρία. Αλλά καπνίζει χόρτο. Και πού θα βλέπω τις οικογενειακές μας κασσέτες όταν πουλήσει το βίντεο για να πάρει τη δόση του; - Σοφία, νομίζω προπαραλογίζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published

Στη δουλειά

Στη δουλειά, σε οποιοδήποτε πόστο, οποιαδήποτε δουλειά. Παράδειγμα όταν είσαι dj το πρηξοπούτσι κάνει κάποιος πελάτης προκειμένου να αλλάξεις το ρεπερτόριο και να βάλεις ο,τι θέλει, πρήζοντας είτε εσένα, είτε τη σερβιτόρα, είτε ακόμα και το αφεντικό όπου εκεί δε μπορείς να το αποφύγεις!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προφέρεται και παρατεταμένα, με κενό μεταξύ των γραμμάτων.

Εκ του αγγλικού hoax, η φάρσα ή η ψευδής είδηση, που λαμβάνει χώρα κατά βάση στο Internet. Διαδίδεται συνήθως από φαιδρά και ημιμαθή άτομα, που νομίζουν ότι οι Έλληνες κατάγονται απ' τον Σείριο και ότι ο Αρτέμης Σώρρας έπαιζε center back στον Ολυμπιακό.

Ο όρος αποδίδεται στο Στέφανο Χίο, που κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής παρέμβασης, παράφρασε τη λέξη κάνοντας σαρδάμ.

-Δε θα πεις τίποτα για το διαστημόπλοιο που προσγειώθηκε στο Σύνταγμα;

-Μη διαβάζετε ό,τι σας πασάρουν. Αυτά όλα είναι χόαξ.

λεζάντα video

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ατημέλητος στρατιώτης.

Λοιπόν κοιτάξτε να καθαρίσετε τις αρβύλες σας, το λουκάνικο, και τα χιτώνια. Μην εμφανιστείτε μπουρδέλο στην αναφορά γιατί θα πέσουν καμπάνες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Μεταφορική έκφραση που χρησιμοποιείται για καταστάσεις όπου κανείς βρίσκεται σε δύσκολη περίοδο της ζωής του κάτω από αντίξοες συνθήκες συνήθως υπερβολικού στρες, απόγνωσης, αϋπνίας, μετά από χωρισμό και μακροχρόνια ανεργία

- Πού είσαι ρε Μηνά;

- Άσε ρε φίλε, τρέχω με όλα, δεν την παλεύω καθόλου τώρα τελευταία. Ήρθαν όλα μαζεμένα γαμώ τα βάσανα..

- Σηκώνεις τζιπάκι φίλε μου, το ξέρω.

- Τζιπάρα σηκώνω, δε μπορείς να φανταστείς.

Got a better definition? Add it!

Published

Οι δραστηριότητες που γίνονται με ζευγάρια. Το όνομα προέρχεται από την Κιβωτό του Νώε, όπου και τα ζώα εισέρχονταν σε ζευγάρια.

Αντίθετο: τσατσάρα

- Φεύγω αύριο Πήλιο για τριήμερο.
- Με φίλους;
- Όχι ρε, τρία ζευγάρια θα 'μαστε.
- Κατάλαβα. Κιβωτός φάση.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράδειγμα εδώ Η βρύση στέρεψε και τα καλάνια είναι άδεια. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανά;

Κάλανος (ο), καλάνι (το): Eπιμήκης κατασκευή (συνήθως ξύλινη) που σχηματίζει κοίλο, μέσα στο οποίο συγκρατείται νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από το οποίο μπορεί να διέλθει νερό. Συνήθως κατάλληλα διαμορφωμένος (‘σκαμμένος’ με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (ελάτου, πεύκου κ.ά.).

Got a better definition? Add it!

Published

Κάλανος (ο), καλάνι (το): Κατασκευή (συνήθως ξύλινη) που σχηματίζει κοίλο

Παράδειγμα εδώ Η βρύση στέρεψε και τα καλάνια είναι άδεια. Πού θα πιουν νερό τα ζωντανα;

μέσα στο οποίο συγκρατείται νερό για να πίνουν τα ζώα, ή μέσα από το οποίο μπορεί να διέλθει νερό. Συνήθως κατάλληλα διαμορφωμένος (‘σκαμμένος’ με ειδικό εργαλείο) κορμός δέντρου (ελάτου, πεύκου κ.ά.).

Got a better definition? Add it!

Published

Πατινός-πατινή-πατινό. (Όπως κοντινός, ακρινός, κορφινός).Αυτός-ή-ό που βρίσκεται στον πάτο, δηλαδή κάτω-κάτω.

Παράδειγμα εδώ Την πατινή πεζούλα (αναβαθμίδα, ζαγάδα) τής λογγάς, την πήρε το ποτάμι.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανέλα που φοράς κάτω από το πουκάμισο ή το t-shirt και την χρησιμοποιείς για να σκουπίσεις τα υπολείμματα ούρων από το πέος, τα οποία δε φεύγουν ποτέ όσο και να το τινάξεις. Χρησιμοποιείται αντί του κωλόχαρτου αν δεν υπάρχει ή ενίοτε προτιμάται του κωλόχαρτου, καθώς δεν ελοχεύει ο κίνδυνος διαμοιρασμού των ούρων, που μπορεί να θεωρηθεί ως μια ήπια μορφή έμμεσου ομοφυλοφιλικού σεξ.

Μαλάκες πήγα για κατούρημα και δεν είχε χαρτί, ευτυχώς φορούσα την κατουροφανέλα.

(Φίλος κουλός) Που λέτε, τώρα που μαθαίνω να ζω με ένα χέρι, πραγματικά πιστεύω ότι η κατουροφανελα έχει να δώσει πολλά.

Got a better definition? Add it!

Published