Πέρα απ'το γράμμα, το κάππα (kappa) έχει τη σημασία του κάνω πλάκα,παρόμοιο με το just kidding. Ξεκίνησε απ'το twitch.tv όπου χρησιμοποιούταν και χρησιμοποιείται ως spam.

Παράδειγμα εδώ Δε θα βγω γιατί έχω διάβασμα. Κάππα

Got a better definition? Add it!

Published

πρατσιαλάω = κάνω έρωτα.

Παράδειγμα: Δεν πας καλά μ'φαινιτη.... ωρέ την πρατσιάλσε τν Κατίνα;

Got a better definition? Add it!

Published

σακαρίμι = Ο διαλυμένος άνθρωπος λόγω γηρατειών ή αρρώστιας

Παράδειγμα: Μωρή Μαγδάλω, αυτό το σακαρίμ' θα πάρς;

Got a better definition? Add it!

Published

Τζιαμπουνάω = Φωνάζω δυνατά, ακατάπαυστα.

Παράδειγμα: Τι μ' τζιαμπουνάς ιδώ πέρα μωρ' συ α ;;;

Got a better definition? Add it!

Published

Εναλλακτική λέξη για το "αντιαισθητικό" μαλάκας. Δηλαδή ο αγνός μαλακούλης. Αυτός που κάνει την παπαριά συνήθως επανειλημμένα αλλά άθελά του και αποκλειστικά και μόνο λόγω απειρίας. Μπορούμε να το χρησιμοποιήσουμε όταν απευθυνόμαστε σε παιδιά κάτω των 10 ετών π.χ. στις λαϊκές μάζες ακούγεται πυκνά συχνά με την κατάληξη -άκος δλδ τσιτριμπινάκος ή όταν απευθυνόμαστε σε ενήλικες χαρακτηρίζουμε με αυτή τη λέξη (και με περιπαικτική διάθεση) τον συνομιλητή μας με αποκλειστικό σκοπό να τον πικάρουμε για κάποια παιδαριώδη και ερασιτεχνική πράξη του.

Επίσης χρησιμοποιείται όταν θέλουμε να αναφερθούμε σε πλήθος μαλακισμένων αλλά αγνών πράξεων με έναν πιο απαλό χαρακτηρισμό λέμε: έκανες "τσιτριμπινιές" aka "μαλακίτσες".

Παράδειγμα 1 - Ήρθε επίσκεψη το ανίψι σου τριών χρονών (3)
- Γιαννάκη πάλι σου έπεσε στο πάτωμα το τηλεκοντρόλ; Έλα δω τσιτριμπινάκο (μησουγαμήσω από μέσα σου αλλά δε το λές φωναχτά)!

Παράδειγμα 2
- Ρε τι τσιτριμπίνης είσαι εσύ;! Πάλι ξέχασες το φερμουάρ του παντελονιού ανοιχτό;

Παράδειγμα 3
- Έφερες τα ρούχα από το καθαριστήριο;
- Τα ξέχασα... Θα τα πάρω αύριο...
- Πάλι άρχισες τις τσιτριμπινιές;

Got a better definition? Add it!

Published

Το λήμμα Μολούκος είναι ένα σύνθετο ουσιαστικό με ρίζες από τις λέξεις "Μαλάκας" και "Τζουτζούκος". Πλησιάζει σε έννοια το "μουνόδουλος" ΄ή το "αγαπούλης" με τη διαφορά ότι δίδεται έμφαση στην φαταλιστικά παθητική στάση του άρρενα και χρησιμοποιείται είτε περιπαικτικά ως αρνητικός χαρακτηρισμός προς τον φίλο "παθών" που τον παρασέρνει το αιδοίο ασυστόλως είτε από τη "Θήλυ" αφέντρα προς το θύμα άρρενα όπου τον έχει ως αρσενική αβοήθητη και καταδικασμένη τραβιόλα που θα υποκύπτει στις όποιες σεξουαλικές ορέξεις της χωρίς δυνατότητα διαφυγής.

Η συνήθης προφορά της λέξης από γυναίκα είναι κάπως περιπαικτικά ναζιάρικη με ιδιαίτερο κοφτό τονισμό στο "λούκ" όπου υψώνεται η ένταση της φωνής και ακολουθεί μια μικρή κοφτή παύση στο "κ" και ένα σύρσιμο του οοοοοο --> μο-λούκ |... οοοοοο. Άντρας προς άντρα η προφορά είναι μέσα από τα δόντια και με λιγότερο σύρσιμο + τσαντισμένο/απογοητευμένο ύφος.

- Άρρεν: Δήμητρα; Τι κάνεις γυμνή στο δωμάτιό μου;
- Θήλυ: Σκάσε μικρό αμπλαούμπλικο κοαλάκι!
- Άρρεν: Πως μιλάς έτσι μωρή;...πάω να φύγω!!!
- Θήλυ: Δεν πας πουθενά... Έχω γκάβλες... Έλα εδω μολούκο μου.

- Άσε Γιάννη πάλι είχα τραβήγματα στο σπίτι.... Με έχει κάνει κομμάτια.... αλλά την αγαπάω.
- Ρε μολούκο! Τι παπαριές είναι αυτές; Άκου λίγο Σταρόβα "Αυτό που θέλουν οι γυναίκες"...

Got a better definition? Add it!

Published

γκρεμίζω, ισοπεδώνω

Η θύελλα τα σάρισε όλα!

Got a better definition? Add it!

Published

κατακάθι, άχρηστο υπόλειμμα κάποιου υγρού (συνήθως πληθ.: πατούδια)

Το πετρέλαιο είχε πατούδια και μπούκωσε ο καυστήρας.

Got a better definition? Add it!

Published

=μυκητίαση βγαλμένο από στίχο τραγουδιού

αν κολήσω μυκητία θα τα ριξω στην κυρά

Got a better definition? Add it!

Published

Ντερέκωμα = Το τέντωμα δηλαδή η νεκρική ακαμψία.

Ντερεκώνω = πεθαίνω

Παράδειγμα: Θα σι ντερκώσω αν σε πιάκου στα χέριαμ! Ακσες ;

Παράδειγμα: Άστα να παν ταμαθες; Τα ντερέκωσε ο Γιορς!

Got a better definition? Add it!

Published