Κάνω διακοπές, τάχω κλάσει όλα και είμαι τρελά αραχτός, τη στιγμή που -και ακριβώς επειδή- ο κόσμος καίγεται γύρω μου (και πολύ πιθανόν και γω μαζί του) και η κενωνία βουλιάζει. Δείχνει λούξους και σταρχιδισμό.

Από το διακοπές + κατάληξη - άρω που προσδίδει στο ρήμα μια ξενική όσο και χαλαρωτική εσάνς.

Μπόλικα τα παραδείγματα, μέχρι και σάιτ έχει ονομαστεί έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντόμευση του 'ξεκωλοπατόμουνου', επί το ευφωνικότερον.

Τι πατομουνο ειναι αυτο ΡΕ; Και την πηδαγε δεκαπενταχρονος;
Εγω με αυτη εκανα και 4 παιδια να γινω πολυτεκνος και να παρω αδεια ταξι... (πηγή)
Former teaching assistant Caroline Berriman admitted to having sex with a teenage student

Μετά, -αναμενόμενο- έρχεται το υπερθετικό υπερπατόμουνο:

Τώρα γιατί με αναγκάζεις να θυμηθώ το υπερπατόμουνο που είχαμε στο "μάθημα" της Ολυμπιακής Παιδείας και το γυροφέρναμε όλοι ΟΛΟΙ ΟΛΟΙ ΛΕΜΕ και κανείς δεν μπόρεσε να το βάλει όχι 50 αλλά έστω 1 φορά κάτω παρά γυρνούσαμε σπίτι και τον παίζαμε με τη βιντεοκασέτα της Σύλβια Σέιντ; (πηγή)

Got a better definition? Add it!

Published

Επίστρωση βρώμας στο δέρμα ύστερα απο κάποια δραστηριότητα ανεξαρτήτου έντασης, καθώς και αποχής απο το ντουζ. Αρκετές φορές προκύπτει και απ'την υπερβολική υγρασία. Συνήθως την συναντάμε τους θερινούς μήνες.

Πήγα ελεύθερο με το σκατζοχοιράκι μου τρεις μέρες στο αγκίστρι και έπιασα κοραπάτσα απ'την απλυσιά.

Τι υγρασία ειναι αυτή ρεεε!κοραπάτσα πιάσαμε!

Got a better definition? Add it!

Published

Χαρακτηρισμός ψηλής γυναίκας, συνήθως με βορειο-ευρωπαϊκά χαρακτηριστικά και επιπλέον κιλά, που τραβάει το βλέμμα λόγω της σωματοδομής της.

Σημ. τέτοιες γυναίκες τις περισσότερες φορές σχετίζονται με μεγάλο στήθος.

- Ρε συ, τί είναι αυτή ρε; Δε ξέρω αν πρέπει να ερωτευτώ ή να της ζητήσω να παλέψουμε!

- Ναι μάγκα μου, πρέπει να έχει δώσει πολύ χαρά η κρεβατογεμίστρα, όχι αστεία!

[λεζάντα εικόναςλεζάντα εικόνας]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που στην οικογένειά του είναι ο μόνος αρσενικός περιτριγυρισμένος από εικοσιεννιά κόρες, τριάντα αδελφές, είκοσι θείες, σαράντα ξαδέλφες και μια πεθερά - αλλά τι μιά...

Πώ πω ρε αδερφέ, πέντε κόρες έχει ο φουκαράς όπως ο Τέβιε στο Βιολιστή της Στέγης. Μουνόπληκτος τελείως, πάρτον ένα τηλέφωνο να πάμε για κάνα καφέ μπας και ξεθολώσει...

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά τα χρόνια της Φραγκοκρατίας, δούλος.

Όσο και να χτυπάει ο αφέντης, δεν ακούγεται κιχ από κανέναν. Είναι όλοι βιλλάνοι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ξενιτεμένος Έλληνας που μετά από λίγα χρόνια στο εξωτερικό ξέχασε τη γλώσσα και την πατρίδα του και κατά το γυρισμό στο χωριό του το παίζει μεγάλος και τρανός.

- Πώ, πω αδερφάκι μου, μεγάλος γασμούλος αυτός ο Γιώργης. Πώς το είπε αυτό; "Είναι νάϊς..." Τί πάει να πει αυτό; - Ότι είναι καλό ρε παπάρα... Φαντάζομαι κάτι είδε και του άρεσε...

Got a better definition? Add it!

Published

Μπάσταρδος. Επί Φραγκοκρατίας, γιός Φράγκου και υποταγμένης Ελλληνίδας ή Φράγκας και υποταγμένου Έλληνα.

Πλούσιος όσο δέκα φεουδάρχες ο Γεώργιος. Φημισμένος γασμούλος από τις καλύτερες οικογένειες του Μυστρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα διαδεδομένο σε παίκτες του καινοφανούς παιχνιδιού επαυξημένης πραγματικότητας Pokémon GO. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την τοποθέτηση αντικειμένου (Lure) που ελκύει τα Pokémon της γύρω περιοχής σε συγκεκριμένα σημεία. Θα γίνει μέινστριμ όταν το χρησιμοποιήσει το luben σε κάποιο meme αλλά μέχρι τότε μπορείτε να το χρησιμοποιείτε για να βρείτε τον hard-core fan του παιχνιδιού στις εκάστοτε παρέες ενώ τρώτε καρπούζι ή κάποιο άλλο εποχιακό φρούτο της αρεσκείας σας. Ή και όχι. Ευχαριστώ.

- Μάγκες σήμερα από τις 11 λουριάζουμε Φιλοθέη, πίσω από το άγαλμα. Τσεκαρισμένα Άμπρα και Γκένγκαρ, κάτι ακούγεται και για Σάιθερ, εγώ δε το είδα - όρκο δεν παίρνω. Για μπύρες θα πηγαίνουμε ανά δυάδες για να σπάσουν τα αβγά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χαλιάς, του χαλιά, οι χαλιάδες / τα χαλιάδια Επιφάνεια πλαγιάς με συνήθως μεγάλη κλίση, γεμάτη χαλίκια και μικρές κατά κανόνα πέτρες που είναι περισσότερο ή λιγότερο ασταθής για να βαδίσει κανείς επάνω της. Αν αυτή η επιφάνεια εκτείνεται σε μεγάλο ύψος και εύρος, τότε μιλάμε για σάρα. Η σάρα, της σάρας.

Τσοπάνικο αίνιγμα από τα "Ποιμενικά τής Ρούμελης", του Δ. Λουκόπουλου: "Μια πρατίνα [προβατίνα] ρούντα ρούντα, το χαλιά - χαλιά πααίνει και χαλίκι δε γκρεμίζει. Τι είναι;"

Είναι, βεβαίως, η αντάρα η οποία 'περπατάει' επάνω στον χαλιά χωρίς να γκρεμίζει ούτε ένα χαλικάκι.

Got a better definition? Add it!

Published