Απαξιωτικός χαρακτηρισμός ανθρώπου, ιδιαίτερα ψαρά, φτωχού και κάποιου που η βλακεία του προκαλεί προβλήματα.

Προέρχεται από την ενετοκρατία στην Λευκάδα όταν μετανάστες από το Μπουράνο ήρθαν ως ψαράδες: Μπουράνο > μπουρανέλος > μπρανέλος.

- Ούτε μια γέφυρα δεν μπορούμε να φτιάξουμε χωρίς οι ψαράδες να κλαίνε. - Τι περίμενες με τους μπρανέλους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στάκα = Προστακτική του στέκομαι, περίμενε.

Παράδειγμα: Ω Κατίνα στάκα ντε να σε προλάβω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη Λευκάδα, μπροστομούνι είναι η ονομασία της ποδιάς που φορά η γυναίκα επειδή το ύφασμα πέφτει μπροστά από το συγκεκριμένο σημείο του σώματός της.

Μαριώ τράβα μπρουστά το μπρουστουμούνι σου άιντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καμάκι που καταφέρνει να τσιμπολογάει γκόμενες σαν αρπακτικό.

Είδες ο Θάνος; Μεγάλος γυπαετός. Από την ώρα που μίλησε στο γκομενάκι στο μπαρ, δεν πρόλαβε να περάσει μία ώρα και το φάσωσε στις τουαλέτες.

Got a better definition? Add it!

Published

ματζαφλάρ = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα.

Παράδειγμα: Ωρ' τιν τούτο το ματζαφλάρ α ;
Ούϊ μαναμ' εχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!

Got a better definition? Add it!

Published

Έχος = Το βιός

Παράδειγμα: Τι έχος έχ' ο Γιόρς ; Έχ' τίποτα ή ίνι ρέστους;

Got a better definition? Add it!

Published

Έφκα = Αόριστος του ρήματος φεύγω.

Παράδειγμα: Ιγώ έφκα πάω σιακάτ ντάξ' ;

Got a better definition? Add it!

Published

Γκαλιουρίζω = Αλληθωρίζω.

Παράδειγμα: Τι να τον καμς μαρή τον Γιορ α ; Ίνι γκαλιούρς! Τήρα τον ωρέ ντίπ γκαλιούρς είνι!

Got a better definition? Add it!

Published

Βουζοκράτ'= Ο στηθόδεσμος

Παράδειγμα: Πού τόχς μαρή το βουζοκράτ' α; Τισει έτς;

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Τα βάτα.

Πούσουν ωρέ χαμένου κι γρατζουνίθκες α; Σι κάτ βατσνιές ιδώ σιακάτ.

Got a better definition? Add it!

Published